19/04/2024

Bloomberg Opinion: Τέλος χρόνου για Μακρόν – Μέρκελ

Τι θα κάνουν με Brexit και ουγγροπολωνικό βέτο στο Ταμείο Ανάκαμψης

 

Του Lionel Laurent

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μια προϊστορία συγχύσεων και προσφυγής σε λύσεις της ύστατης στιγμής, προτιμώντας συνήθως “γλυκερούς” συμβιβασμούς σε σχέση με οτιδήποτε θα μπορούσε να καταστεί μια μόνιμη “σφήνα” στις σχέσεις μεταξύ των μελών της.

Με όχι μία, αλλά δύο διαπραγματεύσεις των οποίων το  χρονικό όριο εξαντλείται να βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε αδιέξοδο, αυτή ακριβώς η ιδιότητα του μπλοκ είναι εκείνη στην οποία βασίζονται οι εντός ΕΕ εταίροι για να αισιοδοξούν. Ίσως ωστόσο, αυτή τη φορά, να πρέπει να μην βασιστούν και τόσο σε αυτή την παράδοση.

Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Μπόρις Τζόνσον διεκδικεί μετά πάθους παραχωρήσεις όσον αφορά τους όρους τελικής ολοκλήρωσης του Brexit από την ΕΕ προκειμένου να βοηθηθεί να “πουλήσει” μια εμπορική συμφωνία στους υποστηρικτές του στο εσωτερικό της χώρας του.

Την ίδια στιγμή, οι πρωθυπουργοί Βίκτορ Ορμπάν της Ουγγαρίας και Ματέους Μοραβιέτσκι της Πολωνίας αρνούνται να εγκρίνουν ένα πακέτο ανάκαμψης των ευρωπαϊκών οικονομιών από το πλήγμα της Covid-19 ύψους 1,8 τρισεκατομμυρίων ευρώ (2 τρισ. δολαρίων), εκτός εάν αποδυναμωθεί ή και καταργηθεί εντελώς ένα προαπαιτούμενο στο οποίο αναφέρεται ότι οι κυβερνήσεις – παραλήπτες των πόρων πρέπει να σέβονται το κράτος δικαίου.

Αυτή η προϋπόθεση είχε συμφωνηθεί κατ’ αρχήν σε μια ηπιότερη μορφή νωρίτερα μέσα στο 2020, αποδίδοντας αυτό που πολλοί χαιρέτησαν ως σημείο τομής για την πορεία του μπλοκ των 27.

Αδυναμία ή δειλία θα πληρωθούν ακριβά

Και τα δύο ζητήματα χρήζουν επίλυσης πριν από το τέλος του έτους, ενώ υφίσταται πρόσθετη πίεση από την πανδημία, η οποία εξακολουθεί να μαίνεται ανά την Ευρώπη. Ωστόσο, τυχόν  παραχωρήσεις που θα υποδείκνυαν αδυναμία ή δειλία ενέχουν κινδύνους για τον Εμανουέλ Μακρόν της Γαλλίας και την Άνγκελα Μέρκελ της Γερμανίας, οι οποίοι προσπαθούν να διασφαλίσουν την υστεροφημία τους ως αρχιτέκτονες μιας ισχυρότερης, πιο ολοκληρωμένης ΕΕ μετά την αποχώρηση των Βρετανών.

Ενώ θα αποτελούσε κλισέ να πει κανείς ότι διακυβεύεται η επιβίωση του μπλοκ, υπάρχουν σαφώς υπαρξιακές συνέπειες από μια πιθανή υπερβολικά συμβιβαστική στάση.

Η πρόκληση για την ΕΕ είναι να βρει τον καλύτερο τρόπο με τον οποίο να συνδέει τον σεβασμό στις αξίες της με την απρόσκοπτη συνέχιση των οικονομικών συναλλαγών στο εσωτερικό της.

Μια τέτοια προσπάθεια θα μετέτρεπε το μπλοκ – μια ενιαία αγορά με 450 εκατομμύρια καταναλωτές – από έναν εμπορικό κόμβο σε μια οντότητα η οποία θα μπορούσε να δανείζεται, να φορολογεί και να ξοδεύει φιλόδοξα (κάποια μέρα) προχωρώντας σε μεγάλα project, από το πεδίο της κλιματικής αλλαγής έως εκείνο της άμυνας.

Ο ανταγωνιστής από το Λονδίνο και ο κίνδυνος στα ανατολικά

Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου δημιουργεί έναν ανταγωνιστή στο κατώφλι της, όπως το έχει θέσει η Μέρκελ. Ανταγωνιστή, μάλιστα, ο οποίος μάλιστα επιζητεί τη μέγιστη δυνατή πρόσβαση στην κοινή αγορά με τους ελάχιστους δυνατούς ρυθμιστικούς περιορισμούς. Στα ανατολικά, η ολίσθηση εκ μέρους κρατών μελών προς τη διαφθορά, τις ολιγαρχικές πρακτικές και την πολιτικά ελεγχόμενη Δικαιοσύνη αποτελούν απειλή για την επενδυτική εμπιστοσύνη, αλλά και για τα βασικά θεμέλια της ΕΕ.

Όσον αφορά το Brexit, ο Τζόνσον δεν θα πρέπει να υποθέτει ότι η – εκ μέρους του – εξάντληση του χρόνου των διαπραγματεύσεων θα λειτουργήσει υπέρ του. Ενώ το αποτέλεσμα μιας αποχώρησης της Βρετανίας από την κοινή αγορά χωρίς συμφωνία (no deal) θα ήταν αρνητικό, πιθανές υπερβολικές θυσίες για την αποφυγή της θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή προβλημάτων για το μπλοκ των 27 κρατών μελών.

Η υποχώρηση από τις απαιτήσεις για “ισότιμους όρους ανταγωνισμού” στο εμπόριο, για τους όρους ως προς τις κρατικές ενισχύσεις και για το πλαίσιο περιβαλλοντικής και κοινωνικής προστασίας, με παράλληλη προσφορά προνομιακής πρόσβασης στην ενιαία αγορά, θα μπορούσε να ενθαρρύνει άλλους εμπορικούς εταίρους ή και μέλη της ΕΕ (ακόμη και την Ουγγαρία ή την Πολωνία) να απαιτήσουν ανάλογη προνομιακή μεταχείριση.

Όσον αφορά, δε, τους “αντιρρησίες” σχετικά τον προϋπολογισμό της ΕΕ, βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Οι απειλές αρνησικυρίας (βέτο) μοιάζουν περισσότερο με θεατρική παράσταση παρά με θέση αρχής.

Η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν υποστηρίζονται από τους εταίρους τους στην “Ομάδα του Visegrad”, τη Σλοβακία και την Τσεχία, ενώ η υποστήριξη του Ορμπάν στον Ντόναλντ Τραμπ τον φέρνει σε αντίθεση με τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν. Αυτό δίνει στα υπόλοιπα μέλη της ΕΕ την ευχέρεια να προωθήσουν έτσι κι αλλιώς τις προϋποθέσεις σχετικά με το κράτος δικαίου, αγνοώντας πλήρως τη λογική των “ανταρτών” που διοικούν σε Βουδαπέστη και Βαρσοβία.

Η υστεροφημία Μακρόν – Μέρκελ δεν είναι εξασφαλισμένη

Ο κίνδυνος είναι μια συμφωνία να αποτυχει να αλλάξει τα πράγματα μακροπρόθεσμα. Οι προηγούμενες προσπάθειες του μπλοκ να υποχρεώσει τον Ορμπάν να λογοδοτήσει για καταχρηστικές πρακτικές, όπως οι προσπάθειές του να εκδιώξει από το ουγγρικό δικαστικό σώμα εκατοντάδες δικαστές, δεν έχουν στεφθεί με επιτυχία.

Η υπογραφή δίκαιων όρων εμπορικών συναλλαγών με το Ηνωμένο Βασίλειο και το ξεκλείδωμα του πακέτου τόνωσης της οικονομίας έναντι των επιπτώσεων της Covid-19 θα βοηθούσαν σαφώς την ΕΕ να επιτύχει τις παγκόσμιες φιλοδοξίες της ως παράγοντας ο οποίος θέτει παραδειγματικούς κανόνες και ως ένα μπλοκ ισχύος το οποίο μπορεί να λειτουργεί με στρατηγική αυτονομία.

Κάτι τέτοιο θα την βοηθούσε να αντιμετωπίσει ως ίσος προς ίσον τις ΗΠΑ και την Κίνα, ενώ θα υπερνικούσε τις αντιρρήσεις των λαϊκιστών στο εσωτερικό της Ευρώπης, οι οποίοι δεν επιθυμούν να χάσουν περισσότερες εξουσίες, εκχωρώντας τες στις Βρυξέλλες.

Ωστόσο, η βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση χρειάζεται περισσότερα από τις φημισμένες δεξιότητες διαπραγμάτευσης της Μέρκελ. Το μπλοκ πρέπει να αναβαθμίσει τον “μηχανισμό σύγκλισης” προκειμένου να κλείσει την οικονομική ψαλίδα μεταξύ των μελών του. Αυτό έχει σημασία ειδικά όσον αφορά την Ανατολική Ευρώπη, όπου η Κίνα και η Ρωσία δημιουργούν προγεφυρώματα. Ο Μακρόν θέλει να δει ισχυρότερους πολιτικούς θεσμούς, όπως ένα ενδυναμωμένο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να καλύπτουν και το δημοκρατικό έλλειμμα του μπλοκ.

Χωρίς όλα τα παραπάνω, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια περαιτέρω αποσύνθεση της ΕΕ. Η κληρονομιά των Μακρόν και Μέρκελ δεν είναι διόλου διασφαλισμένη.

 

πηγή: Capital.gr

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024