29/03/2024

Η Επίλυση Σύγκρουσης ως μέσο στην επίτευξη της Αρχής της Αυτοδιάθεσης ενός Λαού

 

 

 

Γράφει ο Αριστείδης Ρούνης* 

 

Ένα από τα διεθνή ζητήματα, για το οποίο γίνεται λόγος συχνά στους τίτλους επικαιρότητας, αποτελεί η περίφημη έννοια της «σύγκρουσης». Είναι γεγονός ότι πληθώρα συγκρούσεων παρατηρούνται ανά την υφήλιο. Για να διευθετηθούν αυτές οι κατά τόπους ποικίλες διαμάχες, η επιστήμη της «Επίλυσης Συγκρούσεων», είναι το πεδίο αυτό, που παρέχει το ακαδημαϊκό υπόβαθρο, μέσω της ανάπτυξης σχετικών θεωριών. Στο παρόν άρθρο, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην ανάλυση ορισμένων από αυτές τις θεωρίες, με σκοπό την επίτευξη της γνωστής ως «Αρχή της Αυτοδιάθεσης των Λαών». Η θεωρία, που προκρίνεται από τον γράφοντα, και είναι το μοντέλο «ανθρωπίνων αναγκών», εστιάζει στο γεγονός που μια κοινωνική ομάδα στερείται τη θεμελιώδη ανάγκη για τη διαμόρφωση της ταυτότητας της, και ως απόρροια αυτού, παρατηρείται η παρατεταμένη «σύγκρουση». Καταλήγοντας, επισημαίνεται η περίπτωση της περιοχής της Δυτικής Σαχάρας στην Αφρική, προς περαιτέρω υποβοήθηση της τεκμηρίωσης του ζητήματος, καθώς αποτελεί ιδανικό πεδίο εφαρμογής των περισσοτέρων θεωριών της αναφερόμενης επιστήμης.

 

Καθημερινά μέσω του τύπου, ενημερώνεται η διεθνής κοινή γνώμη για διαμάχες, σε διαπροσωπικό, οικογενειακό, εθνικό, περιφερειακό ή διεθνές επίπεδο. Επικεντρώνοντας την προσοχή στο «εθνικό πεδίο διαφωνιών», μπορεί να παρατηρηθεί μια ένταση, λόγω ιδεολογικής ετερότητας, λόγου χάρη μια πολιτική «κόντρα», που δύναται να εξελιχθεί σε ένοπλη σύγκρουση, δηλαδή κρίση με την χρήση στρατιωτικών δυνάμεων. Προς αυτή την κατεύθυνση, «ένα επιστημονικό πεδίο, αυτό της επίλυσης συγκρούσεων, έχει αναπτύξει αριθμό θεωρητικών βλέψεων στη φύση και τις πηγές μιας σύγκρουσης και πώς οι συγκρούσεις δύνανται να επιλυθούν μέσω ειρηνικών μεθόδων για την ίδρυση ανθεκτικών δομών» (Dixit , 2004). Είναι ένας διεπιστημονικός τομέας, όπου η πολιτική επιστήμη συναντά την νομική επιστήμη και την ψυχολογία, με στόχο την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που αποτελεί πρωταρχικό σκοπό του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε), μέσω της μελέτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ένας επιστήμονας με πιστοποιημένη έρευνα επ’ αυτού, ο καθηγητής, κοινωνικός ψυχολόγος επί θεμάτων «Επίλυσης Συγκρούσεων», Morton Deutsch, ασχολήθηκε αρκετά με τον τομέα αυτό. Όπως επισημαίνει, «η σύγκρουση εντός μιας κοινωνίας, μπορεί να επιλυθεί παραγωγικά με τη δημιουργία θεσμών ή τρίτων, που θα ρυθμίζουν τις πιθανές εντάσεις, που θα αναδύονται. (Billig).

 

Όπως προκύπτει από την ανωτέρω θέση, δεν δύνανται οι αντιμαχόμενες πλευρές να συμφωνήσουν σε μια λύση του προβλήματος. Ως εκ τούτου, τρίτοι, όπως για παράδειγμα ο Ο.Η.Ε, κρίνεται κατάλληλο να επέμβουν και να στοχεύσουν στην διελεύκανση της υπόθεσης, μια διαδικασία, που στις περισσότερες συγκρούσεις είναι χρονοβόρα, συνήθως πολυετής. Μια επιπλέον θέση που έχει ιδιαίτερη σημασία και εξηγεί αυτό το τόσο μεγάλο χρονικο διάστημα, που χρειάζεται στην επίλυση μιας δύσκολης κατάστασης, είναι αυτή που διατύπωσε η διεθνολόγος Rhea Mahanta και ειδικότερα ότι «αυτό που οι ακαδημαϊκοί αποκαλούν έλλειψη πολιτικής βούλησης είναι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην επίλυση συγκρούσεων» (Mahanta, 2018). Άρα, απαιτείται χρόνος, καθώς οι εκάστοτε αξιωματούχοι δεν δύνανται να λάβουν άμεσες και καίριες αποφάσεις.

 

Περνώντας στα θεωρητικά μοντέλα της επιστήμης, ένα αξιόλογο μοντέλο, αποτελεί, σύμφωνα με τον έμπειρο ερευνητή Deutsch, το «Μοντέλο Συνεργασίας». Όπως αναφέρει ο καθηγητής, «ένας αριθμός παραγόντων, όπως η φύση της διαμάχης και οι στόχοι που κάθε μέρος επιδιώκει, είναι καθοριστικής σημασίας για τον προσδιορισμό του είδους προσανατολισμού που μια πλευρά θα έφερνε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, στην προσπάθειά της να επιλύσει τη σύγκρουση». Αυτό μπορεί να μεταφραστεί στην ουσία, αν μελετηθεί η «πηγή γέννησης» της διαμάχης και το επακόλουθο συμφέρον που θα χει η κάθε πλευρά απ’ αυτή. Συνεχίζοντας υποστηρίζει ότι «υφίστανται δύο βασικές διαστάσεις στο εσωτερικό αυτού του μοντέλου, και έτσι διαιρείται σε δυο είδη προσανατολισμού: το ανταγωνιστικό και το συνεργατικό μοντέλο».

 

Οπότε είναι σημαντικό να οριοθετηθούν οι δυο αυτές έννοιες. Όσον αφορά την πρώτη υποκατηγορία μοντέλου, η διάθεση της κάθε πλευράς θα στόχευε σε μια ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης και τελικά θα οδηγούσε σε αμοιβαίες επωφελείς επιλογές για διευθέτηση της κρίσης. Είναι η περίπτωση, όπου υφίστανται χρόνιες εχθροπραξίες και έτσι τα δυο «αντίπαλα στρατόπεδα» επιλέγουν την περίφημη «κατάπαυση του πυρός». Σ’ αυτό το σημείο, αναφέρεται ότι δεν είναι σίγουρο, εάν τα συμφέροντα τους ικανοποιούνται, αλλά προφανώς έχουν περισσότερα να κερδίσουν από το να χάσουν, οπότε και επιλέγουν να κινηθούν με βάση αυτό το μοντέλο. Από την άλλη πλευρά, το ανταγωνιστικό υπομοντέλο οδηγεί, όπως είναι πασιφανές σε αποτελέσμα νίκης – ήττας. Η μια πλευρά δηλαδή, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι, αναλόγως της περίπτωσης, μπορεί να απωλέσει εδάφη, να ηττηθεί πολιτικά ή να εκδιωχθεί από μια περιοχή, που την θεωρεί ως πατρίδα της. Η άλλη πλευρά, οι «νικητές», θα απολαμβάνουν τα επινίκεια τους και θα θεωρήσουν ότι οι προσπάθειες τους κατέληξαν στο «μεγάλο στόχο». Αυτή η προσέγγιση, όμως, τείνει στην αύξηση της εχθρότητας και της δυσπιστίας μεταξύ των μερών και θεωρείται γενικά καταστροφική.

 

Το θεωρητικό μοντέλο της επιστήμης, που αξίζει να αναλυθεί, είναι το μοντέλο «Ανθρώπινων Αναγκών», που παραθέτει η Δρ. Διεθνούς πολιτικής, Meha Dixit. Σύμφωνα με τον διπλωμάτη και ακαδημαικό, John Burton, του οποίου το έργο έχει ιδιαίτερη σημασία στον τομέα των ανθρώπινων αναγκών, «μια επαρκής θεωρία συμπεριφοράς απαιτείται για να παρέχει μια βάση στην ανάλυση και την επίλυση μιας σύγκρουσης». Έτσι η «Θεωρία των Αναγκών (Needs Theory)» παρουσιάζεται ως αυτό το θεμέλιο (Burton, Conflict: Human Needs Theory, 1990). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, «όταν ένα άτομο ή μια ομάδα στερείται τη θεμελιώδη ανάγκη του για προσδιορισμό της ταυτότητας του, η παρατεταμένη σύγκρουση είναι αναπόφευκτη». Επιπλέον, τονίζει το δικαίωμα του στην παροχή ασφάλειας, στην αναγνώριση ή ίση συμμετοχή του στην κοινωνία. Για την επίλυση μιας τέτοιας σύγκρουσης, είναι απαραίτητο να εντοπιστούν οι ανάγκες που απειλούνται και στη συνέχεια να αναδιαρθρωθούν οι σχέσεις ή το κοινωνικό σύστημα με τρόπο που να ικανοποιούνται οι ανάγκες όλων των ατόμων και ομάδων.

 

Όσον αφορά τον προσδιορισμό της πηγής των συγκρούσεων, ο Burton τονίζει, «ότι υπάρχει ένα βασικό ερώτημα, που δεν μπορεί κανείς να αποφύγει». Ειδικότερα, διερωτάται, εάν «οι συγκρούσεις εντός της κοινωνίας, οφείλονται στην εγγενή ανθρώπινη επιθετικότητα, ιδιαίτερα στην ανδρική, ή μήπως οφείλονται στην εμφάνιση ακατάλληλων κοινωνικών θεσμών και κανόνων, στους οποίους το άτομο έχει προβλήματα προσαρμογής» (Burton). Εάν η επιθετικότητα είναι το πρόβλημα, τότε οι συγκρούσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται, με τον έλεγχο όσο το δυνατόν περισσότερο από αστυνομικές και αποτρεπτικές στρατηγικές. Η πρόσβαση στην πηγή του προβλήματος, καθίσταται άσχετη, αφού η πηγή είναι γνωστή και δεν μπορεί να τροποποιηθεί. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να γίνουν διορθώσεις των αντιλήψεων και προσαρμογές της προσωπικής συμπεριφοράς σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Απεναντίας, εάν οι κοινωνικές συνθήκες είναι το πρόβλημα, τότε η επίλυση και η πρόληψη των συγκρούσεων θα ήταν δυνατή με την αφαίρεση των πηγών σύγκρουσης: οι θεσμοί και οι κοινωνικοί κανόνες θα προσαρμόζονταν στις ανάγκες των ατόμων.

 

Αφού απαριθμήθηκαν  δυο από τα κυριότερα μοντέλα «επίλυσης συγκρούσεων», είναι σημαντικό να αναφερθεί για ποιο λόγο υφίσταται σε πολλές περιοχές ένα «καθεστώς σύγκρουσης». Και εδώ είναι κατάλληλα ταιριαστή μια βασική αρχή του Διεθνούς Δικαίου, που συνδέεται άρρηκτα με το δικαίωμα μιας οντότητας να είναι «κράτος», «η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών», η οποία ως νομικός κανόνας αναφέρεται για πρώτη φορά στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 1 (παρ. 2) του Καταστατικού Χάρτη του Ο.Η.Ε θέτει ως έναν από τους βασικούς σκοπούς του Οργανισμού την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων «που θα βασίζονται στο σεβασμό της αρχής των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών» (Μπαχούμας, 2017). Η αρχή της αυτοδιάθεσης αφορά αποκλειστικά λαούς (και όχι έθνη) που βρίσκονται: α) είτε σε αποικιακό καθεστώς, ή σε καθεστώς μη-αυτοδιοικούμενων περιοχών, όπως συνέβαινε με τις αποικίες της Αφρικής ή της Νοτιοανατολικής Ασίας.

 

Υπό το πρίσμα του μοντέλου «Ανθρωπίνων Αναγκών», θα ήταν ιδανική η αναφορά μας στη Δυτική Σαχάρα (Western Sahara, αγγλιστί), που θεωρείται «ένα ανοιχτό ζήτημα στον Αραβικό Κόσμο» (Ρούνης, 2020). Η Δυτική Σαχάρα, μια άγνωστη για την Ελλάδα περιοχή, καθώς συναντά κανείς στην εξόδο της Μεσογείου. Ένα μέρος, στο οποίο τα γεγονότα, που διαδραματίζονται καλύπτονται από την σκιά των διεθνούς ενδιαφέροντος εξελίξεων στην Λιβύη, ενταγμένα όμως στον ίδιο επιστημονικό κλάδο, αυτό της «Επίλυσης Συγκρούσεων». Μια πρώην αποικία, όπως και αρκετές χώρες της Αφρικής, καλυμμένη με έρημο και αραιοκατοικημένη. Ευρισκόμενη στην βορειοδυτική πλευρά της ηπείρου, όπου ένα σημαντικό μέρος των κατοίκων της διαβιεί κάτω από το όριο της ένδειας, σε συνθήκες εξαθλίωσης.

 

Αυτή η αμμώδης έκταση όμως, έχει παρελθόν κρίσης και έντασης. Πιο συγκεκριμένα, έχουμε τον οικοδεσπότη, που δεν είναι άλλος από το επαναστατικό κίνημα «Μέτωπο Πολισάριο», το οποίο υπερασπίζεται τους αυτόχθονες πληθυσμούς της περιοχής, τα άτομα της φυλής των Σαχραουί και το Μαροκινό κράτος. Σ’ αυτό το μέρος το κίνημα ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Αραβικής Δημοκρατίας της Σαχάρας (Sahrawi Arab Democratic Republic, στην αγγλική) στις 27 Φεβρουαρίου 1976. Όμως σ’ αυτή την περιοχή, απλώνεται το μεγαλύτερο σε μήκος τείχος του κόσμου, αποτελούμενο από άμμο. Είναι διάσπαρτο με χιλιάδες νάρκες. Έτσι διαχωρίζεται η περιοχή σε δυτικό και ανατολικό μέρος. Το Μαρόκο ελέγχει το δυτικό προς τον Ωκεανό και οι Σαχραουί το ανατολικό. Ως αποτέλεσμα υφίστανται μια διαρκής ένταση. Είναι ένα ακόμα «ανοιχτό ζήτημα» εδαφικής κυριότητας στον Αραβικό κόσμο, μαζί με τα μέτωπα της Λιβύης και της Παλαιστίνης.

 

Καταλήγοντας, οι συγκρούσεις, ήθισται να συγκεντρώνουν την προσοχή της κοινής γνώμης, καθώς το δικαίωμα της «Αυτοδιάθεσης των Λαών», αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην ιστορία ενός λαού. Λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες θεωρητικές προσεγγίσεις, η «Επίλυση Συγκρούσεων» είναι ένας τομέας, που αξίζει κανείς να ασχοληθεί, καθώς χρησιμοποιεί συνδυασμό γνώσεων, προς παραγωγή μεθόδων διευθέτησης των παγκόσμιων κρίσεων.

 

 

 

 

 

*Προπτυχιακός φοιτητής με δημοσιεύσεις άρθρων και σύντομων αναλύσεων θεμάτων που
άπτονται της επικαιρότητας και αφορούν στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης
(Βαλκάνια), της Τουρκίας, της Μέσης Ανατολής, της ΕΕ, καθώς και της Αυστραλίας

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Billig, M. (n.d.). Book Review, The resolution of conflict: Constructive and destructive processes, by Morton Deutsch. University of Birmingham, p.g 413 (Ανακτήθηκε στις 29-06-2020).

Burton, J. W. (1990). Conflict: Human Needs Theory. The Macmillan Press Ltd, p.g xii.

Burton, J. W. (n.d.). Conflict Resolution: The human Dimension. The International Journal of Piece Studies, p.g 1 (30-06-2020).

Dixit , M. (2004). Theories of Conflict Resolution : An Analysis. Institute of Peace and Conflict Studies, p.g 1 (20-10-2004).

Mahanta, R. (2018). Impediments to conflict resolution in Syria. World Mediation Organization, p.g 1 (13-12-2018).

Μπαχούμας, Δ. (2017). Η Αρχή Της Αυτοδιάθεσης Των Λαών Και Ο Δρόμος Προς Την Ανεξαρτησία. Powerpolitics, σελ.1.

Ρούνης, Α. Κ. (2020). Δυτική Σαχάρα: Ένα «ανοιχτό ζήτημα» στον Αραβικό Κόσμο. Lastpoint, σελ.1 (23-01-2020).

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024