28/03/2024

Κριμαϊκή Κρίση, Συνθήκη του Μοντρέ και η Κύπρος

Ambroise Louis Garneray, Battle of Navarino, Public domain via Wikimedia Commons.

 

Γράφει ο Κωνσταντίνος Χριστόπουλος*

 

Από την αρχαιότητα, πολλοί διαφορετικοί πολιτισμοί γεννήθηκαν στο οροπέδιο της Ανατολίας και του Ιράν, στην περιοχή του Νείλου, στη λεκάνη του Τίγρη-Ευφράτη, καθώς και την Ανατολική Μεσόγειο. Δημιούργησαν σφαίρες επιρροής, εθνικές ταυτότητες, ενώ παράλληλα αποτέλεσαν τον προάγγελο μελλοντικών μη κρατικών δρώντων και στρατηγικών ευκαιριών. Σήμερα, στο επίκεντρο αυτών των περιοχών βρίσκεται ο ανταγωνισμός μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Ωστόσο, αυτή η αντιπαλότητα αντανακλά μόνο μια όψη της πολύπλευρης σχέσης τους. Και οι δύο μοιράζονται την δυσπιστία έναντι των δυτικών συστημάτων, καθώς και την απογοήτευση από τον αποκλεισμό τους από το σχέδιο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τα συμφέροντά τους ποικίλλουν ανάλογα με τις γεωγραφικές περιοχές. Αποκλίνοντα και συγκλίνοντα συμφέροντα μεταξύ των δύο εντοπίζονται στα Βαλκάνια, στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, στην Κριμαία, στην Λιβύη και φυσικά στην Συρία. Ήδη από τον 18ο αιώνα ήταν γνωστές οι επιδιώξεις του Μεγάλου Πέτρου, να φτάσει η Ρωσία στα ‘’Θερμά Ύδατα’’ της Μεσογείου. Την εποχή εκείνη, ο γεωγραφικός αποκλεισμός της Ρωσίας στην Μαύρη Θάλασσα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και στην Βαλτική από την Σουηδία, έθεσαν τα θεμέλια της εξωτερικής πολιτικής του Μεγάλου Πέτρου, αλλά και της σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας. Οι μακροχρόνιες διπλωματικές της σχέσεις με την Μέση Ανατολή, δια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Ιράν, είχαν ως απώτερο στόχο την παρουσία της Ρωσίας στα ‘’Θερμά Ύδατα’’. Με το ξέσπασμα του Ρωσικό-τουρκικού Πολέμου, η Τσαρίνα Αικατερίνη Β’ τάχθηκε υπέρ της καταστροφής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της αναβίωσης μιας Ελληνορθόδοξης Αυτοκρατορίας, σύγκρουση, η οποία συνοδεύτηκε παράλληλα με τα Ορλωφικά και την επανάσταση των Ελλήνων. Αυτή ήταν, μεταξύ άλλων, η πρώτη ρωσική στρατιωτική και πολιτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο.

Οι Σοβιετικές αξιώσεις επί των Στενών του Βοσπόρου, μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν ως αποτέλεσμα η Τουρκία να προσχωρήσει στο δυτικό σύστημα ασφαλείας, με την Σοβιετική Ένωση να αποτελεί απειλή για την τουρκική ασφάλεια. Από την άλλη, τόσο οι γενικότερες ρωσικές ανησυχίες σχετικά με το «εγγύς εξωτερικό», όσο και η εμβάθυνση των τουρκικών σχέσεων με τις εγγενείς πολιτισμικά με την Τουρκία χώρες στην μετα-σοβιετική περιοχή του Καυκάσου, διεύρυναν περαιτέρω αυτές τις ανησυχίες.
Για τη Ρωσία, μια τουρκική σφαίρα επιρροής στο «εγγύς εξωτερικό» της, θα σήμαινε ταυτόχρονα μια αμερικανική σφαίρα επιρροής, η οποία θα συνοδεύονταν με αυτονομιστικές τάσεις του μουσουλμανικού τμήματος του ρωσικού πληθυσμού. Στο σημείο αυτό ας μην ξεχνάμε την θεωρία Νταβούτογλου, ο οποίος πολύ εύστοχα επισημαίνει, ότι ο άξονας Δούναβης-Δαρδανέλλια και Μαύρη Θάλασσα (ας έχουμε στο μυαλό μας και το σχέδιο Μοράβα-Αξιός), δύνανται να επηρεάσουν την περιοχή των Βαλκανίων και του Καυκάσου, αλλά και ο άξονας Μεσοποταμία-Μπάσρα, ο οποίος με την σειρά του μπορεί να επηρεάσει τον Καύκασο και την Μέση Ανατολή.

Ωστόσο, μετά την δικαιολογημένη ρωσική επέμβαση στην Νότια Οσσετία-Αμπχαζία το 2008 ευνοήθηκε μία Ρωσικό-τουρκική προσέγγιση, αφού την ίδια περίπου εποχή είχε λάβει χώρα η διεύρυνση των ευρωπαϊκών συνόρων με την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Υπό αυτήν την έννοια, η παρουσία της ΕΕ και των ΗΠΑ, τόσο στον Νότιο Καύκασο όσο και στον Εύξεινο Πόντο έθετε στην τουρκική πλευρά διλλήματα ασφαλείας σχετικά με τις περιφερειακές ισορροπίες της περιοχής. Ενώ η παρουσία μη παράκτιων κρατών του ΝΑΤΟ στην Μαύρη Θάλασσα θα απαιτούσε αναθεώρηση της Συνθήκης του Μοντρέ, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται στην Τουρκία ο πλήρης έλεγχος των Στενών. Παρόλα αυτά, η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, μεταφράστηκε ως δυσπιστία απέναντι στις ρωσικές προθέσεις όσο αφορά την ισχύ της Τουρκίας στην Μαύρη Θάλασσα. Περαιτέρω γεωπολιτικές εξελίξεις ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο τη ρωσική ισχύ και συνέβαλαν στην παγίωση του ηγεμονικού της ρόλου στη Μαύρη Θάλασσα.

Με την αμερικανική ηγεσία να ακολουθεί μία επιθετικότερη πολιτική και την αναβίωση του μετώπου στην Κριμαία, διαφαίνεται άλλο ένα πεδίο σύγκρουσης μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας. Είναι ευρέως γνωστό ότι τα τουρκικής κατασκευής μη επανδρωμένα αεροσκάφη (UAV) Bayraktar TB-2, όχι μόνο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον πόλεμο μεταξύ Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν, αλλά είναι ασφαλές να πούμε ότι καθόρισαν ακόμη και την έκβαση του πολέμου υπέρ του αδελφού για την Τουρκία κράτους του Αζερμπαϊτζάν. Είναι σαφές, ότι η προμήθεια αντίστοιχων συστημάτων από την Τουρκία στην Ουκρανία δημιουργεί εκνευρισμό στην Μόσχα. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η εμπλοκή της Τουρκίας στην ουκρανική κρίση δημιουργεί ευκαιρίες για την αμερικανική πολιτική, μέσω αυτής να επαναφέρει την Τουρκία στο πλευρό της Δύσης, διαδραματίζοντας καίριο ρόλο υπέρ του ΝΑΤΟ. Επίσης, η δήλωση του προέδρου της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης Μουσταφά Σέντοπ, ότι η Τουρκία με προβλεπόμενο διάταγμα μπορεί να αποσυρθεί από την Συνθήκη του Μοντρέ, η οποία προστατεύει το καθεστώς της θαλάσσιας διέλευσης και ελεύθερης ναυσιπλοΐας στα νερά του Βοσπόρου και στον Ελλήσποντο, καίριας στρατηγικής σημασίας για την Τουρκία (chokepoints), αφού αποτρέπει την στρατικοποίηση της Μαύρη Θάλασσας, απειλεί την περιφερειακή συστημική δομή. Ωστόσο, οι ανησυχίες της ρωσικής ηγεσίας δεν σταματούν εκεί. Η μελλοντική κατασκευή της διώρυγας της Κωνσταντινούπολης θα απέκλειε την Ρωσία από την έξοδο στα ‘’Θερμά Ύδατα’’, απειλώντας ουσιαστικά την ρωσική προβολή ισχύος στην Μεσόγειο, ενώ θα αποτελούσε ισχυρό διπλωματικό χαρτί εις βάρος της σε σχέση με το μέτωπο της Συρίας και την Μ.Ανατολή.

 

Small missile ship Ingushetia of the Black Sea Fleet returns from the Mediterranean Sea via Ministry of Defence of the Russian Federation.

Η επιτυχής ρωσική συμμετοχή στον πόλεμο της Συρίας, για αποτροπή ενός παρόμοιου σεναρίου όπως στη Λιβύη, δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για την αναβίωση της πάλαι ποτέ σοβιετικής εξουσίας και επιρροής στη Μέση Ανατολή μέσω της Μεσογείου και ως εκ τούτου της πυρηνικής απειλής στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Το ναυτικό δόγμα της Ρωσίας το 2001 έκανε σαφή την ανάγκη παρουσίας του ρωσικού ναυτικού στα νερά της Μεσογείου για προώθηση πολιτικο-στρατιωτικής ζώνης σταθερότητας στην περιοχή. Η Ρωσία παρείχε υλικοτεχνική και στρατιωτική υποστήριξη στη Δαμασκό, επιτρέποντας τη δημιουργία μιας «Θαλάσσιας γέφυρας» (γνωστή και ως «The Tartus Express»),  η οποία ξεκινάει από το λιμάνι του Novorossiysk και καταλήγει στα Συριακά λιμάνια Τartus και Latakia. Παρέχοντας με αυτό τον τρόπο, ευελιξία κινήσεων και δυνατότητα προβολή ισχύος στην περιοχή της Μεσογείου, ενώ σύμφωνα με τη ρωσική άποψη το Πολεμικό Ναυτικό παρείχε σταθερότητα στην περιοχή του Λεβάντ και διατήρησε το γεωπολιτικό Status-quo έναντι δυτικών παρεμβάσεων.

Πέραν τούτου, η δυνατότητα των ναυτικών μονάδων να φέρουν πυραύλους Cruise-Kalibr βοήθησαν στη δημιουργία πλέγματος (ενός νοητού θόλου) αντι-πρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2 / AD) αναγκάζοντας το ΝΑΤΟ να λάβει μέτρα αποκλιμάκωσης εντός και εκτός της Συρίας, ενώ παράλληλα κατάφερε να αυξήσει την αποτρεπτική της ικανότητα και το στρατηγικό της πλεονέκτημα έναντι της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, εδραιώνοντας ένα νέο καθεστώς ρυθμιστή ασφαλείας στη Μέση Ανατολή αντικαθιστώντας τις ΗΠΑ.

Φυσικά η αυξανόμενη στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας στην Μαύρη θάλασσα όσο και στην Μέση Ανατολή περιορίζουν τον ρόλο της Τουρκίας. Είναι ευκόλως κατανοητό, ότι η αναθεώρηση της Συνθήκης του Μοντρέ θα έθετε σε κίνδυνο την θαλάσσια γραμμή επικοινωνίας μεταξύ των ρωσικών βάσεων στη Μαύρη Θάλασσα και τη Συρία. Βέβαια, μία τέτοια κίνηση δεν αποτελεί κίνδυνο μόνο για τα ρωσικά συμφέροντα αλλά και για τα ελληνικά και ιδιαίτερα για τον ελληνικό εμπορικό στόλο.

Εκτός αυτού, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι η εισβολή στις αυτόνομες περιοχές της Γεωργίας, αποτέλεσε εξαιρετική ευκαιρία για την τουρκική πολιτική, έτσι ώστε να εγείρει ζητήματα νομιμοποίησης της τουρκικής κατοχής στο βόρειο μέρος της Κύπρου, αλλά και τουρκικής μειονότητας στην Θράκη. Εξάλλου, η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης είναι πλέον δεδομένη εκ μέρους της Άγκυρας. Καθίσταται σαφές, λοιπόν, ότι το στρατιωτικό αποτύπωμα της Τουρκίας όσο και οι εξελίξεις στην Μαύρη Θάλασσα παρέχουν ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στην Δύση και την επικείμενη πενταμερή συνάντηση για το Κυπριακό στις 27 και 29 Απριλίου, με την Τουρκία επί της ουσίας να πραγματώνει το δόγμα Νταβούτογλου, κατά το οποίο πρέπει να διαδραματίζει ένα ρόλο ισορροπιστή στο παίγνιο των μεγάλων δυνάμεων, επωφελώντας από αυτό και μετατρέποντας το σε προσωπικό όφελος και πλεονέκτημα προς επίτευξη των ευρύτερων φιλοδοξιών της.

 

 

*Φοιτητής στο τμήμα πολιτικής επιστήμης και κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Σάλτσμπουργκ

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024