18/04/2024

Η Ελλάδα δεν μπορεί ούτε πρέπει να λυγίσει τη συμπεριφορά της άρνησης

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*

Ακούσαμε με έκπληξη, ομολογώ, από την ελληνική κυβερνητική ελίτ, πως δεν θα στρατιωτικοποιήσουμε την πολιτική μας έναντι των τουρκικών εξαναγκασμών. Επειδή δεν αντιλαμβάνομαι αυτή την έννοια, περί στρατικοποιήσεως της πολιτικής, θα προσπαθήσω να περιγράψω αυτό που κάθε Έλληνας  αναμένει από τους κυβερνητικούς του παράγοντες.  Ο Ελληνισμός χρειάζεται ένα σχέδιο για μια μεγάλη αναζωογόνηση του έθνους μας. Σε αυτό το σχέδιο μπορούμε να δώσουμε πολλά ονόματα: «Η μεγάλη αναζωογόνηση του Ελληνισμού», «Ανάσταση της Πατρίδας», «Όνειρο της Ελλάδας», «Δρόμος προς την Ανανέωση», «Η Νέα Ελλάδα». Η ουσία αυτού του σχεδίου πρέπει να είναι ένας οδικός χάρτης για το πως η Ελλάδα θα ανακάμψει από τους αγώνες που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια περιόδων μετά τη μεταπολίτευση, την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την τελευταία οικονομική ύφεση για να γίνει μια ηγέτιδα δύναμη στα Βαλκάνια και αδιαμφισβήτητη Μεσογειακή δύναμη αξιοποιώντας τη θαλάσσια ισχύ.

Σήμερα δύο πιθανές μοίρες περιμένουν την Ελλάδα, ένα λαμπρό πεπρωμένο και ένα ζοφερό πεπρωμένο. Είτε μια Ελλάδα ανεξάρτητη, ελεύθερη, δημοκρατική, και ευημερούσα, δηλαδή μια λαμπρή Ελλάδα, μια νέα Ελλάδα με τον λαό της απελευθερωμένο ή μια ημι-αποικιακή, ημι-φεουδαρχική Ελλάδα, διχασμένη, φτωχή και αδύναμη, δηλαδή μια παλιά Ελλάδα. Μια νέα Ελλάδα ή μια παλιά Ελλάδα, αυτές οι δύο προοπτικές βρίσκονται μπροστά μας. Φαίνεται πως αυτό το όραμα του Ελληνισμού αναλαμβάνει κάτι επικίνδυνο. Επικίνδυνο για τον ίδιο, αλλά το πιο σημαντικό, να μετατρέψουμε την επικινδυνότητα  στην Τουρκία. Όμως τα «νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα» της Ελλάδας είναι ιερά, πρέπει να τα υπερασπιστούμε ακόμη και με τη χρήση βίας. Εναπόκειται στην Τουρκία να προσχωρήσει σε αυτό, όχι στην Ελλάδα να λυγίσει τη συμπεριφορά της. Αυτό το συναίσθημα πρέπει βρίσκεται στην ιδεολογική καρδιά της Ελλάδας. Δεν είναι μόνο ένας νέος ορίζοντας που φιλοδοξεί η χώρα, αλλά και η αίσθηση του τι σημαίνει Πατριωτισμός.

Τρεις σημαντικές προϋποθέσεις προβληματίζουν τις σύγχρονες διαφορές μεταξύ της Ελλάδας και Τουρκίας:  

Πώς να πείσουμε τον αντίπαλο να συμβιβαστεί χωρίς να του επιβάλουμε τέτοια σοβαρή ζημιά που να μηδενίζει κάθε πιθανότητα μεταγενέστερης σταθερότητας και ειρήνης.

Υπό ποιες συνθήκες μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ένοπλη δύναμη, με τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να είναι νόμιμος να τη χρησιμοποιήσουμε, για να διασφαλίσουμε μια διαρκή και σταθερή ειρήνη;

Τρίτη προϋπόθεση είναι ότι η  Ελλάδα, δεν είναι σε θέση να χειραγωγήσει τα στρατηγικά οφέλη όπως τα αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι. Είναι σχεδόν αδύνατο να κερδίσουμε εξαναγκαστική μόχλευση προσπαθώντας να αλλάξουμε τους βασικούς στόχους και τα ενδιαφέροντα των Τούρκων με την επίκληση του Διεθνούς Δικαίου. Μπορούμε μόνο με μια Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας να ελπίζουμε, να τους πείσουμε να αγνοήσουν ή να σταματήσουν να ενεργούν για αυτά τα ενδιαφέροντα.

Σκεπτόμενος αυτούς τους προβληματισμούς εξετάζουμε πλέον τη συμπεριφορά της  άρνησης.

Η αξία των επιδιωκομένων κερδών είναι σχετικά στατική κατά τη διάρκεια των μέχρι τώρα συγκρούσεων και οι εμπλεκόμενοι μπόρεσαν να κάνουν λίγα για να αλλάξουν την αντίληψη του αντιπάλου τους για την ελκυστικότητα αυτών των οφελών. Το πρωταρχικό ζήτημα στις τουρκικές  διεκδικήσεις είναι ο έλεγχος κυριαρχίας θαλασσίων ζωνών και νησιωτικών εδαφών.  Οι δημιουργούμενες εντάσεις τείνουν να επιδεινώνονται κατά τη διάρκεια της διαμάχης επειδή προέρχονται από πιέσεις που πιστεύει η Άγκυρα ότι μπορούν να αλλάξουν με τον χρόνο.  Οπότε τα αντιληπτά οφέλη είναι σχετικά σταθερά κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων. Αυτό που πιστεύω ότι συνιστάται να ενεργήσουμε είναι να προσπαθήσουμε να μειώσουμε την εμπιστοσύνη του αντιπάλου στη στρατιωτική του στρατηγική. Με άλλα λόγια, η Αθήνα πρέπει να μειώσει την αναμενόμενη πιθανότητα επιτυχίας των τουρκικών διεκδικήσεων με την άρνηση, η οποία θα επιχειρεί να φέρει τα αναμενόμενα τουρκικά οφέλη στο μηδέν. Το καθήκον μας, επομένως, είναι να ανατρέψουμε τη στρατιωτική στρατηγική του αντιπάλου, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη του, στο ότι οι στόχοι του μπορούν να επιτευχθούν.

Όταν λοιπόν, με στρατηγική εξαναγκασμού, απαιτούν από την Ελλάδα να παραχωρήσει σημαντικά συμφέροντα, δεν αρκεί να αρνηθούμε την ικανότητα επιτυχίας με χαμηλό κόστος. Πρέπει η Τουρκία να στερηθεί εντελώς από την ικανότητα επιτυχίας. Μόλις μειωθεί αποτελεσματικά η πιθανότητα επίτευξης οφελών, τότε οι Τούρκοι, είτε θα προσπαθήσουν να μας επιβάλλουν μια τιμωρία ή θα σκεφτούν τις συνθήκες τερματισμού με καλύτερους όρους.  Επομένως, η Άρνηση εξακολουθεί να είναι μια δύσκολη προσπάθεια.

Ας εξετάσουμε τώρα, τους παράγοντες που επηρεάζουν την αντίσταση ενός έθνους στον εξαναγκασμό. Αυτοί είναι η τρέχουσα εσωτερική πολιτική και τα αιτήματα του εξαναγκαστή. Η εσωτερική πολιτική μπορεί είτε να περιορίσει τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων να συνεχίσουν τη σύγκρουση ή να περιορίσουν την ελευθερία κινήσεων του αντιπάλου. Η εσωτερική πολιτική, ακόμη και η φυσική επιβίωση της κυβέρνησης μπορεί να απειληθεί στο εσωτερικό εάν παραδεχθεί τις απαιτήσεις των εξαναγκαστών. Τρεις επιπλέον πηγές εσωτερικής πίεσης συμβάλλουν στην ορμή να συνεχίσει η πολιτική ηγεσία τις συγκρούσεις. Πρώτον, η δημόσια πίεση συχνά περιορίζει τη λήψη αποφάσεων και αφορά συγκεκριμένους τρόπους δράσης, ειδικά όταν τα εδαφικά ζητήματα συνδέονται με την εθνική ταυτότητα ή τα στρατηγικά συμφέροντα. Δεύτερον, τα πολιτικά κίνητρα και κλυδωνισμοί μπορεί να πιέσουν τους ηγέτες να συνεχίσουν τη διαμάχη. Τρίτον, οι μη στρατιωτικές ελίτ μπορούν να επηρεάζουν τους εθνικούς φορείς λήψης αποφάσεων.

Αυτό που μένει λοιπόν στα έθνη για να αντισταθούν στον εξαναγκασμό είναι να αυξήσουν το κόστος της σύγκρουσης με το κράτος του εξαναγκασμού με την ελπίδα ότι θα μειωθούν οι απαιτήσεις του εξαναγκαστή. Σύμφωνα με τη θεωρία της άρνησης, το πραγματικό κλειδί για την εξάλειψη του εξαναγκασμού, έγκειται στην εκμετάλλευση της στρατιωτικής ισχύος ως μέσο μείωσης της πιέσεως και επιτυγχάνοντας το επιθυμητό όφελος. Δεν είναι απλώς συνάρτηση της σύγκρισης των στρατιωτικών δυνάμεων ή του ΑΕΠ όπως επιδιώκεται από τη θεωρία ισορροπίας δυνάμεων. Περιλαμβάνει λειτουργικά αποτελέσματα που δεν μπορούν να προσδιοριστούν ποσοτικά, όπως και τους πολλαπλασιαστές ισχύος. Ως εκ τούτου, η εθνική στρατηγική ασφαλείας γίνεται πολύ σημαντικό κείμενο. Εξ ορισμού αυτή είναι το μέσο καθορισμού των τρόπων και η ικανότητα διαχείρισης των μέσων που μπορούν να οδηγήσουν στον επιθυμητό σκοπό.

Επίλογος

Η άρνηση στηρίζεται στον επιτυχημένο συμβατικό εξαναγκασμό και εξαρτάται από τη χειραγώγηση της στρατιωτικής ευπάθειας των αντιπάλων. Επιπλέον, η στρατιωτική ευπάθεια έχει σχέση με την πιθανότητα επίτευξης οφέλους. Εάν η στρατιωτική ευπάθεια μπορεί να αυξηθεί, η πιθανότητα επίτευξης των αναμενόμενων οφελών θα κινηθεί προς τα κάτω και το σύνολο των αναμενόμενων οφελών μπορεί να ακυρωθεί θεωρητικά. Μια ενδιαφέρουσα πτυχή της θεωρίας άρνησης είναι η ομοιότητά της με τη στρατηγική επιβολής ωμής βίας. Παρόμοια με την ωμή βία, η άρνηση στοχεύει στο στρατιωτικό τμήμα του αντιπάλου.

Οι ηγέτες πρέπει να είναι σε θέση να διαχειριστούν πλήρως την παραδοσιακή στρατιωτική ισχύ. Δεν είναι σημαντικό, μόνο να νικήσουμε τη στρατηγική του αντιπάλου, η άρνηση πρέπει να αναγκάσει τον αντίπαλο να αντιλαμβάνεται τη στρατηγική του ως ανίσχυρη. Διαφορετικά, δεν θα συνειδητοποιήσει τη ματαιότητα της προσπάθειάς του. Στην πράξη, μια στρατηγική άρνησης μπορεί να φαίνεται ότι έχει μόνο μικρές διαφορές από μια στρατηγική ωμής βίας. Αλλά αυτές οι διαφορές είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών οι οποίες πείθουν έναν αντίπαλο για τη ματαιότητα της στρατιωτικής του στρατηγικής.

 

 


*Ο Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Senior researcher of Strategy International και Member of Institute for National and International Security

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024