29/03/2024

Ο Ερντογάν αναζητά πρωτοβουλίες “επανεκκίνησης”

Του Κώστα Ράπτη

Κωλυσιεργεί το Συνταγματικό Δικαστήριο ως προς την απαγόρευση του δεύτερου μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης; Ας καταργήσουμε το Συνταγματικό Δικαστήριο!

Αυτή είναι η κρυστάλλινη λογική του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ηγέτη του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης της Τουρκίας και συμμάχου του Ταγίπ Ερντογάν, αφότου η 31η Μαρτίου παρήλθε χωρίς το ποθούμενο, ήτοι το να τεθεί εκτός νόμου το φιλοκουρδικό Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών (HDP), να κατασχεθούν τα περιουσιακά του στοιχεία και να συλληφθούν σχεδόν 700 στελέχη του, συμπεριλαμβανομένων και των βουλευτών του.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο ανέπεμψε στην Εισαγγελία Εφετών το αίτημα απαγόρευσης του HDP για διαδικαστικούς λόγους και κατόπιν αυτού ο Μπαχτσελί εξεμάνη.

“Είναι το Συνταγματικό Δικαστήριο με την πλευρά του νόμου ή είναι θιασώτης των αποσχιστών;” αναρωτήθηκε ο επικεφαλής των “Γκρίζων Λύκων” σε δηλώσεις του προς την εφημερίδα Sözcü και χαρακτήρισε άμεση προτεραιότητα το κλείσιμο τόσο του HDP όσο και του δικαστηρίου.

Το ότι το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) έσπευσε να πάρει τις αποστάσεις του, δεν μειώνει τη σημασία του γεγονότος ότι ο Μπαχτσελί κινείται ανοικτά ως συγκυβερνήτης της χώρας και ότι στο τοπίο που έχει διαμορφωθεί μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 και την μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικό κάθε θεσμική εγγύηση κατεδαφίζεται καθημερινά.

Άλλωστε οι δηλώσεις του Μπαχτσελί συνέπεσαν με ειδήσεις όπως η καταδίκη του ήδη φυλακισμένου πρώην ηγέτη του HDP σε φυλάκιση 3,5 ετών για “προσβολή του προέδρου της Δημοκρατίας” σε παλαιότερη ομιλία του ή ο απολογισμός του μήνα Μαρτίου ως προς την ελευθερία του Τύπου, με διώξεις να ασκούνται σε 95 δημοσιογράφους και ποινές φυλάκισης να επιβάλλονται σε 7 από αυτούς, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και πρώην βουλευτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης Μπαρίς Γιαρκαντάς.

Την ώρα που η εξουσία του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας μοιάζει να μην συναντά κανένα θεσμικό ή πολιτικό αντίβαρο, ο ίδιος μοιάζει ολοένα και περισσότερο να τελεί υπό την ομηρία εθνικιστών συμμάχων, η ατζέντα των οποίων πολύ απέχει από τη λογική της κρατικής διαχείρισης.

Η ολοκληρωτική στοχοποίηση του HDP σε αυτή τη φάση υπακούει βέβαια σε μία προφανή ανάγκη: την αποτροπή της σύγκλισης των δυνάμεων της αντιπολίτευσης ενόψει των επόμενων προεδρικών εκλογών του 2023, καθώς το μέχρι πρότινος αδιανόητο ενδεχόμενο της σύμπραξης κεμαλιστών, δυσαρεστημένων ισλαμιστών και Κούρδων δοκιμάστηκε επιτυχημένα στις δημοτικές εκλογές του 2019 που εξασφάλισαν στους κυβερνώντες μια δεινή ήττα.

Σε ένα τοπίο όπου το εκλογικό σώμα της Τουρκίας μοιάζει χοντρικά χωρισμένο στα δύο, το μεγάλο πλεονέκτημα του Ερντογάν ήταν πάντοτε η αδυναμία των αντιπάλων του να ενωθούν. Όμως ακόμη και έτσι, η οικονομική κρίση έχει φθείρει το δικό του εκλογικό μπλοκ σε τέτοιο βαθμό, ώστε δημοσκοπήσεις να δείχνουν το άθροισμα ΑΚΡ και Εθνικιστών να πέφτει κάτω από το όριο του 50%.

Είναι σε αυτό το πλαίσιο που ο Ταγίπ Ερντογάν αναζητά πρωτοβουλίες “επανεκκίνησης”. Η φιλοσοφία περί επικείμενου ανασχηματισμού, στον οποίο μάλιστα η πρώην πρωθυπουργός Τανσού Τσιλέρ προορίζεται να αναλάβει το υπουργείο Εξωτερικών εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο. Τυχόν επαναφορά της Τσιλέρ από την αποστρατεία θα αποβλέπει στην ανανέωση της ηγεμονίας στον χώρο της κεντροδεξιάς και στην αξιοποίηση των επαφών της πρώην πρωθυπουργού στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου η κυβέρνηση Μπάιντεν αντιμετωπίζει παγερά τον Ερντογάν. Για τους περισσότερο δηκτικούς, πάντως, η “επιστράτευση” της (διαβόητης για διαφθορά) Τσιλέρ περισσότερο έχει να κάνει με τον πάντοτε βαρύνοντα ρόλο της Μαφίας στο τουρκικό πολιτικό κατεστημένο, ενώ ο ανασχηματισμός δεν θα αποτελέσει παρά ένα πρόσχημα για την επαναφορά του απομακρυνθέντος από το υπουργείο Οικονομικών τον Νοέμβριο προεδρικού γαμπρού, Μπεράτ Αλμπαϊράκ και άρα και το “ψαλίδισμα” του μεγάλου ανταγωνιστή του, υπουργού Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού, ο οποίος προσωποποιεί την “τουρκο-ισλαμική σύνθεση” και διαθέτει αυτόνομη βάση εξουσίας.

Μία πολύ πιο τολμηρή πρωτοβουλία θα ήταν βέβαια η επίσπευση των εκλογών, καθώς ο Ερντογάν διατηρεί την ικανότητα να τις κερδίσει, ενώ αντίθετα η αναμονή μέχρι το έτος-σταθμό του 2023 (οπότε συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας) θα σημαδεύεται από αργόσυρτη φθορά.

Στο ίδιο φόντο, τα σχέδια για αλλαγή του εκλογικού νόμου, με μείωση του ορίου κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης στο 7%, εξασφαλίζουν την εκλογική διάσωση των συμμάχων εθνικιστών με ταυτόχρονο αποκλεισμό των κομμάτων του Αλί Μπαμπατζάν και Αχμέτ Νταβούτογλου που δεν δείχνουν να είναι σε θέση να σημειώσουν υψηλό ποσοστό. (Η περίπτωση του HDP αντιμετωπίζεται, όπως βλέπουμε, με δικαστικά και όχι εκλογικά μέσα).

Το κρίσιμο γεγονός είναι ότι ο Ερντογάν εξακολουθεί να διαθέτει πάντα την πρωτοβουλία των κινήσεων εν μέσω μιας αποκαμωμένης και πολιτικά αποδυναμωμένης κοινωνίας. Μάλιστα το περιθώρια διεύρυνσης των συμμαχιών του δεν έχουν εξαντληθεί. Προφανής είναι η κυβερνητική στήριξη σε στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης που “αποστατούν” καταγγέλλοντας τα φιλοκουρδικά ανοίγματα της κομματικής ηγεσίας, ενώ πολύ μεγαλύτερο εκλογικό αντίκτυπο θα είχε τυχόν αποχώρηση από το μπλοκ της αντιπολίτευσης του ενισχυόμενου εσχάτως κόμματος της προερχόμενης από τον εθνικιστικό χώρο Μεράλ Άκσενερ. Η ίδια βέβαια, επιδεικνύοντας αντανακλαστικά πολιτικής επιβίωσης, αρνείται κάθε πιθανότητα σύμπλευσης με τους κυβερνώντες, ωστόσο το γεγονός ότι προεξοφλεί δική της προεδρική υποψηφιότητα το 2023 αντικειμενικά ακυρώνει την πιθανότητα ενός ενιαίου μετώπου της αντιπολίτευσης.

πηγή: Capital.gr 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024