20/04/2024

Δώρα εξ ανατολών;

του Παναγιώτη Ροϊλού

Η έξαρση της ισλαμιστικής εθνικιστικής ιδεολογίας που προωθούν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και οι οπαδοί του δεν είναι κάτι που θα έπρεπε να εκπλήσσει όσους γνωρίζουν και μπορούν – βγαίνοντας από τα περιχαρακώματα της επικρατούσας, σε διάφορους και διαφορετικών πολιτικών αποχρώσεων κύκλους, «νεογιάπικης» προσέγγισης των πραγμάτων (μίας προσέγγισης, δηλαδή, η οποία στηρίζεται σε δήθεν εκ των έσω γνώση των παγκόσμιων τεκταινομένων χάρη σε επαφές με πραγματικά ή υποτιθέμενα διεθνή κέντρα λήψης αποφάσεων, και η οποία εν πολλοίς συνοδεύεται από μία αλαζονική αδιαφορία για την εις βάθος γνώση και διερεύνηση αυτών που διαδραματίζονται δίπλα μας) – να αναλύουν την εργαλειοποίηση συμβόλων και της ιστορίας σε συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτισμικά περικείμενα. Η επιλεκτική συγγραφή/αφήγηση της ιστορίας και του πολιτισμού είναι συνήθης πρακτική σχεδόν κάθε τύπου εθνικισμού σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, κατά καιρούς και της Ελλάδας και των γειτόνων της μη εξαιρουμένων. Ως προς την Τουρκία, εν προκειμένω, αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι ήδη ο ταγός της εκσυγχρονιστικής της πορείας και νυν αποδιοπομπαίος τράγος του ερντογανικού ισλαμισμού, ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, είχε εφαρμόσει ένα προπαγανδιστικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα που προωθούσε την ιδέα ότι οι Τούρκοι ήταν απόγονοι των Χετταίων, από τη γλώσσα των οποίων μάλιστα προήλθε η ελληνική, και, ως εκ τούτου, αυτοί ήταν οι ιστορικά νόμιμοι κληρονόμοι της Μικράς Ασίας, ενώ τα ελληνικά είναι παρακλάδι των αρχαίων τουρκικών/χεττιτικών.

Ο εθνικιστικός παροξυσμός του Ερντογάν αποσκοπεί στην επανεφεύρεση της ιστορίας και την επιδίωξη μίας νεομεσαιωνικής, ιμπεριαλιστικής ουτοπίας. Εχει, με άλλα λόγια, πολλά χαρακτηριστικά ενός πολιτικοθρησκευτικού μεσσιανισμού, που τον καθιστούν ιδιαίτερα επικίνδυνο, καθώς χειραγωγεί τις συνειδήσεις και τα οράματα των νεότερων γενεών των πολιτών του, φιμώνοντας παράλληλα κάθε αντίθετη φωνή και στέλνοντας στη φυλακή ή στην ανεργία αντιφρονούντες, διανοούμενους και άλλους. Το μείζον πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι η ηγεσία του Ερντογάν: είναι το ότι έχει βάλει πολύ ψηλά τον εθνικιστικό «πήχη» και για όποιον τυχόν διάδοχό του στην εξουσία. Εχει, με άλλα λόγια, γκριζάρει το τοπίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων για το μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον μέλλον. Ως προς τις σχέσεις τους με την λεγόμενη Δύση, στο φαντασιακό της «σχισμογενετικής» αυτοσυνειδησίας των τούρκων εθνικιστών η Ελλάδα ανέκαθεν αποτελούσε το ιστορικό, πολιτισμικό και γεωπολιτικό αντίπαλο δέος. Χρησιμοποιώ εδώ την έννοια της «σχισμογένεσης» όπως τον εισήγαγε ο ανθρωπολόγος Gregory Bateson στην κλασική μελέτη του Naven: A Survey of the Problems suggested by a Composite Picture of the Culture of a New Guinea Tribe drawn from Three Points of View, για να περιγράψει την εδραίωση διαφοροποιητικών συμπεριφορών και ταυτοτήτων στις σχέσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Αν για το δυτικοευρωπαϊκό φαντασιακό η Ελλάδα βρίσκεται στο παρα-περιθώριο της Ευρώπης, όπως έχω ισχυρισθεί αλλού, η Τουρκία κείται πέραν και αυτού. Η Ελλάδα αποτελεί, λοιπόν, ένα «σκάνδαλον» για τους τούρκους εθνικιστές, όπως έγραφα πριν από λίγες εβδομάδες εδώ, αφού προηγείται της Τουρκίας στην κρατούσα, στο δυτικοευρωπαϊκό φαντασιακό, αξιακή και ιδεολογική (όχι απαραίτητα και γεωπολιτική) κλίμακα. Το μαρτυρεί η ρητορική τους για την Ελλάδα σαν το δήθεν κακομαθημένο παιδί της Ευρώπης. Η λειτουργία της Ελλάδας ως «σκανδάλου» για τον τουρκικό εθνικισμό στην παρούσα φάση συμπυκνώνεται μετωνυμικά στα λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα του Καστελλόριζου, τα οποία, καθ’ ομολογίαν του τούρκου προέδρου, σκανδαλωδώς παρεμβάλλονται ανάμεσα στη χώρα του και την εξόρμησή της προς το ισλαμιστικό νεομεσαιωνικό της μέλλον.

Ωστόσο, πέρα από τους άμεσους κινδύνους που συνεπάγεται για την ελληνική επικράτεια, ο νεομεσαιωνικός ισλαμισμός της σημερινής τουρκικής κυβέρνησης προσφέρει σπουδαία δώρα στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, η αποβολή του προσωπείου του εκκοσμικευτικού περιφερειακού παράγοντα αφήνει έκθετη στην κρίση της παγκόσμιας κοινότητας την πραγματική της ταυτότητα: μίας αυταρχικής, νεομεσαιωνικού προσανατολισμού δύναμης που, επιδιδόμενη στην καταστρατήγηση του διεθνούς δικαίου στο εξωτερικό και των ανθρώπινων δικαιωμάτων στο εσωτερικό, τείνει να υπονομεύσει ανεπανόρθωτα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Πρόκειται για αξιακό, ιδεολογικό και ηθικό μειονέκτημα που, αν και όχι απαραίτητα αποφασιστικής σημασίας στη σκακιέρα της γεωπολιτικής Realpolitik, η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιεί κατάλληλα και σταθερά στα διάφορα διεθνή φόρα, ειδικά στην ΕΕ, που δεν κουράζεται να διακηρύττει ότι κόπτεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Επίσης, η Ελλάδα νομιμοποιείται πολιτικά και διπλωματικά να αντιπροβάλλει στις εκφοβιστικές στρατηγικές της Τουρκίας (βλ. π.χ. την εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού και της ανθρωπιστικής κρίσης, την υπόθαλψη τρομοκρατικών πρακτικών κ.λπ.) τουλάχιστον το δικαίωμά της για βέτο σε όποιες αποφάσεις κυρίως της ΕΕ αλλά και του αφερέγγυου ΝΑΤΟ ευνοούν τις επιλογές και αξιώσεις της παρούσας τουρκικής κυβέρνησης.

Τέλος, η απομάγευση από το όραμα μίας κοσμικής και προσανατολισμένης προς την Ευρώπη Τουρκίας και η συμπαρομαρτούσα σχισμογενής αντιπαράθεσή της με την Ελλάδα, μπορεί ή μάλλον πρέπει να ιδωθεί από τους ιθύνοντες ως ευκαιρία διάγνωσης και θεραπείας των χρόνιων παθογενειών της ίδιας της Ελλάδας σε διάφορους χώρους που την καθιστούν (οικονομικά, δημογραφικά, κοινωνικά, πολιτιστικά) ευάλωτη και να εξετάσει αν, αντί της συμμετοχής της σε μία δυνάμει πολλαπλά (οικονομικά, γεωπολιτικά, περιβαλλονικά κ.ά.) προβληματική ενεργειακή διελκυστίνδα, συμφέρει την ίδια και την ευρύτερη περιοχή να γίνει πρωτοπόρος στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Προτεραιότητα σε ένα τέτοιο ολιστικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης πρέπει να δοθεί 1) στην ανάσχεση της μαζικής εξόδου στο εξωτερικό ενός μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού της χώρας, κατά κύριο λόγο ανθρώπων με αξιόλογα προσόντα σε διάφορους (όχι μόνο σε τεχνοκρατικούς) τομείς – φαινόμενο γνωστό στα νεοαποικιακοελληνικά ως «brain drain»· 2) στη συστηματική κοινωνικοοικονομική ανασυγκρότηση της λεγόμενης ελληνικής περιφέρειας, που, από το 1950 περίπου και με τελειωτικό κτύπημα την εν πολλοίς καταστροφική αναδιοργάνωση των επαρχιακών δήμων ελέω του λεγόμενου «Καλλικράτη», έχει αφεθεί στη μοίρα της, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων. Εδώ έμφαση πρέπει να δοθεί στις απομονωμένες περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας και βεβαίως και στη Θράκη. Ειδικά όσον αφορά στα νησιά, όπου οι συνθήκες επικοινωνίας με άλλες περιοχές είναι εκ των πραγμάτων δύσκολη, δεν πρέπει ποτέ ούτε ένας μαθητής να μείνει χωρίς δασκάλους και ούτε ένας κάτοικος χωρίς ιατρική περίθαλψη. Διαφορετικά, η τελική πληθυσμιακή αποψίλωση και βραχονησιδοποίηση πολλών μικρών νησιών θα επέλθει με μαθηματική ακρίβεια, αλλά και χωρίς άλλοθι, πια, για τους κατά καιρούς ιθύνοντες, που διακηρύττουν ότι θέλουν να αποφύγουν περαιτέρω μελανές κουκκίδες σε ένα ήδη de facto γκριζαρισμένο τοπίο.

Επιμύθιο; Φοβού τους γείτονας δώρα ου φέροντας.

*Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Ελληνικών Σπουδών, κάτοχος της Εδρας Γ. Σεφέρη, επιστημονικός εταίρος στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων Weatherhead, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ

 

Πηγή: IN.GR 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024