28/03/2024

Crash test για την Ευρώπη οι ιταλικές εκλογές

 

Του Κώστα Ράπτη

Πρόκειται για ένα μυστήριο εξόχως ιταλικό. Το πώς δηλαδή η συμμαχία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι με την τελευταία εναπομείνασα αντιευρωπαϊκή φωνή στην ιταλική πολιτική ζωή θεωρείται ότι αποτελεί το καλύτερο διαθέσιμο ανάχωμα στον ευρωσκεπτικισμό που έχει κυριεύσει την κοινωνία της Ιταλίας.

Το μυστήριο εξηγείται μόνο εν μέρει από την αποδεδειγμένη δεξιότητα του “Καβαλιέρε” στους τακτικισμούς – αν και ασφαλώς δεν είναι λίγο το ότι στα 81 χρόνια του ο ιδρυτής της Φόρτσα Ιτάλια ετοιμάζεται να αναδειχθεί σε ρυθμιστή της “επόμενης μέρας”, σχεδόν επτά χρόνια μετά την έξωσή του από την εξουσία με τη σύμπραξη Βρυξελλών, Βερολίνου, Παρισιού και Φρανκφούρτης.

Αποδοκιμασία του Ρέντσι

Στην πραγματικότητα, περισσότερο και από νίκη του Μπερλουσκόνι, οι σημερινές βουλευτικές εκλογές της Ιταλίας αναμένεται να αποτελέσουν ήττα της Κεντροαριστεράς και προσωπικά του πρώην πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, ο οποίος έχει αναδειχθεί σε κατεξοχήν αποδέκτη της λαϊκής δυσφορίας και βλέπει το Δημοκρατικό Κόμμα (διασπασμένο, μετά την αποχώρηση όσων συγκρότησαν το αριστερό ψηφοδέλτιο “Ελεύθεροι και Ίσοι”) να υποχωρεί από δημοσκόπηση σε δημοσκόπηση μέχρι και την τελευταία στιγμή.

Ο ηγέτης της Κεντροαριστεράς, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία ως αλεξιπτωτιστής και ουδέποτε ανέκαμψε πραγματικά μετά το κάζο του συνταγματικού δημοψηφίσματος του Δεκεμβρίου 2016, χρεώνεται τόσο το αλαζονικό πολιτικό του στυλ όσο και την αθέτηση των υποσχέσεών του για λιγότερη ευνοιοκρατία και διαφθορά στη δημόσια ζωή. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τη διαρκή οικονομική καχεξία της Ιταλίας απειλούν με “πασοκοποίηση”, καθυστερημένη αλλά αναπόδραστη, το κόμμα που μέχρι και τις ευρωεκλογές του 2014 (οπότε απέσπασε το 41%) θεωρούνταν το success story της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Σενάρια μεγάλου συνασπισμού

Και όμως: αυτός ακριβώς ο Ρέντσι πιθανότατα θα διασωθεί πολιτικά από τον φερόμενο ως μεγαλύτερο πολιτικό του αντίπαλο, καθώς το “δεξί φλας” που άναψε ο Μπερλουσκόνι, συνεργαζόμενος προεκλογικά με ακραίες δυνάμεις όπως η Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και οι Fratelli d’ Italia της Τζόρτζια Μελόνι, ενδεχομένως να μην προαναγγέλλει παρά μία “κεντρώα στροφή”, με τη συγκρότηση μεγάλου συνασπισμού ανάμεσα στη Φόρτσα Ιτάλια και το Δημοκρατικό Κόμμα, εν μέσω ενός κατακερματισμένου κοινοβουλευτικού τοπίου. Οι δύο ηγέτες έχουν παλαιόθεν πολλούς διαύλους επικοινωνίας και ο νεολογισμός “Ρεντσουσκόνι” γνωρίζει τελευταία μεγάλη διάδοση.

Μια άλλη εκδοχή, που κυκλοφορεί ευρέως, είναι η συνέχιση του βίου της κυβέρνησης Τζεντιλόνι ή η συγκρότηση κυβέρνησης τεχνοκρατών. Όμως η μειωμένη πολιτική νομιμοποίηση τέτοιων σεναρίων είναι προφανής.

Όλα αυτά θα εξαρτηθούν καταρχήν από το αν η δεξιά συμμαχία που συγκρότησε ο Μπερλουσκόνι και εμφανίζεται να κατακτά την πρωτιά, θα καταφέρει, πράγμα αμφίβολο, να συγκεντρώσει ποσοστό περί το 40% και μαζί με αυτό την αυτοδυναμία και στα δύο κοινοβουλευτικά σώματα. (Σε επίπεδο μεμονωμένων κομμάτων πρώτο αναμένεται να αναδειχθεί το Κίνημα Πέντε Αστέρων).

Ο Σαλβίνι επιμένει

Οι παγίδες είναι πολλές – και δεν εξαντλούνται σε όσες επιφυλάσσει ο αφάνταστα περίπλοκος εκλογικός νόμος. Η ίδια η φύση της σύμπραξης Μπερλουσκόνι-Σαλβίνι έχει αλλάξει, καθώς η Λέγκα δεν είναι πλέον μόνον “του Βορρά” ούτε αποτελεί τον ελάσσονα εταίρο, καθώς τα ποσοστά της πλησιάζουν αυτά της Φόρτσα Ιτάλια. Αν τυχόν η Λέγκα προπορευτεί θα έχει κάθε δικαίωμα να διεκδικήσει την πρωθυπουργία.

Θα πρόκειται για σενάριο εφιαλτικό για τις Βρυξέλλες, που έχουν επικεντρώσει όλη τους την προσοχή στην αποτροπή του κινδύνου που θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει το Κίνημα Πέντε Αστέρων και έχουν καθησυχαστεί στη σκέψη ότι αυτός που θα προτείνει ο Μπερλουσκόνι για πρωθυπουργό (καθώς ο ίδιος στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα με απόφαση του 2013 που έχει προσβληθεί στο Δικαστήριο του Στρασβούργου) θα είναι ο νυν πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Αντόνιο Ταγιάνι.

Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι μόνο ο Σαλβίνι και η Μελόνι έχουν απομείνει να κινούνται εκτός ευρωπαϊκής γραμμής: ο πρώτος αμφισβητώντας την αναγκαιότητα παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη και η δεύτερη με το να επισκέπτεται τη νέα “Μέκκα” του δεξιού λαϊκισμού, την Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν.

Μετατόπιση της συζήτησης

Αντίθετα, το φερόμενο ως αντισυστημικό Κίνημα Πέντε Αστέρων, με αρχηγό πλέον τον νεότατο Λουίτζι ντι Μάιο, έχει εγκαταλείψει τις κορώνες περί δημοψηφίσματος και θέτει εκτός συζήτησης την έξοδο από το ευρώ. Επιπλέον, οι οποίες φιλοδοξίες του κόμματος ψαλιδίζονται καθημερινά από τις εσωτερικές του τριβές, τα πρώτα σκάνδαλα, αλλά και την ανεπάρκεια των στελεχών του – κραυγαλέα όπου ήδη διαχειρίζονται εξουσία, όπως στο δήμο Ρώμης, που τις μέρες αυτές αδυνατεί, υπό τη Βιρτζίνια Ράτσι, να διαχειριστεί έστω μια σφοδρή χιονόπτωση.

Στην πραγματικότητα, όλο το τοπίο μετατοπίζεται δεξιότερα, ενώ ο ευρωσκεπτισιμός που όλο και εντονότερα καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις είναι μάλλον φραστικός ή έχει ως όριό του την παραμονή στο ευρώ. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης και της ακροδεξιάς, έχουν αποφύγει τη συζήτηση για τη σχέση ιταλικής οικονομίας και ευρωζώνης, προτιμώντας να αναδεικνύουν άλλα ζητήματα, όπως λ.χ. η μετανάστευση, η μείωση των φόρων και η αύξηση των συντάξεων.

Ποια σχέση με την Ε.Ε. την επόμενη μέρα;

Η διάχυτη παροχολογία δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι η Ιταλία εξακολουθεί να αποτελεί “αδύναμο κρίκο” της Ευρωζώνης, παρότι παρακολούθησε (αν και σε χαμηλότερους ρυθμούς από τον κοινοτικό μέσο όρο 1,5% έναντι 2,3%) την αναπτυξιακή πορεία της Ευρωζώνης το τελευταίο διάστημα και είδε την Κομισιόν να αναβάλλει, για τους προφανείς πολιτικούς λόγους, δύσκολες αποφάσεις, όπως η πιθανή επιβολή κυρώσεων για ανεπαρκή μείωση του χρέους (131% του ΑΕΠ) ή η αναθεώρηση του Κανονισμού του Δουβλίνου για την παροχή ασύλου.

Ανοιχτό ερώτημα αποτελεί το πώς οι προεκλογικές υποσχέσεις, που αναμφίβολα συνεπάγονται παραβίαση του ορίου δημοσιονομικού ελλείμματος του 3%, θα μπορέσουν να γίνουν πράξη και πώς η θέληση των Βρυξελλών για επίδειξη “ευελιξίας” θα συναντηθεί με τις πραγματικές ανάγκες για μια “επενδυτική ένεση” στην ιταλική οικονομία.

Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική της αστάθεια δεν επιτρέπει στην Ιταλία να αποκτήσει τη φωνή που της αντιστοιχεί στο ευρωπαϊκό πεδίο, ιδίως σε μία συγκυρία κατά την οποία συζητούνται (κατ’ ουσίαν μόνο μεταξύ του Παρισιού και του Βερολίνου, χωρίς καμία ιταλική παρεμβολή) τα κρίσιμα θέματα του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, της τραπεζικής ένωσης, του προϋπολογισμού της Eυρωζώνης κ.ο.κ.

Capital.gr 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024