Ο Θουκυδίδης και το Στρατηγικό Δίλημμα της Ελλάδας: Κάλεσμα για Ναυτική Δύναμη

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Το αριστούργημα του Θουκυδίδη για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο παραμένει o ακρογωνιαίος λίθος της στρατηγικής σκέψης, προσφέροντας πολύτιμες γνώσεις για τις σύγχρονες γεωπολιτικές προκλήσεις της Ελλάδας. Το έργο του παρέχει τη βάση για την αξιολόγηση της παρούσας κατάστασής μας, κρατώντας μας προσηλωμένους στις ιστορικές πραγματικότητες. Αυτή η σοφία ενώ είναι απαραίτητη, ωστόσο δεν λαμβάνουμε υπόψη τις θεμελιώδεις αλήθειες υπέρ των φευγαλέων ιδεολογιών. Αν αγνοήσουμε αυτά τα μαθήματα, η ιστορία θα επιστρέψει με δύναμη, όπως συμβαίνει πάντα.
Η Αναγκαιότητα της Ισχύος στην Υπευθυνότητα
Τα έθνη που επωμίζονται μεγάλες ευθύνες πρέπει να καλλιεργήσουν μεγάλη δύναμη. Σε αντίθεση με τους φανταστικούς ήρωες προικισμένους με φυσικές ικανότητες (super man, spider man), οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες πρέπει σκόπιμα να οικοδομήσουν και να διατηρήσουν την εξουσία μέσω επίμονης προσπάθειας. Ένα έθνος που αναλαμβάνει σημαντικές διεθνείς δεσμεύσεις πρέπει να διασφαλίσει ότι διαθέτει την απαραίτητη οικονομική, στρατιωτική και διπλωματική δύναμη για να τα υποστηρίξει. Η παραμέληση αυτού του καθήκοντος κινδυνεύει να ξεπεράσει τις φιλοδοξίες που δεν έχουν τα υλικά θεμέλια για να πετύχουν. Η Ελλάδα διαδραμάτισε ιστορικά ζωτικό ρόλο σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Σήμερα, όπως και στο παρελθόν, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σκληρή επιλογή: είτε να μειώσει τις εθνικές δεσμεύσεις της για να ανταποκριθεί σε μια πιο μέτρια στρατιωτική ικανότητα είτε να συνεχίσει να επωμίζεται τη βαριά ευθύνη διατηρώντας παράλληλα επαρκή ισχύ για να τις υποστηρίξει.
Για την Ελλάδα, η ναυτική ισχύς παραμένει κρίσιμος πυλώνας της εξωτερικής της πολιτικής. Όπως έχει δείξει η ιστορία, ένα ισχυρό ναυτικό είναι το μακρύ χέρι της επιρροής και της ασφάλειας. Ένα έθνος που φιλοδοξεί να μεγαλώσει, υποστηρίζοντας τον έλεγχο χωρικών υδάτων στα 12νμ, της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ που τις αναλογούν από το Διεθνές Δίκαιο, δεν έχει την πολυτέλεια να θέτει φιλόδοξους στόχους, ενώ αποτυγχάνει να οικοδομήσει τα μέσα για να τους επιτύχει.
Η σημασία της ναυτικής ισχύος
Η στρατηγική λογική πίσω από ένα ισχυρό ναυτικό είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια παράδοξη πρόκληση – παρά τις εκτεταμένες θαλάσσιες αρμοδιότητές της, η δημόσια υποστήριξη για τη ναυτική δύναμη παραμένει ασυνεπής. Πολλοί κυβερνώντες παρασύρουν τους ψηφοφόρους τους να υποθέτουν ότι η στρατιωτική ισχύς θα είναι πάντα διαθέσιμη όταν χρειάζεται, οδηγώντας σε εφησυχασμό. Αναγγέλλουν με βαρύγδουπες δηλώσεις μελλοντική απόκτηση αμυντικών και οπλικών συστημάτων, που πιθανά μα μην εκτελεστούν απαξιώνοντας τα ήδη υπάρχοντα (διατιθέμενους πόρους με τους οποίους θα γίνει ο πόλεμος). Αυτή η εσφαλμένη συλλογιστική υποδηλώνει ότι εφόσον η ναυτική δύναμη ήταν πάντα εκεί, θα συνεχίσει να υπάρχει χωρίς συνειδητή προσπάθεια.
Το ελληνικό εκλογικό σώμα δεν έχει την πολυτέλεια να θεωρεί δεδομένη τη ναυτική ισχύ. Πρέπει να ληφθεί μια σκόπιμη πολιτική απόφαση για τη διατήρηση μιας τρομερής ναυτικής δύναμης, υποστηριζόμενης με αναγκαίες υποδομές, μια δέσμευση που πρέπει να επιβεβαιωθεί εκ νέου στην κάλπη. Η αγανάκτηση παίζει ρόλο σε αυτήν την απάθεια -όσοι ζουν στην οικονομική ανέχεια μπορεί να αναγνωρίσουν τη θεωρητική σημασία της ναυτικής δύναμης, αλλά δυσκολεύονται να νιώσουν τον επείγοντα χαρακτήρα της στην καθημερινή δύσκολη ζωή τους. Επιπλέον, οι ιστορικές ναυτικές επιτυχίες της Ελλάδας συνέβαλαν ακούσια σε ένα αίσθημα εφησυχασμού (το Πολεμικό Ναυτικό ουδέποτε υπέστειλε τις σημαίες). Τα νικηφόρα έθνη κινδυνεύουν να υποθέσουν ότι η μελλοντική επιτυχία είναι εγγυημένη, αλλά η ιστορία αποδεικνύει ότι οι νίκες γεννούν απάθεια και η απάθεια οδηγεί σε παρακμή. Καμία νίκη δεν είναι μόνιμη αν δεν ενισχύεται συνεχώς. Η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στη ναυτική της παράδοση, ειδικά καθώς φιλόδοξοι αντίπαλοι, όπως η Τουρκία, επιδιώκουν να διεκδικήσουν τη θαλάσσια κυριαρχία. Όπως οι ναυτικοί θρίαμβοι των Βαλκανικών και των Παγκοσμίων Πολέμων διαμόρφωσαν την περιφερειακή επιρροή της Ελλάδας, έτσι και η χώρα πρέπει να διατηρήσει τη θαλάσσια υπεροχή της στο σύγχρονο γεωπολιτικό τοπίο.
Μια Πολιτική και Πολιτιστική Λύση
Η πρόκληση της διατήρησης της ναυτικής ισχύος είναι τόσο πολιτική όσο και στρατιωτική. Τα ισχυρά ναυτικά απαιτούν ισχυρούς υποστηρικτές. Ένας σύγχρονος Έλληνας ηγέτης με στρατηγική διορατικότητα —όμοιος με τον Ελευθέριο Βενιζέλο— θα μπορούσε να ανυψώσει τη ναυτική δύναμη σε κεντρικό θέμα του πολιτικού λόγου. Η πολιτική ηγεσία σε αυτόν τον τομέα θα ενίσχυε την ευαισθητοποίηση του κοινού και θα ενίσχυε τον ενθουσιασμό για ναυτικές επενδύσεις. Επιπλέον, η στρατιωτική και αμυντική κοινότητα πρέπει να συμβάλει ενεργά σε αυτόν τον σκοπό. Τα στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού, από νεοσύλλεκτους μέχρι υψηλόβαθμους αξιωματικούς, θα πρέπει να θεωρούν τους εαυτούς τους πρεσβευτές της ναυτικής δύναμης. Πρέπει να βυθιστούν στη ναυτική ιστορία της Ελλάδας και να μεταδώσουν αποτελεσματικά τη σημασία της στο κοινό. Οι θεωρίες για τη ναυτική δύναμη, όπως υποστηρίζονται από πρόσωπα όπως ο Θεμιστοκλής, ο Νέαρχος, ο Φορμίων, ο Κίμων, ο Κανάρης, ο Μιαούλης, η Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα και ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, παρέχουν μια πνευματική βάση για αυτήν την προσπάθεια. Ωστόσο, η υπεράσπιση δεν χρειάζεται να είναι πάντα ακαδημαϊκή – η αφήγηση είναι ένα ισχυρό εργαλείο. Η κοινή χρήση αφηγήσεων ναυτικού ηρωισμού και στρατηγικών θριάμβων μπορεί να αναζωπυρώσει τη συνείδηση του κοινού σχετικά με τη σημασία της ναυτικής δύναμης.
Για να αντιμετωπίσει τις απειλές και να διεκδικήσει στρατηγική κυριαρχία, η Ελλάδα πρέπει να ενισχύει συνεχώς την ικανότητά της να μάχεται και να κερδίζει — ακόμα κι αν η πιθανότητα σύγκρουσης φαίνεται μακρινή. Αυτό όχι μόνο αποτρέπει τους αντιπάλους αλλά καθησυχάζει τους συμμάχους. Ουσιαστικά, η Ελλάδα πρέπει να προσέξει τις διδασκαλίες μεγάλων ναυτικών ηρώων, διασφαλίζοντας ότι θα παραμείνει υπέρ των «ναυτικών ηρώων» – μήπως επιστρέψουν αναζητώντας αντίποινα.
Ένα κάλεσμα για δράση
Η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρίσει ότι η μεγάλη ευθύνη απαιτεί μεγάλη δύναμη. Αν φιλοδοξεί να έχει ιστορική σημασία, πρέπει να δεσμευτεί για αμείλικτη προετοιμασία και επενδύσεις. Η εθνική δύναμη δεν είναι δεδομένη – είναι αποτέλεσμα αταλάντευτης αφοσίωσης. Αναγνωρίζοντας αυτή την αλήθεια και ενεργώντας σύμφωνα με αυτήν, η Ελλάδα μπορεί να εξασφαλίσει το μέλλον της ως μια τρομερή ναυτική δύναμη, έτοιμη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου.
Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security (INIS), του Strategy International (SI) και του Research Institute for European and American Studies (RIEAS).





