19/04/2024

Η περιοχή Σαχέλ και η (διαχρονική) σχέση της με τη Δύση

της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου[1]

Ιστορικού- Διεθνολόγου

 

Γενικό σημείωμα: Το Σαχέλ είναι αυτό που θα κρίνει τις διπλωματικές εξελίξεις στην αφρικανική ήπειρο. Η Λιβύη, απλώς, αποτελεί τη «θρυαλλίδα» ως φαίνεται, ώστε να επιταχυνθούν μία σειρά ενεργειών, από μέρους της Διεθνούς Διπλωματίας και κυρίως της Δυτικής, για το περιβάλλον της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής. Και ενώ ουσιαστικά οι μουσουλμανικές χώρες της Αφρικής θεωρούνται συγκοινωνούντα δοχεία ως προς την ανάπτυξη των ισλαμιστικών οργανώσεων, οι δυτικές χώρες αντιμετώπιζαν σε διαφορετικό πρίσμα –και στη βάση του εθνοφυλετισμού τους (λχ. Άραβες στη Βόρεια Αφρική, αφρικανικές φυλές στα υπόλοιπα κράτη)- τα πολιτειακά αυτά μορφώματα, πολιτική οπτική που μεταφράστηκε τόσο κατά τη διάρκεια των χρόνων της αποικιοκρατίας όσο και μέχρι σήμερα. Δυστυχώς, η Δύση δεν κατάφερε να δει μέχρι πολύ πρόσφατα, ότι παρά τον πολυφυλετισμό της η συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή είχε αναπτύξει στο μεταξύ ανάμεσα στις χώρες της έναν «κώδικα επικοινωνίας» που στηριζόταν στο Πολιτικό Ισλάμ.

 

Όταν τα κράτη του δυτικού περιβάλλοντος κατάλαβαν τη δυναμική της Θρησκείας, ήταν πάρα πολύ αργά, καθώς η Τουρκία τεχνηέντως είχε ήδη διεισδύσει στην Αφρική. Και παρά το γεγονός ότι ένας μεγάλος Διεθνής Οργανισμός ήδη από το 2017 είχε αναθέσει σε «δεξαμενές σκέψεις» των κρατών- μελών του να προσεγγίσουν ερευνητικά την περιοχή Σαχέλ ώστε να «αποκωδικοποιηθεί», και ως εκ τούτου  να αναπροσαρμοστεί ο πολιτικός σχεδιασμός του για τη συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη, δυστυχώς ήδη ο τουρκικός παράγοντας είχε παρεισφρήσει από το 2010 και ήταν πολύ ισχυρός στα πολιτειακά αυτά μορφώματα της αφρικανικής ηπείρου. Αφορμή για τη σύνταξη του συγκεκριμένου άρθρου- μελέτης ήταν η αποχώρηση των εργοταξίων της γαλλικής, ενεργειακής εταιρείας, TOTAL από την Πάλμα της Μοζαμβίκης μετά την κατάληψή της από Τζιχαντιστές. Αν και η Μοζαμβίκη δεν ανήκει γεωγραφικά στη «λωρίδα» που αποκαλείται Σαχέλ, ωστόσο για τη συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη αποδεικνύονται δύο τινά (αναδεικνύοντας τη διπλωματική σημασία της): α. αποτελεί το νοητό όριο του Δυτισμού που βρίσκει το εμπόδιο του Ισλάμ και β. ενώνει ιδεολογικά την πολυφυλετική Αφρική και πιο συγκεκριμένα τον αραβικό Κόσμο του βόρειου τμήματος (και εν γένει της Μέσης Ανατολής) με τον αφρικανικό Κόσμο. Είναι αναγκαίο να αναφερθεί, ότι η περιοχή Σαχέλ εκτείνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά της αφρικανικής ηπείρου, περιλαμβάνοντας ολόκληρες χώρες, καθώς και γεωγραφικά τμήματα κάποιων άλλων και πιο συγκεκριμένα των Σενεγάλης, Μαυριτανίας, Μάλι, Μπουργκίνα Φάσο, Νίγηρα, Νιγηρίας, Τσαντ, Κεντρικό και (περιοχή) Νότιου Σουδάν, καταλήγοντας στην Ερυθραία.

 

Για να κατανοήσουμε πώς λειτούργησε και ποια αποτελέσματα άφησε η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία στην Δυτική, Κεντρική και Ανατολική Αφρική που γίνονται ορατά, όσο ποτέ άλλοτε, στο πλαίσιο κάτω από το οποίο ενεργούν οι χώρες αυτές που στην πλειονότητά τους προσδέθηκαν στο ιδεολογικό άρμα του τουρκικού κράτους είναι επιβεβλημένο να δούμε πώς αντιμετωπίστηκαν από τον δυτικό παράγοντα τόσο η ήπειρος Αφρική όσο και τα υποσύνολα που την αποτελούν ως κρατικές οντότητες.

 

 

 

Το αποικιοκρατικό μοντέλο της Δύσης σε Μέση Ανατολή και Αφρική: Η διαφορότροπη αντιμετώπιση που οδήγησαν στα αποτελέσματα του σήμερα: Είναι αναγκαίο να καταστήσουμε σαφές αυτό. Ότι οι περιοχές της Ανατολικής, Δυτικής, Κεντρικής και Νότιας Αφρικής είχαν τεθεί σε καθεστώς προστατευτισμού από μία δυτική χώρα χρονικά προγενέστερα  από ό,τι οι κοινωνίες της Μέσης Ανατολής (δηλαδή του αραβικού Κόσμου) και αυτό διότι μέχρι τον 19ο αι. η αποικιακή διείσδυση είχε στόχο την ανακάλυψη περιοχών με μεγάλες γεωργικές εκτάσεις και ορυκτό πλούτο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο βιοπορισμός των ευρωπαϊκών κοινωνιών και των νέων χωρών στη Δύση. Μετά τον 19ο αι., η εξασφάλιση των ενεργειακών πόρων αποτέλεσε το θέσφατο για την ευημερία των κρατών. Έτσι, το ενδιαφέρον της Δύσης για τις κτήσεις που είχε στο ενεργητικό της μεταβαλλόταν στη βάση των αναγκών που προέκυπταν για τις κοινωνίες της.

 

Ο τρόπος εγκαθίδρυσης του αποικιοκρατικού δόγματος λάμβανε συγκεκριμένες μορφές και διαστάσεις, οι οποίες είχαν σχέση με ένα σύμπλεγμα παραγόντων, όπως ήταν το πολιτισμικό και οικονομικό υπόβαθρο της μητρόπολης του αποικιοκράτη, η γεωγραφική τοποθεσία της κτήσης, η εθνοτική/ φυλετική καταγωγή των κατοίκων της αποικίας και η οικονομική σημασία που είχε η διοικούμενη περιοχή για τα συμφέροντα της αποικιοκρατικής δύναμης. Για το λόγο αυτό παρατηρούμε, ότι σε διαφορετική βάση διοικήθηκαν τα αποικιακά μορφώματα της Μέσης Ανατολής και άλλο αποικιακό καθεστώς «λειτούργησε» στις πολιτειακές οντότητες της Αφρικής. Η διαφορότροπη αποίκηση άφησε αισθητά τα χνάρια της στο γεωγραφικό τόπο που αναπτύχθηκαν πολιτειακά και οικονομικά μετά το 1960 οι πρώην αποικίες της Δύσης στο νοτιοανατολικό μεσογειακό χώρο.

 

Όσον αφορά τη διαφορότροπη αποίκηση, αυτή εστιάζεται και γίνεται αισθητή μέσω των «μηχανισμών» που υιοθετήθηκαν στις διάφορες αποικίες από τις αρχές του 20ου αι. και όπως μετασχηματίστηκαν ή συνέχισαν να υφίστανται την περίοδο της αποαποικιοποίησης. Ο μελετητής της Ιστορίας και των Διεθνών Σχέσεων παρατηρεί, ότι ενώ η πλειονότητα των κρατών της Μέσης Ανατολής  τέθηκαν σε καθεστώς ευρωπαϊκού προστατευτισμού μετά –κυρίως- από την υπογραφή Ευρωπαϊκών Συνθηκών που νομιμοποιούσαν –έντεχνα μέσω του καθεστώτος των «Εντολών»- τη συνέχιση της δυτικής παρουσίας σε αυτά, αντίθετα η πλειοψηφία των πολιτειακών μορφωμάτων της Αφρικής υπήχθησαν στο αποικιακό σύστημα διακυβέρνησης με τη χρήση στρατιωτικών μέσων και κάτω από την επίφαση του «εκπολιτισμού». Ως εκ τούτου γίνεται αντιληπτό, ότι οι μορφές διείσδυσης στην αφρικανική ήπειρο λάμβαναν –κυρίως μέχρι την αποαποικιοποίηση- τη μορφή θρησκευτικού προσηλυτισμού και πολιτισμικής προαγωγής μέσω της μορφωτικής εκπαίδευσης, ενώ στη μεσανατολική περιοχή, η οικονομική αρωγή είχε καταστεί το μέσο της Δυτικής Διπλωματίας στην εγκαθίδρυση αποικιών και προτεκτοράτων. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αποικιοκρατίας στα δύο περιφερειακά γεωγραφικά τμήματα σχετίζονται με το πολιτισμικό- εθνολογικό υπόβαθρο των αντίστοιχων κοινωνιών:

  • Οι Άραβες, αν και ήσαν νομαδικά φύλα, ωστόσο η πολιτισμική τους ύπαρξη συνταυτίστηκε με την υιοθέτηση στοιχείων και γνωρισμάτων από τους ήδη αναπτυγμένους λαούς που είτε γειτνίαζαν με τα αραβικά εδάφη είτε ήρθαν σε επαφή με αυτούς, εξαιτίας των συνεχών μετεγκαταστάσεών τους ή των στρατιωτικών επιδρομών τους. Αντίθετα, οι Κοινότητες της Αφρικής είχαν αναπτύξει τοπικούς, ιδιόμορφους πολιτισμούς, οι οποίοι διαμορφώθηκαν στη βάση αφενός της καθημερινότητας των κατοίκων αφετέρου του φυσικού και κλιματικού περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής. Με πιο απλά λόγια, οι Άραβες –ήδη τον 19ο αι.- είχαν σχηματίσει ένα σημαντικά υψηλό πολιτισμικό επίπεδο συναντίληψης, ώστε να έχουν τη δυνατότητα δύο πραγμάτων: α. να διεκδικήσουν με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο τα δικαιώματα της πολιτισμικής αυθυπαρξίας τους απέναντι στα συμφέροντα των αποικιοκρατών και β. οι αποικιοκράτες δεν μπορούσαν να τους επιβάλουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό που ήταν αντίθετος με το πολιτιστικό απόθεμα των κοινωνιών τους.
  • Σε συνάρτηση με τον παραπάνω λόγο, οι Άραβες είχαν ήδη διαμορφώσει τα περιβάλλοντά τους στο στοιχείο της μουσουλμανικής θρησκείας. Αντίθετα, τα πολιτειακά μορφώματα στην Αφρική, τα οποία ήταν –εκτός των άλλων- αγροτικές κοινωνίες που δεν είχαν γνώση της πολεμικής τέχνης, ήταν ως εκ τούτου πιο εύκολος στόχος των αποικιοκρατών, σε σχέση με τις αντίστοιχες των Αράβων.
  • Η Αφρική ήδη από τον 16ο αι. αποτέλεσε για τους Δυτικούς η «τροφοδότρια» σε έμψυχο υλικό (δουλεμπόριο), προκειμένου τη βιομηχανική ανάπτυξη των κοινωνιών τους, καθώς επίσης, και το γεωγραφικό εκείνο τμήμα που ενίσχυε την Ευρώπη με πρώτες ύλες και αγροτικά αγαθά για την επιβίωση των κοινωνιών της. Από την άλλη πλευρά, όταν οι χώρες της Μέσης Ανατολής τέθηκαν σε καθεστώς έμμεσου προστατευτισμού το αποικιοκρατικό μοντέλο είχε αλλάξει, καθώς η επιβίωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών έδινε τη θέση της στη βιομηχανική ανάπτυξη και ως εκ τούτου η Μέση Ανατολή με τον ενεργειακό πλούτο ήταν και είναι χρήσιμη μέχρι σήμερα.

 

Έτσι στην Αφρική, οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιώντας ως μέσα ευόδωσης του επεκτατισμού τους τη θρησκεία και την εκπαίδευση, συνακόλουθα (κυρίως τις δεκαετίες 1960-1970 κ.ε.) προβάλλοντας το επιχείρημα του Ανθρωπισμού, την είχαν χωρίσει σε σφαίρες επιρροής. Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι Δυτικοί μέσω του διαχωρισμού αυτού είχαν κατορθώσει, να διασπάσουν τεχνηέντως ταυτόσημες εθνοτικές ομάδες αφενός με εμφανή τα αποτελέσματα για τις κοινωνίες αυτές μέχρι σήμερα αφετέρου αποτελώντας τη γενεσιουργό αιτία, ώστε οι συγκεκριμένες χώρες να προτιμήσουν να προσδεθούν σήμερα στο «άρμα» της Τουρκίας. Οι ανταγωνισμοί μεταξύ των εθνικών τοπικών ομάδων που «πήγαζε» από την εκμετάλλευση της γης σε συνδυασμό με την υπαγωγή τους σε διαφορετικούς αποικιοκράτες ενέτεινε το κλίμα των εμφυλίων συγκρούσεων μεταξύ των γηγενών κατοίκων μίας περιοχής.

 

Στο αφρικανικό έδαφος, η κάθε τοπική ομάδα είχε δημιουργήσει έναν αυτόνομο πολιτισμό, ο οποίος παραμέριζε τη διάσταση του έθνους ή της φυλής. Ο φύλαρχος που χρησιμοποιείται εννοιολογικά, για να υποδηλώσει τον ηγέτη μίας ομάδας, ουσιαστικά ερμηνεύεται ως η ηγετική φυσιογνωμία μίας τοπικής κοινωνίας και σε καμία περίπτωση ο αρχηγός της φυλής. Ενδεικτικά παραδείγματα όλων των παραπάνω προβληματικών που αντικατοπτρίζουν στο πώς οι κοινωνίες της Αφρικής και με επίκεντρο τα κράτη της περιοχής Σαχέλ αντιμετωπίζουν σήμερα το δυτικό παράγοντα είναι τα γνωστότερα στο ευρύ κοινό: το Βόρειο και Νότιο Σουδάν, οι Χούττου καιΤούτσι στη Ρουάντα και ο Σελασιέ στην Αιθιοπία.

 

Οι Χούττου και Τούτσι στη Ρουάντα, που αν και φέρουν ταυτόσημα εθνοφυλετικά στοιχεία η ξεχωριστή ανάπτυξη ενός τοπικού ιδιομορφισμού αποτέλεσε το εφαλτήριο για το διαχωρισμό τους από τους Βέλγους αποικιοκράτες. Ακόμα και έτη αργότερα από την αποαποικιοποίηση της περιοχής, οι δύο αυτές (ταυτόσημες) εθνοτικές ομάδες δεν μπόρεσαν να υπερκεράσουν τις τοπικές –ουσιαστικά- διενέξεις τους, μπαίνοντας σε έναν εμφύλιο (1994) με δυσμενή αποτελέσματα για τα μέλη των κοινωνιών τους. Επιπλέον ένα ακόμη ισχυρό παράδειγμα που αποδείκνυε την «επένδυση» των Ευρωπαίων μέσω του τοπικού, εθνοφυλετικού ανταγωνισμού να παρεισφρήσουν στα περιβάλλοντα αυτά είναι το Σουδάν που το 2011, λόγω των δυσεπούλωτων εσωτερικών ζητημάτων (που είχε επιφέρει η αποικιοκρατία προηγούμενων δεκαετίων) διαχωρίστηκε σε Βόρειο και Νότιο. Το τρίτο παράδειγμα είναι η Αιθιοπία με τον Χαϊλέ Σελασιέ. Οι ΗΠΑ την περίοδο του 1970 είχαν εισχωρήσει ως δωρήτρια- χώρα στο περιβάλλον του συγκεκριμένου κράτους. Ο Σελασιέ με την αρωγή των Αμερικανών είχε καταστεί στυγνός δυνάστης των Αιθιόπων, μοιράζοντας τη γη στους μεγάλους κτηματίες και εξαθλιώνοντας το λαό. Ο Jack A. Nelson στο βιβλίο του, Hunger for Justice- the politics of food and faith, έχει μία πολύ χαρακτηριστική, προσωπική εικόνα για την αντιμετώπιση που είχαν ως Αμερικανοί φοιτητές, όταν το 1972 επισκέφτηκαν την Αντίς Αμπέμπα. Λέει χαρακτηριστικά: «Είχαμε την εντύπωση, ότι οι Αμερικανοί είμαστε πολύ δημοφιλείς ως ένα γενναιόδωρο έθνος. Ήταν μία αυταπάτη που την έβλεπες, όταν Αμερικανοί επισκέπτονταν πολύ φτωχές περιοχές και βρίσκονταν έκπληκτοι απέναντι στις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών. Ένα παράδειγμα, είναι οι είκοσι- οχτώ φοιτητές που είχαμε επισκεφτεί το 1972 για ένα μήνα την Αιθιοπία. Ο Αιθίοπας Καθηγητής μας ήταν πολύ ανταγωνιστικός και καθόλου φιλικός απέναντί μας, παρόλο που το αμερικανικό κράτος από το 1946 μέχρι το 1976 ήταν οικονομικός αρωγός της Αιθιοπίας, στέλνοντας στρατιωτικό εξοπλισμό και κατασκευάζοντας σχολεία και νοσοκομεία…». Αυτό το απόσπασμα παρουσιάζει πώς οι δωρήτριες- δυτικές χώρες μέσω των τοπικών κυβερνήσεων είχαν καταφέρει να «επιβάλλουν» την παρουσία τους στην περιοχή.

 

Η Αφρική (και κυρίως η περιοχή του Σαχέλ), πεδίο ανταγωνισμού του σημερινού Δυτισμού και του ισλαμικού παράγοντα: Στο Διεθνές Οικονομικό Σύστημα τα κράτη αυτά που συνηθίζεται να ονομάζονται ακόμα και σήμερα Τρίτος Κόσμος είναι τα ελάχιστα αναπτυγμένα κράτη, τα περισσότερα εκ των οποίων βρίσκονται στην αφρικανική ήπειρο. Πολλοί –κυρίως Κοινωνιολόγοι- θεωρούν, ότι το αποτέλεσμα της υπανάπτυξης των περιοχών αυτών οφείλεται στο γεγονός τόσο της κατακόρυφης αύξησης του πληθυσμού όσο και ότι το έδαφος είναι δυσανάλογα μικρό σε σχέση με τους ανθρώπους που το κατοικούν. Όμως, ο Μάριος Νικολινάκος στο βιβλίο του «Εξάρτηση και Οικονομική Ανάπτυξη» σημειώνει: «…Το πληθυσμιακό πρόβλημα δε συνίσταται σε μία δυσαναλογία ανάμεσα στον πληθυσμό και το έδαφος, αλλά σε μία δυσαναλογία ανάμεσα στον πληθυσμό και το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Όταν ο πληθυσμός αυξάνεται, ενώ η οικονομία μένει στάσιμη, πρέπει να τεθεί το ερώτημα σε ποια αιτία πρέπει να αποδοθεί αυτή η ανώμαλη εξέλιξη. (Μία από τις απαντήσεις) για την εξήγηση αυτού του χάσματος είναι το κοινωνικό- πολιτικό και το πολιτικό- οικονομικό πλαίσιο του οικονομικού συστήματος που εμποδίζει την ανάπτυξη της οικονομίας…».

 

Η παραπάνω οπτική γίνεται εμφανής μέσα από τον τρόπο που η Δύση αντιμετώπισε από το 1970 και μετά τις χώρες αυτές, με συνέπεια μετά το 2010 η Τουρκία να βρει τρόπο διείσδυσης στα κατ’ ουσίαν αυτά «φτωχά» περιβάλλοντα. Η πλειονότητα των χωρών αυτών δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν οικονομικά, γιατί δεν παρουσίαζαν ενδιαφέρον – μετά την αποαποικιοποίησή τους- για τη Δύση. Είχαν καταστεί αποικίες τον καιρό, όταν το αποικιοκρατικό μοντέλο στηριζόταν στη μεταφορά πρώτων υλών και προϊόντων του πρωτογενούς τομέα, προκειμένου τα δυτικά κράτη να παρέχουν ένα ανεκτικό επίπεδο διαβίωσης των πολιτών τους. Από τις αρχές του 20ου αι. και κυρίως μετά το 1960, οι χώρες με ενεργειακό πλούτο παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τη Δύση. Φυσικά, αρκετά από τα κράτη της Αφρικής διαθέτουν ενεργειακό και ορυκτό πλούτο, όπως η Μοζαμβίκη ή και άλλες χώρες της Νοτίου Αφρικής, ωστόσο η πλειονότητα των κρατών της δεν είχε μέχρι πρόσφατα κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

 

Συγχρόνως δε, πρέπει να σημειωθεί αυτό. Στα κράτη αυτά, ένα ακόμα στοιχείο –ανεξάρτητα του γεωφυσικού πλούτου τους –  είναι το ασταθές εσωτερικό περιβάλλον (αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας) με τις διαρκείς εμφύλιες συγκρούσεις που καθίσταται ανασταλτικός παράγοντας, προκειμένου την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ενώ από την άλλη, αν και η έλλειψη θέσμιας οργάνωσης στις περισσότερες από τις κοινωνίες αυτές με το άναρχο σύστημα πολιτικής διακυβέρνησης βοηθά την εγκατάσταση εξωχώριων εταιρειών (off shore) δυτικών συμφερόντων, ωστόσο αυτό το γεγονός εξαλείφει τη δυνατότητα ανάπτυξης ενός σταθερού οικονομικού συστήματος (εισαγωγές, εξαγωγές, επενδύσεις, συμβόλαια επένδυσης κτλ). Η πλειονότητα των κατοίκων των συγκεκριμένων χωρών έχει πολύ χαμηλό επίπεδο διαβίωσης με συνέπεια να καθίσταται εύκολη «λεία» κρατών που μέσω επίπλαστων μεθόδων εισχωρούν στις κοινωνίες αυτές. Πολλοί μελετητές θεωρούν, ότι ο Μουσουλμανισμός εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς στα εν λόγω γεωγραφικά τμήματα, εξαιτίας της μεγάλης ανεργίας που παρατηρείται στα χαμηλά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα ως συνέπεια –εκτός όλων των παραπάνω που έχουν ήδη αναλυθεί- της πτώσης και του κλονισμού των γνωστών οικονομικών συστημάτων, του καπιταλισμού και του κομμουνισμού. Οι ίδιοι οι «καθοδηγητές» και «δάσκαλοι» του Μουσουλμανισμού, προκειμένου να προσεγγίσουν τα συγκεκριμένα περιβάλλοντα, διατυπώνουν τη θεωρία ότι με στυλοβάτη μόνο τη θρησκεία του Ισλάμ, τα κράτη (όλα ανεξαίρετα και κυρίως αυτά) θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν των οικονομικών ζητημάτων που αντιμετωπίζουν.

 

Το 2010, όταν το Παγκόσμιο Οικονομικό Σύστημα κλυδωνίστηκε με το Κραχ των Liehmann Brothers, επιφέροντας μία σειρά έντονων ανακατατάξεων όχι μόνο στις ισχυρές δυτικές οικονομίες, αλλά και σε οικονομίες κρατών που είχαν άμεση ή έμμεση εξάρτηση από τους ισχυρούς (και κυρίως τους Δυτικούς), όλο αυτό το οικονομικό ντόμινο είχε ως αποτέλεσμα την ανάδυση κινημάτων και κυρίως θρησκευτικών σε περιβάλλοντα που είχαν τη δυναμική να τα ενισχύσουν από κάθε άποψη. Η Τουρκία, ως μία χώρα τέτοια,  με εφαλτήριο τις μουσουλμανικές κοινωνίες της Βόρειας Αφρικής μπόρεσε και διείσδυσε στις κοινωνίες της περιοχής του Σαχέλ. Οι αφρικανικές χώρες της συγκεκριμένης «γεωγραφικής λωρίδας» για δεκαετίες ολόκληρες, καθώς ο δυτικός παράγοντας δεν ήταν διατεθειμένος να προσφέρει την οικονομική αρωγή του, είχαν αναπτύξει στενές σχέσεις με τις αραβικές χώρες που κείτονταν στα βόρεια της αφρικανικής ηπείρου.

 

Το «κενό» που άφησε ο «δωρητής» Ευρωπαίος μέχρι το 2017 στην Αφρική κατόρθωσε να το «γεμίσει» η Τουρκία, η οποία μέσω ισλαμιστικών ινστιτούτων και παροχή οικονομικής βοήθειας, αλλά και επάνδρωση του στρατού της με μισθοφόρους από αυτές τις περιοχές, θεωρείται ως αρωγός για τα συγκεκριμένα κράτη. Από την άλλη, η Δύση είναι αποφασισμένη πλέον να επανακάμψει στα περιβάλλοντα αυτά, χρησιμοποιώντας και αυτή για την περιοχή του Σαχέλ τις γνώριμες κοινωνικές προσλαμβάνουσες που έχουν οι χώρες της συγκεκριμένης γεωγραφικής ζώνης με τα βορειοαφρικανικά κράτη, και πιο συγκεκριμένα με αυτά της Αιγύπτου και Λιβύης (και δευτερευόντως την Τυνησία και το Μαρόκο).

 

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε

 

Παναγιώτης Γκλαβίνης, Μηχανισμοί αναδιάταξης ισχύος στο διεθνές οικονομικό σύστημα, Αθήνα: Παπαζήσης, 2019.

Άννα Κωνσταντινίδου, Το Ισλάμ και το Ενεργειακό Ζήτημα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, Θεσσαλονίκη: Κ&Μ Σταμούλη/ Ι. Χαρπαντίδη, 2019.

Robert Gilpin, Η Πολιτική Οικονομία των Διεθνών Σχέσεων, τ. Β’, Αθήνα: Gutenberg, 2000.

Peter Burnell, Economic Nationalism in the Third World, Sussex: Harvester Press, 1986.

Andrew Heywood, Διεθνείς Σχέσεις και Πολιτική στην Παγκόσμια Εποχή, Αθήνα: Κριτική, 2014.

Χρήστος Χαλαζίας, Το Πολιτικό Ισλάμ, Αθήνα: Δόμιος, 2001.

 

 

 

[1] Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ. Εργάζεται ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στην ίδια Σχολή, παράλληλα είναι εξωτερική συνεργάτιδα της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) ως διδακτικό προσωπικό και επιστημονική συνεργάτιδα και μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.).

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024