29/03/2024

Χορός «νταραβεριτζήδων» γύρω από Ελλάδα και Τουρκία – Τι επιδιώκουν οι μεσολαβητές

Γράφει ο Παναγιώτης Σωτήρης 

 

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι σε ένα κρίσιμο σημείο. Η Τουρκία δείχνει να κλιμακώνει την προσπάθειά της να διεκδικήσει ρόλο περιφερειακής δύναμης και ταυτόχρονα να δείξει ότι στην πράξη κατοχυρώνει τη δική της ερμηνεία του διεθνούς δικαίου ως προς τα όρια της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας της, την ώρα που διατηρεί τη στρατιωτική παρουσία στη Συρία και έχει ενεργό ανάμειξη στη λιβυκή κρίση (και μάλιστα σε μια φάση που δρομολογείται ξανά εκεχειρία). Κομμάτι αυτής της κίνησης και η προσπάθεια να δημιουργήσει τετελεσμένα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο ως προς το δικαίωμά της τώρα να κάνει έρευνες και αργότερα εξορύξεις εντός των ζωνών που θεωρεί ότι της ανήκουν με βάση τη δική της ανάγνωση του διεθνούς δικαίου, που δεν συνάδει με αυτή άλλων χωρώ ή των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων.

Από την άλλη, η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει σαφές ότι επιδιώκει μια διαδικασία διαλόγου ανάμεσα στις δύο χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι η Τουρκία θα σταματήσει τις πρακτικές που παραπέμπουν σε παραβίαση του διεθνούς δικαίου, όπως είναι η πραγματοποίηση σεισμικών ερευνών εντός της ζώνης που η Ελλάδα θεωρεί ανήκει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα με βάση τα κριτήρια του διεθνούς δικαίου. Σε αυτό το πλαίσιο και η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει σαφές ότι θα προσπαθεί να αποτρέπει αυτή την πραγματοποίηση σεισμικών ερευνών.

Είχε προηγηθεί το προηγούμενο διάστημα η συμφωνία της Τουρκίας με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης στη Λιβύη για την αμοιβαία οριοθέτηση ΑΟΖ με βάση την τουρκική ανάγνωση του διεθνούς δικαίου που υποστηρίζει ότι τα νησιά δεν διαθέτουν αυτοτελή ΑΟΖ.

Όμως, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι έχουμε να κάνουμε απλώς με ένα διμερές θέμα. Στις σχέσεις των δύο χωρών εμπλέκονται και άλλες δυνάμεις. Είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ, που πάντα διεκδικούν να έχουν λόγο για εξελίξεις, ιδίως όταν αυτές αφορούν δύο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, είτε χώρες που διεκδικούν να αναβαθμιστούν ως προς τη διαχείριση αντιθέσεων όπως είναι η Γερμανία, είτε χώρες που παραδοσιακά θεωρούν ότι έχουν διεθνή ρόλο όπως η Γαλλία, είτε χώρες που εμπλέκονται στο κουβάρι των περιφερειακών αντιθέσεων στην περιοχή, όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

ΗΠΑ και Γερμανία σε όλο μεσολαβητή

Η επίσκεψη του γερμανού ΥΠΕΞ σε Αθήνα και εν συνεχεία Άγκυρα, ήλθε να υπενθυμίσει ότι το τελευταίο διάστημα η Γερμανία διεκδικεί να έχει έναν αναβαθμισμένο ρόλο μεσολαβητή σε διεθνείς κρίσεις. Προβάλλοντας το γεγονός ότι εκπροσωπεί την ΕΕ και ταυτόχρονα δεν έχει ένα πρόσφατο παρελθόν παρεμβάσεων σε διακρατικές αντιθέσεις, διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο. Το έχει ήδη δείξει ήδη στη λιβυκή κρίση όπου η βασική διεθνής διαδικασία έλαβε χώρα στο Βερολίνο, αν και ως προς την τρέχουσα εκεχειρία μάλλον υπήρξε μια πιο πολυμερής παρασκηνιακή διαδικασία, με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία να εκμεταλλεύονται ότι συνομιλούν με δυνάμεις που πρόσκεινται και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.

Η Γερμανία ως προς τα ελληνοτουρκικά θεωρεί ότι μπορεί να βοηθήσει να υπάρξει ένα σημείο ισορροπίας. Και αυτό γιατί είναι μια δύναμη που παραδοσιακά έχει προσπαθήσει να διατηρήσει καλές σχέσεις με την Τουρκία, θεωρώντας ότι οι οικονομικές σχέσεις της ΕΕ με την Τουρκία, η προσφυγική κρίση και η παρουσία σημαντικού αριθμού Τούρκων μεταναστών επιβάλλουν την αποφυγή ρήξης. Την ίδια στιγμή θεωρεί ότι μπορεί να προσφέρει στην Ελλάδα τα εχέγγυα μιας μεσολάβησης που δεν θα είναι εχθρική απέναντι στα ελληνικά συμφέροντα, εφόσον εκπροσωπεί το «ευρωπαϊκό κεκτημένο». 

 

Σε όλα αυτά φαίνεται να προστίθεται και μια ιδιαίτερη ανησυχία για το ποιες επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει μια όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ή ακόμη χειρότερα ένα «θερμό επεισόδιο».

Γι’ αυτό το λόγο και η γερμανική κατεύθυνση τείνει προς τη λογική της «αποφυγής μονομερών ενεργειών» ως πρώτο βήμα για το διάλογο. Δηλαδή, οι δύο χώρες να απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια στις διαφιλονικούμενες περιοχές. Για τη γερμανική διπλωματία αυτή η ευκαιρία υπήρξε όταν η Τουρκία φάνηκε να αποδέχεται ένα τέτοιο «μορατόριουμ», αλλά χάθηκε όταν προχώρησε η Ελλάδα στην υπογραφή μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο.

Η γερμανική αντίληψη διαφέρει από την αμερικανική. Η αμερικανική παρέμβαση, τουλάχιστον στο επίπεδο των επιλογών που δείχνει να κάνει ο αμερικανός Πρόεδρος αλλά και κυρίως ο αμερικανός ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο τείνει περισσότερο στη λογική της διαχείρισης ισορροπιών. Ειδικά η κυβέρνηση Τραμπ – σε αντίθεση με άλλα κέντρα του αμερικανικού πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου – δεν επιθυμούν μια ρήξη της Τουρκίας με τη Δύση. Την ίδια στιγμή πρέπει να λάβουν υπόψη άλλες πλευρές των συμμαχιών τους, για παράδειγμα τις σχέσεις με χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Με έναν τρόπο αυτή η προσπάθεια ισορροπιών φαίνεται και ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την αμερικανική παρέμβαση υπέρ της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας.

Η επίσκεψη Χάας σηματοδότησε μια επιθετική επιστροφή της Γερμανίας σε πρωτοβουλίες μεσολάβησης, κάτι που αποτυπώνει πιθανώς και αυξημένη ανησυχία του Βερολίνου για τυχόν κλιμάκωση της έντασης. Βέβαια, η ισορροπία δεν είναι εύκολη, όχι μόνο γιατί η Γερμανία δεν έχει καταφέρει να δείξει γιατί θα πετύχει ως προς τη μεσολάβησή της, αλλά γιατί είναι άλλο πράγμα η διαπραγμάτευση εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλο μια διμερής σύγκρουση, με μεγάλο ιστορικό βάθος και στόλους παραταγμένους στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Ο ρόλος άλλων δυνάμεων

Ωστόσο, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις παρεμβαίνουν και άλλες δυνάμεις. Καταρχάς υπάρχει η Γαλλία που διεκδικεί να υπερασπιστεί το ρόλο μιας δύναμης που μπορεί να παρεμβαίνει εκτός συνόρων και συνάμα να περιορίσει τις φιλοδοξίες άλλων δυνάμεων, εν προκειμένω της Τουρκίας, θεωρώντας, εκτός των άλλων, ότι αυτό θα διευκολύνει και τις πωλήσεις στρατιωτικού εξοπλισμού. Όμως, την ίδια στιγμή η Γαλλία δεν δείχνει πέραν τέτοιων παρεμβάσεων ή και προβολών ισχύος στην περιοχή (ας μην ξεχνάμε ότι πάντα υπενθυμίζει ότι είναι πλέον η μόνη χώρα-μέλος της ΕΕ που είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και διαθέτει αποτρεπτική πυρηνική ισχύ), να θέλει να αναλάβει ένα συνολικότερο ρόλο διαμεσολάβησης.

Άλλες πάλι χώρες έχουν ένα ενδιαφέρον για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις (και εντάσεις) ακριβώς γιατί εμπλέκονται σε περιφερειακές αντιπαραθέσεις με την Τουρκία ή γιατί επιδιώκουν έναν διαφορετικό συσχετισμό στην ευρύτερη περιοχή. Με αυτή την έννοια, είναι σαφές ότι χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κυρίως κινούνται όχι από κάποια διάθεση υποστήριξης των ελληνικών θέσεων, όσο στο πλαίσιο των τρεχουσών αντιπαραθέσεών τους με την Τουρκία ως προς την όλη συνθήκη στην ευρύτερη περιοχής της Μέσης Ανατολής. Μόνο που αυτό ορίζει τόσο τη δυναμική όσο και το όριο της παρέμβασής τους. Τυχόν αποκατάσταση μιας άλλης ισορροπίας σε σχέση με την Τουρκία θα οδηγούσε και σε δική τους αλλαγή στάσης, ακόμη και εάν τώρα δείχνουν να προκρίνουν μια προσπάθεια να περιοριστεί η τουρκική «αλαζονεία».

Το ρωσικό ερωτηματικό

Από την όλη συζήτηση απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό οι αναφορές στη Ρωσία. Και αυτό παρότι η Ρωσία όχι μόνο παραμένει μια χώρα με ισχυρή παρουσία στην περιοχή – ενδεικτικό ότι ήταν τελικά αυτή που διαμόρφωσε το συσχετισμό στη συριακή σύγκρουση –, που είναι μια χώρα από την οποία η Τουρκία εξαρτάται σε κρίσιμα πεδία (για παράδειγμα ως προς τις τωρινές ισορροπίες στη Συρία) και η οποία είχε παραδοσιακά καλές σχέσεις με διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις.

Όμως, παρότι η Ρωσία θα μπορούσε να είναι μια δύναμη που θα μπορούσε να πιέσει την Τουρκία και ως προς πλευρές των ελληνοτουρκικών σχέσεων, εντούτοις τόσο η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση όσο και η τρέχουσα εκτίμησαν ότι στη σημερινή συγκυρία ενός ακήρυκτου «Νέου Ψυχρού Πολέμου», μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να οδηγούσε σε προστριβές με τις ΗΠΑ.

Οι χειρισμοί των μεσολαβητών και τα όρια των συμμαχιών

Τα στοιχεία αυτά ορίζουν και τη δυσκολία για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Από τη μια, υπάρχει η επιδίωξη κάθε δυνατότητας αυτή τη στιγμή να υπάρξει μια ανακοπή των τουρκικών κινήσεων και της λογικής των τετελεσμένων, ιδίως όταν υπάρχει πάντα και ο κίνδυνος του «θερμού επεισοδίου», ως αναγκαία συνθήκη για να μπορέσει να υπάρξει οποιαδήποτε δυνατότητα διαλόγου.

Από την άλλη υπάρχει η επίγνωση (ή τουλάχιστον θα πρέπει να υπάρχει) για τα όρια και τις αντιφατικές επιδιώξεις των διαφόρων δυνάμεων που παρεμβαίνουν σε αυτή την αντιπαράθεση, στοιχείο που κάνει αυτές τις παρεμβάσεις να έχουν και ένα στοιχείο επισφάλειας, ιδίως σε εκείνα τα νήματά τους που παραπέμπουν περισσότερο στη διαχείριση μιας κρίσης και των παράπλευρων αποτελεσμάτων της παρά στην επίλυση της διμερούς διαφοράς.

Την ίδια στιγμή οποιαδήποτε προσπάθεια απλής απευθείας διαπραγμάτευσης άνευ «μεσολαβητών» καλείται να αναμετρηθεί όχι μόνο με τον τρόπο που η Τουρκία ενίοτε δείχνει να επιδιώκει το ξαναγράψιμο των «κανόνων του παιχνιδιού», αλλά και μια συγκυρία όπου αποτυπώνεται ένας άνισος συσχετισμός πραγματικής ισχύος, ακόμη εάν συχνά δεν ομολογείται.

Ανάμεσα στη δυσκολία της διμερούς διαπραγμάτευσης (ιδίως εάν αναλογιστούμε και τις παραδοσιακές εσωτερικές αντιπολιτευτικές πρακτικές) και την ασάφεια ως προς τον ορίζοντα των κάθε λογής «μεσολαβήσεων», η ελληνική εξωτερική πολιτική καλείται να βρει μια λεπτή και δύσκολη ισορροπία ακόμη και εάν περιορίσει τη στοχοθεσία της στο να κερδίσει κρίσιμο χώρο.

 

πηγή:in.gr 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024