Η Ασπίδα του Αχιλλέα: Καινοτομία χωρίς στρατηγική και οικονομικές συνέπειες

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Η αδυναμία να αξιοποιηθεί σωστά η τεχνολογία χωρίς την απαραίτητη στρατηγική πειθαρχία, και η παραμέληση της ναυτικής βιομηχανίας, οδηγούν σε μία εκρηκτική συνταγή αποτυχίας και αυτό φαίνεται με ένταση στην ελληνική αμυντική πολιτική.
Η ελληνική ιστορία, μας προειδοποιεί με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο για τους κινδύνους της υπερβολικής πίστης στην τεχνολογία και της παραμέλησης της στρατηγικής σκέψης. Εδώ και αιώνες, βλέπουμε πως η τεχνολογία χωρίς στρατηγική σκέψη μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες αποτυχίες. Όπως έδειξε το παράδειγμα του Βυζαντίου με το υγρόν πυρ, η υπερεκτίμηση ενός «υπερόπλου» χωρίς την υποστήριξη των κατάλληλων διαδικασιών και πειραματισμών μπορεί να οδηγήσει σε αυταπάτες ισχύος και στρατηγικά αδιέξοδα.
Από τον 7ο μΧ. αιώνα που οι Άραβες δημιούργησαν ναυτική δύναμη ικανή να επιδιώξουν την κυριαρχία των θαλασσών της Ανατολικής Μεσογείου ανάγκασαν το βυζαντινό ναυτικό να περάσει στην άμυνα. Τον 13ο αιώνα, το Βυζάντιο έχασε σημαντική δύναμη και επιρροή από τις ιταλικές πόλεις και η ελληνική ναυτική ισχύς είχε φτάσει σε ένα πολύ χαμηλό σημείο στην ιστορία της, αν και Έλληνες ναυτικοί συνέχιζαν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο με την εξυπηρέτηση των ξένων πλοίων.
Έτσι κινούμενο παρακμιακά το βυζαντινό ναυτικό, θα φτάσουμε στο 1453 όπου είχε χάσει παντοιοτρόπως την ικανότητά του να διατηρεί ανοικτές γραμμές ανεφοδιασμού της Κωνσταντινούπολης, και αυτό υπήρξε ο κύριος παράγοντας της οθωμανικής νίκης. Βέβαια πολύ πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου είχαν εγκλωβιστεί από την ισχύ των ιταλικών δημοκρατιών, της Γένοβα και της Βενετίας. Με το εμπόριο της αυτοκρατορίας κατεστραμμένο ολοσχερώς, δύσκολα θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια θαλάσσια ισχύ. Ότι θαλάσσια δραστηριότητα ήταν ακόμα σε ελληνικά χέρια, ήταν τοπικού χαρακτήρα και οικονομικά ασήμαντη.
Λόγω αυτής της πτώσης της βυζαντινής θαλάσσιας ισχύος, οι Βενετοί και οι Οθωμανοί ήταν αυτοί που αξιοποιούσαν ή καλύτερα εκμεταλλευόντουσαν τις δεξιότητες των Ελλήνων ναυτικών και τεχνιτών των παράκτιων περιοχών του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας. Έχοντας χάσει την οικονομική ζωτικότητα της, η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει τη ναυτική παράδοση της. Εμπόριο και ναυπηγική βιομηχανία είχε πλέον περάσει σε ξένα χέρια.
Σήμερα, η Ελλάδα κινδυνεύει να επαναλάβει το ίδιο λάθος με την «Ασπίδα του Αχιλλέα». Ενώ η κυβέρνηση προωθεί με ένταση το νέο αντιαεροπορικό σύστημα, υπογραμμίζοντας τη στρατηγική καινοτομία του, ο πραγματικός κίνδυνος έγκειται σε δύο παράγοντες που συνήθως περνούν απαρατήρητοι: ο ρόλος του Στόλου και η πλήρης απουσία στρατηγικής ενσωμάτωσης με τη βιομηχανία και την οικονομία.
Ο Ρόλος του Στόλου: Κινητικότητα έναντι της Τουρκικής Ναυπηγικής Κύριας Ανάπτυξης
Η σύγκρουση με την Τουρκία δεν αφορά μόνο τον έλεγχο του Αιγαίου – πρόκειται για έναν αγώνα εθνικής επιβίωσης, που αφορά τη ναυτική υπεροχή, την τεχνολογική ανταγωνιστικότητα και την οικονομική ευρωστία. Η Τουρκία, με συνεχείς επενδύσεις στη ναυπηγική και τη ναυτική τεχνολογία, έχει καταφέρει να αναπτύξει ένα αξιόπιστο, σύγχρονο και δυναμικό ναυτικό. Εν τω μεταξύ, το Πολεμικό Ναυτικό, προσανατολισμένο σε προμήθειες από το εξωτερικό και αμφισβητούμενες στρατηγικές προσεγγίσεις, κινδυνεύει να μην ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το Τουρκικό Ναυτικό έχει επενδύσει με ταχύτητα και συνέπεια σε σύγχρονα πλοία, όπλα και υποβρύχια, τα οποία εξελίσσονται διαρκώς. Σε αυτή τη δυναμική κατάσταση, η Ελλάδα δεν έχει τη πολυτέλεια να επαναπαυθεί σε υποσχέσεις στρατηγικών «ασπίδων» και τεχνολογικών καινοτομιών χωρίς να έχει ενισχύσει πρώτα την κινητικότητα και τη διαρκή παρουσία στον θαλάσσιο χώρο.
Η ναυτική κινητικότητα είναι το βασικό όπλο στην αντιπαράθεση, όχι μόνο η ικανότητα να αναχαιτίζεις πυραύλους στον αέρα, αλλά να κρατάς το πλεονέκτημα στα κύρια σημεία του Αιγαίου και της Μεσογείου. Το Πολεμικό Ναυτικό είναι το θεμέλιο της αποτροπής στις θάλασσες κι αυτό απαιτεί στρατηγική εκπαίδευση, συνεχείς δοκιμές και βιομηχανική υποδομή που να στηρίζει την καθημερινή παρουσία και επιχειρησιακή ετοιμότητα.
Οικονομικό Κόστος και Απουσία Βιομηχανικής Στρατηγικής
Η πραγματική τραγωδία της ελληνικής άμυνας δεν είναι απλώς η τεχνολογική αποσπασματικότητα ή η υπερβολική πίστη σε έναν αναδυόμενο «αντιαεροπορικό θόλο». Το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στο οικονομικό κόστος της αδυναμίας να στηρίξουμε εγχώρια τη βιομηχανία άμυνας, την αναγκαία τεχνολογική ανάπτυξη και την απαραίτητη ενίσχυση των ναυπηγείων και των υποδομών.
Το κόστος των εξωτερικών προμηθευτών σε κρίσιμους τομείς της άμυνας είναι δυσανάλογα υψηλό, και το βάρος της συντήρησης αυτών των συστημάτων στον χρόνο θα πέσει στους ώμους των Ελλήνων φορολογούμενων. Δεν είναι απλώς θέμα τεχνολογίας, είναι θέμα στρατηγικής ασυμφωνίας με τις δυνατότητες της ελληνικής βιομηχανίας, η οποία έχει καταρρεύσει σε μεγάλο βαθμό. Όταν το κράτος αγοράζει από ξένους προμηθευτές χωρίς να αναπτύσσει τον δικό του τομέα παραγωγής, κινδυνεύει να καταστεί εξαρτημένο, αδύναμο να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη στρατηγική αντίσταση.
Η πραγματική ανικανότητα να αναπτύξουμε τις δικές μας ναυπηγικές δυνατότητες, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και τις τοπικές βιομηχανίες, επιτρέπει στους ανταγωνιστές να κατέχουν τη στρατηγική πρωτοβουλία. Χωρίς εγχώρια παραγωγή και στρατηγική ενσωμάτωσης, η Ελλάδα απλώς σπαταλά πόρους σε εξοπλιστικά προγράμματα χωρίς να αναπτύσσει τις βάσεις για μια σταθερή, μακροχρόνια και αξιόπιστη άμυνα.
Η Παγίδα του Αίαντα: Πολιτική Αυταπάτη και Στρατηγική Αυτοκτονία
Ο Υπουργός εθνικής άμυνας κος Δένδιας, όπως ο Αίας στην τραγωδία του Σοφοκλή, κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μία πολιτική αυτοεκπληρούμενη αυταπάτη με την «Ασπίδα του Αχιλλέα». Η διαρκής προσπάθεια για «νίκες γοήτρου» με γρήγορη τεχνολογία χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό και χωρίς να εξασφαλιστεί η στρατηγική ενσωμάτωσή της με τις πραγματικές ανάγκες της χώρας, είναι επικίνδυνη.
Ελπίζουμε οι θεοί της θάλασσας να μην του προκαλέσουν διαταραχή και να μην καταλήξουμε στην πολιτική «τραγωδία» της αυτοχειρίας του Αίαντα: να υπονομευθεί η εθνική άμυνα, καθώς πιστεύουμε πως η εισαγόμενη τεχνολογία, όσο προηγμένη κι αν είναι, δεν θα σώσει την πατρίδα χωρίς την εγχώρια βιομηχανία και στρατηγική ευθυγράμμιση.
Ο Ελληνικός στόλος πρέπει να ξαναβρεί τον πυρήνα του: την κινητικότητα και τη συνέχεια της παρουσίας στο Αιγαίο, έχοντας την ισχυρότερη στρατηγική βιομηχανία που θα υποστηρίζει με όραμα και εθνική συνείδηση την ελληνική ναυτική ισχύ.
Η Εθνική Ισχύς Απαιτεί Συνεχείς Θυσίες και Στρατηγική Πειθαρχία
Η ναυτική ισχύς της Ελλάδας πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ενός συνεχούς και σθεναρού στρατηγικού σχεδίου, που δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στην καινοτομία χωρίς δοκιμή ή σε αβέβαιες «τεχνολογικές επαναστάσεις». Η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρίσει ότι η στρατηγική αφοσίωση δεν είναι απλώς μια επιλογή, αλλά μια αναγκαιότητα για να διασφαλίσει την ασφάλεια και το μέλλον της.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η εθνική ισχύς δεν είναι ένα δεδομένο που εξασφαλίζεται αυτόματα – είναι το προϊόν συνεχούς προετοιμασίας, θυσίας και επένδυσης. Η Ελλάδα, εάν φιλοδοξεί να έχει μια θέση ιστορικής σημασίας στον διεθνή ναυτικό χάρτη, πρέπει να καταβάλει τις απαιτούμενες θυσίες και να αναγνωρίσει ότι η τεχνολογία και τα υπερόπλα δεν επαρκούν από μόνα τους για να υπερασπιστούν τη χώρα. Μόνο μια τρανή και συνεχώς εξελισσόμενη ναυτική δύναμη, με ετοιμοπόλεμο στόλο και στρατηγική συνείδηση, μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου.
Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να επαναπαυθεί. Ο κόσμος γύρω μας είναι σε διαρκή αναμόρφωση και οι στρατηγικές απειλές δεν επιτρέπουν καθυστερήσεις ή εφησυχασμούς. Η Ελλάδα πρέπει να προετοιμαστεί για την επόμενη δεκαετία με την απόλυτη στρατηγική ευθύνη να ενισχύσει τη ναυτική της δύναμη και να διασφαλίσει το μέλλον της ως μια τρομερή ναυτική δύναμη, με ετοιμότητα να ανταποκριθεί σε όλες τις σύγχρονες προκλήσεις που εμφανίζονται στον ορίζοντα.
Συμπέρασμα: Το Ναυτικό είναι η Εγγύηση της Εθνικής Επιβίωσης
Η Ελληνική Δημοκρατία και το Πολεμικό Ναυτικό, ως θεμέλιο της εθνικής άμυνας, δεν πρέπει να παρασυρθούν από τις σειρήνες της καινοτομίας που υπόσχονται υπερόπλα χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις στρατηγικές ανάγκες και την αναγκαία οικονομική και βιομηχανική ενίσχυση.
Ο δρόμος προς τη στρατηγική υπεροχή δεν περνά από τις γρήγορες αποφάσεις και τα επικοινωνιακά τσιτάτα. Περνά από την προετοιμασία, τη συνεχιζόμενη και ενδελεχή δοκιμή και τη δημιουργία στρατηγικής βιωσιμότητας. Και αυτή η βιωσιμότητα πρέπει να βασίζεται στην εγχώρια παραγωγή, στην ενίσχυση της ναυπηγικής ικανότητας και στη μακροπρόθεσμη στρατηγική συνεργασία όλων των Κλάδων.
Επίλογος: Πριν επενδύσουμε στην επόμενη ασπίδα…
Η τεχνολογία δεν είναι στρατηγική. Η ταχύτητα χωρίς πειθαρχία είναι απλώς ένα λαχειοφόρο στοίχημα. Και το Πολεμικό Ναυτικό δεν είναι ο βηματοδότης της φαντασίας, αλλά η εγγύηση της επιβίωσης του έθνους σε ώρα ανάγκης. Η «Ασπίδα του Αχιλλέα» δεν πρέπει να γίνει η «Αχίλλειος πτέρνα». Όχι άλλη ιστορική ειρωνεία. Όχι άλλη ήττα για χάρη της υπεροψίας.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security (INIS), του Strategy International (SI) και του Research Institute for European and American Studies (RIEAS).





