25/04/2024

Η κλιμάκωση της βίας μεταξύ Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν δημιουργεί κίνδυνο για την ισχύ των ΗΠΑ

epa08700768 Volunteers of Armenian Revolutionary Federation gather to leave for Artsakh (Nagorny-Karabah region), where martial law has been declared near Aram Manukyan?s statue in Yerevan, Armenia, 27 September 2020. According to media reports, Armenia has imposed martial law and total military mobilisation after clashes have erupted in the territorial conflict between Armenia and Azerbaijan in Nagorno-Karabakh Republic, with both sides reporting civilian deaths after shelling, artillery and air attacks along the front. EPA-EFE/MELIK BAGHDASARYAN

Η συμμετοχή της Τουρκίας, η εγγύτητα του Ιράν, ο αινιγματικός ρόλος της Ρωσίας και η παρουσία μεγάλων αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου στην περιοχή μπορούν γρήγορα να μετατρέψουν τη νέα βία μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν σε διεθνή πονοκέφαλο.

 

του Thomas de Waal
Carnegie Europe 

Περισσότερο από δύο δεκαετίες αφότου υπεγράφη, η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που κράτησε την ηρεμία σε μια από τις μακροβιότερες συγκρούσεις στην Ευρώπη, έχει καταρρεύσει.

Η βία που ξέσπασε την Κυριακή μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν για την αποσχισθείσα περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, φαίνεται να είναι η πιο σοβαρή σύγκρουση από το 1994 που επιβλήθηκε κατάπαυση πυρός με τη μεσολάβηση της Ρωσίας.

Και οι μάχες στην περιοχή –που τώρα κατοικείται αποκλειστικά από Αρμένιους αλλά επισήμως θεωρείται τμήμα του Αζερμπαϊτζάν- ίσως μόλις να έχουν αρχίσει.

Δύο νέοι παράγοντες καθιστούν το ρίσκο περαιτέρω κλιμάκωσης και μαζικής καταστροφής εξαιρετικά υψηλό.

Ο πρώτος είναι ότι η Τουρκία του Recep Tayyip Erdogan –μια μεγάλη δύναμη και πάλι μέλος του μοναδικού διεθνούς οργανισμού μεσολάβησης στη σύγκρουση, της ομάδας του Μινσκ- έχει ανοιχτά υποστηρίξει το Αζερμπαϊτζάν και χαρακτήρισε την Αρμενία ως “τη μεγαλύτερη απειλή στην ειρήνη και ηρεμία στην περιοχή”.

Ενώ η Τουρκία ανέκαθεν έδινε πολιτική στήριξη στην αδελφή χώρα Αζερμπαϊτζχάν, η Άγκυρα είχε λειτουργήσει προηγουμένως ως μια περιοριστική επιρροή στο Μπακού, ζητώντας μια ειρηνική διευθέτηση της σύγκρουσης.

Εκείνες οι ημέρες φαίνεται τώρα να τελειώνουν, σπάζοντας την γεωπολιτική ισορροπία που έχει επικρατήσει γύρω από τη σύγκρουση μέχρι στιγμής.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι ότι οι ΗΠΑ είναι ασυνήθιστα αποδεσμευμένες.

Από το 1997, η Ουάσιγκτον ήταν μία από τις τρεις συν-προεδρεύουσες χώρες της ομάδας διαμεσολάβησης Μινσκ, μαζί με τη Γαλλία και τη  Ρωσία. Το 2001, σε πια αποφασιστικούς καιρούς, οι ΗΠΑ προσκάλεσαν τους προέδρους της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν στη Φλόριντα, για μια μεγάλη συνάντηση υπό τη διαμεσολάβηση των ΗΠΑ, που για λίγο φάνηκε να δίνει λύση στη σύγκρουση.

Ωστόσο, μετά από τη βία που ξέσπασε την Κυριακή, η Ουάσιγκτον ήταν ο τελευταίος μεγάλος διεθνής παράγοντας που εξέδωσε μια ανακοίνωση, υποδηλώνοντας μια υπαναχώρηση από το ενδιαφέρον για την περιοχή. Αποτελεί αναμφισβήτητα μια ένδειξη ότι ο πρόεδρος Trump –χορηγός του ακόμη μη ολοκληρωμένου Trump Tower στο Μπακού- βλέπει την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν μόνο μέσω μιας επιχειρηματικής προοπτικής.

Η αναζωπύρωση αυτή μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως σύμπτωμα ενός κόσμου στον οποίο οι ΗΠΑ δεν ενεργούν πλέον για να εξουδετερώσουν τις περιφερειακές συγκρούσεις. Εξάλλου, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ είναι η τρίτη ζώνη σύγκρουσης στην οποία η Τουρκία αντιμετωπίζει τη Ρωσία, μετά τη Συρία και τη Λιβύη.

Σε ό,τι αφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είχε ποτέ κάποιον ρόλο σε αυτή τη σύγκρουση, σε αντίθεση με τα Βαλκάνια. Όταν ξεκίνησε η σύγκρουση στη δεκαετία του 1990, η ΕΕ δεν είχε προσδοκίες για έναν γεωπολιτικό ρόλο που έχει τώρα. Από το 1997, η Γαλλία ήταν ο τρίτος διαμεσολαβητής, αλλά παρά τις περιοδικές παρεμβάσεις από Γάλλους προέδρους, δεν έχει διατηρήσει το ενδιαφέρον της για την επίλυση της σύγκρουσης.

Όλα αυτά έχουν καταλήξει σε πολλές διεθνείς δυνατότητες που δεν έχουν ενεργοποιηθεί. Έχουν περάσει χρόνια με αποτυχημένη διπλωματική δραστηριότητα: συζητήσεις για τη διατύπωση ενός προσχέδιου εγγράφουν που χρονολογείται πίσω στο 2006 ή σχετικά με το πόσοι επόπτες της ομάδας του Μινσκ θα πρέπει να βρίσκονται επί τόπου.

Τα μεγάλα ζητήματα –πώς θα επιλυθεί το πολιτικό στάτους ή ποιος μπορεί να πειστεί να απασχοληθεί σε μια ειρηνευτική δύναμη για να διασφαλίσει για παράδειγμα ότι οι δύο πλευρές θα αποδεσμευθούν- έχουν αποφευχθεί ή έχουν αφεθεί στους Ρώσους διπλωμάτες.

Όσο και να γκρινιάζουν για την μακρινή αυτή σύγκρουση στους λόφους του Καυκάσου, με το όνομα που δεν μπορεί κανείς να προφέρει, οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί τελικά δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να ασχοληθούν πιο σοβαρά με αυτή. Η εμπλοκή της Τουρκίας, η εγγύτητα με το Ιράν, ο αινιγματικός ρόλος της Ρωσίας, η παρουσία μεγάλων αγωγών πετρελαίου και αερίου, όλα αυτά την καθιστούν μια περιοχή όπου μια τοπική φλόγα μπορεί γρήγορα να μετατραπεί σε διεθνή πονοκέφαλο.

Υπάρχει επίσης και μια ανθρωπιστική επιταγή. Την τελευταία φορά που υπήρξε ένας ανοιχτός πόλεμος στην περιοχή, σκοτώθηκαν περίπου 20.000 άνθρωποι και περισσότεροι από 1 εκατ. αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. και οι δύο χώρες έχουν προχωρήσει σε μια φοβερή στρατιωτικοποιήση από τη στιγμή που σταμάτησαν οι μάχες, αγοράζοντας βαρύ οπλισμό, επιθετικά αεροσκάφη, drones και πυραύλους μεγάλης εμβέλειας, καθώς δεν υπήρξε ποτέ ανακωχή στην επιθετική ρητορική που προκάλεσε φόβο και στις δύο πλευρές.

Είναι απαράδεκτο ότι μια παρόμοια καταστροφή μπορεί να συμβεί ξανά σε δύο χώρες στης Ευρώπης.

Το 1992, η προσφάτως δημιουργηθείσα ομάδα του Μινσκ, ζήτησε διεθνή διάσκεψη για την επίλυση της σύγκρουσης, κάτι το οποίο δεν συνέβη ποτέ. Είναι ώρα να συγκληθεί αυτό το συμβούλιο.

 


Σημείωση: Το κείμενο αρχικά δημοσιεύθηκε στο Politico

 

 

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024