28/03/2024

Αλλαγή της Στρατηγικής: Αντί της αποφυγής κινδύνων απαιτείται διαχείριση κινδύνων

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς 

Αλλαγή της Στρατηγικής. Αντί της αποφυγής κινδύνων απαιτείται διαχείριση κινδύνων, προβάλλοντας θέληση, αντοχή και συνάφεια με το κίνδυνο

Η απόφαση για χρήση στρατιωτικής ισχύος είναι η πιο δύσκολη. Το ελληνικό σύστημα διακυβέρνησης απαιτεί να διακυβεύονται τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα ή εντέλει τα συμφέροντα επιβίωσης εάν πρόκειται να χρησιμοποιήσει στρατιωτική ισχύ. Τα συμφέροντα αυτά πληρούν την απαιτούμενη ένταση και πρέπει να καθοριστούν και να εξηγηθούν στον ελληνικό λαό. Οι στόχοι πρέπει να είναι σαφείς, εφικτοί, και βασική προϋπόθεση να διαθέτουμε τους απαιτούμενους πόρους. Υπογραμμίζοντας αυτά, απαιτείται βαθιά κατανόηση του επιχειρησιακού περιβάλλοντος και μια προσέγγιση που θα καθοδηγείται από τη σύνεση και τη ταπεινότητα. Κανένα σχέδιο δεν είναι τέλειο και κανένας ηγέτης δεν πρέπει να υποθέσει ότι το σχέδιο προορίζεται να είναι επιτυχές. Η υπερβολική εμπιστοσύνη και η έλλειψη σκεπτικισμού μπορεί να είναι ένας θανατηφόρος συνδυασμός. Η στοχαστική συζήτηση με προκατάληψη προς την ανάλυση και την ανακλαστική σκέψη μπορεί να διαφωτίσει την πορεία μιας δύσκολης απόφασης.

Η χρήση του στρατιωτικού μέσου ισχύος είναι ένα θέμα τόσο παλιό όσο η ιστορία. Το παρελθόν είναι πλούσιο με τα γραπτά του Ηροδότου, του Θουκυδίδη και όσων έχουν παιδευτεί με αυτό το περίπλοκο ζήτημα του πολέμου. Ωστόσο, κατά κάποιο τρόπο, αποτύχαμε συλλογικά να μάθουμε αυτά τα μαθήματα σε πολλές περιπτώσεις.

Η μελέτη της ιστορίας και της τέχνης της λήψης αποφάσεων δεν θα δώσει όλες τις απαντήσεις, αλλά θα προσφέρει έναν χρήσιμο οδικό χάρτη για ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα. Βασικά, ένα ζωτικό ενδιαφέρον υπάρχει όταν η ηγεσία μιας χώρας πιστεύει ότι θα προκληθεί σοβαρή βλάβη στη χώρα εάν δεν λάβει δράση για να αλλάξει μια επικίνδυνη πορεία γεγονότων. Ως εκ τούτου χρειάζεται να αξιολογούμε συνεχώς το ρόλο της ισχύος και προσαρμόζουμε τους εθνικούς μας στόχους σε έναν “Ταραχώδη Κόσμο”.

«Αν γνωρίζετε τον εχθρό και γνωρίζετε τον εαυτό σας, δεν χρειάζεται να φοβάστε το αποτέλεσμα εκατό μαχών. Αν γνωρίζετε τον εαυτό σας αλλά δεν γνωρίζετε τον εχθρό, για κάθε νίκη που κερδίζετε, θα υποστείτε επίσης μια ήττα. Αν δεν γνωρίζετε ούτε τον εχθρό ούτε τον εαυτό σας, θα υποκύψετε σε κάθε μάχη. ” – Sun Tzu, The Art of War

Ο Ελληνισμός είναι ναυτογενές έθνος και δύο στοχαστές για τη ναυτική στρατηγική και τη ναυτική δύναμη, των οποίων τα γραπτά τους παραμένουν σχετικά στο σύγχρονο περιβάλλον, ο Mahan και ο Corbett ο μεν πρώτος χαρακτήρισε τη στρατηγική ως «ένα παιχνίδι ευφυΐας», ενώ ο δεύτερος την χαρακτήρισε ως «επιλογή του μικρότερου κινδύνου». Και στις δύο περιπτώσεις, η στρατηγική περιελάβανε τη λήψη αποφάσεων. Ο Mahan πρόσθεσε το πεδίο διάκρισης της στρατηγικής από την τακτική: «Η τακτική ασχολείται με τις άμεσες καταστάσεις που παρουσιάζονται μπροστά μας και ουσιαστικά είναι παροδικές, ενώ η στρατηγική πρέπει να λάβει ευρύτερες απόψεις για πιο διαρκείς συνθήκες, να παρατηρεί όλο το ταμπλό, να δει το ευρύτερο πεδίο. Ομοίως, ο Corbett έγραψε: «Το τελικό αποτέλεσμα της στρατηγικής είναι η νίκη και όχι η καταστροφή όλων των μονάδων ή οποιουδήποτε τμήματος των δυνάμεων του εχθρού». Και για τους δύο, Mahan και Corbett, η επιτυχημένη στρατηγική ήταν ο δρόμος για την επίτευξη των εθνικών στόχων.

Με την πρώτη ματιά, η αξιολόγηση στα επιχειρησιακά προβλήματα του θαλασσίου χώρου και η πρόκληση των Ενόπλων Δυνάμεων να απαγορεύσουν μέσω της ταχείας τριβής τις εχθρικές δυνάμεις φαίνεται σαν ένας λογικός τρόπος για να σπάσουν τα εμπόδια καινοτόμων ενεργειών του αντιπάλου, να αποτρέψουν την εκδήλωση λανθάνουσας απειλής και να ευθυγραμμίσουν τη στρατηγική στις πολεμικές επιχειρήσεις. Πράγματι, μπορεί να προσφέρει την καλύτερη  ευκαιρία να στρέψουμε τις φιλοδοξίες της πολιτικής εθνικής ασφάλειας και της εθνικής στρατηγικής άμυνας σε συγκεκριμένες δράσεις με χαρακτήρα αιφνιδιασμού. Πάντα πρέπει να έχουμε υπόψη όλοι οι υπεύθυνοι σχεδιασμού επιχειρήσεων ότι ακόμη κι’ αν ανταποκριθούμε επιτυχώς στην πρόκληση, ωστόσο, υπάρχουν διάφοροι κίνδυνοι που θα μπορούσαν να προκύψουν. Συγκεκριμένα, ακόμη και μια στοχο-προσήλωση στα επιχειρησιακά δεδομένα θα μπορούσε να αυξήσει την προοπτική αποτυχίας αποτροπής μέσω τριών διαφορετικών μηχανισμών: έλλειψης βούλησης, έλλειψης ανθεκτικότητας και έλλειψης σχετικότητας εθνικών στόχων.

Η στρατηγική σχεδίαση δεν μπορεί να εστιάζεται απλώς στη μάχη, αν και ο στρατιωτικός σχεδιασμός πρέπει πάντα να ταυτίζεται με τους εθνικούς στόχους και οι αμυντικοί σχεδιαστές πρέπει πάντα να κοιτάζουν πέρα από τον πόλεμο το ζήτημα της επιβολής της ειρήνης, γιατί η αδυναμία να το κάνουμε αυτό εγείρει τη πιθανότητα να πολεμήσουμε έναν ακόμη πόλεμο, καθώς το άγνωστο μέλλον δημιουργεί ένα αμφίβολο παρόν.

Ο αρχικός στόχος της ταχείας φθοράς θα μπορούσε να πυροδοτήσει αμφιβολίες σχετικά με την αποφασιστικότητα της Αθήνας να υποστηρίξει μια τέτοια ενέργεια κατά το ξέσπασμα μιας κρίσης. Τα μέτρα που απαιτούνται για να επιτευχθεί άρνηση ή απαγόρευση με αυτόν τον τρόπο είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσουν ανησυχίες κλιμάκωσης. Ακόμη και αν κάποιος αναιρέσει την ακραία πιθανότητα οι αντίπαλοι να καταφύγουν σε αντιπερισπασμό, στις περισσότερες περιπτώσεις, κάθε είδους εκστρατεία άρνησης θα πρέπει να εφαρμόζεται κατά τα αρχικά στάδια μιας διένεξης. Με απλά λόγια, όσο περισσότερο περιμένουμε να παρέμβουμε, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να προσπαθήσει ο αντίπαλος να αντιστρέψει την επιθετικότητα παρά να προσπαθήσει να ανατρέψει μια επίθεση. Επιπλέον, μια έκδοση άρνησης που συνεπάγεται την καταστροφή των περισσοτέρων δυνάμεων του αντιπάλου σε πολύ σύντομο χρόνο θα μπορούσε να δώσει ακόμη μεγαλύτερη προτίμηση στη γρήγορη και αιφνίδια διεξαγωγή επιθέσεων. Η επίτευξη αυτού του δύσκολου στόχου θα ήταν σχεδόν σίγουρα ευκολότερη όσο νωρίτερα επιχειρήθηκε, πριν από τα πλοία, τα υποβρύχια, τα άρματα μάχης και άλλοι στόχοι να λάβουν προφυλάξεις για να μειώσουν την ευπάθειά τους.

“Ο επιδέξιος μαχητής βάζει τον εαυτό του σε μια θέση που καθιστά την ήττα αδύνατη και δεν χάνει τη στιγμή για να νικήσει τον εχθρό.” – Sun Tzu, The Art of War

Ωστόσο, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε σενάρια στα οποία η πολιτική ηγεσία θα ήταν απρόθυμη να επιβάλει κυρώσεις με καταφυγή στην άμεση χρήση βίας, πόσο μάλλον να δεσμευτεί για μια πορεία δράσης που θα προκαλούσε τεράστιες απώλειες σε έναν αντίπαλο από την αρχή. Αυτό οφείλεται στην επικρατούσα πολιτική, τη δυναμική της συμμαχίας ή στις αμφιβολίες για την αλήθεια των ενδείξεων και των προειδοποιήσεων εάν οι αντίπαλοι προσπαθήσουν να καλύψουν τις προετοιμασίες τους με ασκήσεις μεγάλης κλίμακας ή άλλες μεθόδους εξαπάτησης. Όποιος κι αν είναι ο λόγος, μια προσδοκία επιφυλακτικότητας θα επηρέαζε την αξιοπιστία. «Κανείς δεν ξεκινά πόλεμο, ή μάλλον κανείς δεν πρέπει να το κάνει», έγραψε ο Κλάουζβιτς, «χωρίς πρώτα να ξεκαθαρίσει στο μυαλό του τι σκοπεύει να επιτύχει από αυτόν τον πόλεμο και πώς σκοπεύει να τον επιτύχει».

Οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να θέσουν τους στόχους ενός πολέμου, ενώ οι στρατοί τους επιτυγχάνουν. Τέλος, οι πολίτες πρέπει να υποστηρίξουν το πόλεμο. Δεδομένου ότι διαθέτουν στις ένοπλες δυνάμεις τα χρήματα και το προσφιλές τους ανθρώπινο δυναμικό (γιοί και κόρες), πρέπει να είναι πεπεισμένοι ότι η θυσία είναι δικαιολογημένη. Ο Corbett ακολούθησε τον Clausewitz εξηγώντας ότι ο πολιτικός στόχος καθοδηγεί την πολεμική προσπάθεια: «η στρατηγική υποστηρίζει την πολιτική, ποτέ το αντίστροφο. Η αποτυχημένη στρατηγική, κατά την άποψη του Corbett, ήταν συχνά ένα σύμπτωμα ασυνεπούς ή μη εφικτής πολιτικής».

Ένα άλλο σημαντικό θέμα, της ταχείας τριβής είναι ότι οι στόχοι μπορεί να θέσουν μια αδικαιολόγητα υψηλή απαίτηση για την εκτέλεση εξάλειψης μιας απειλής. Εννοούμε ότι μπορεί να απαιτεί απασχολούμενη δύναμη τόσο σε ταχύτητα όσο και σε κλίμακα, ενός σημαντικού μέρους των αμυντικών στοιχείων παρακολούθησης, επίτευξης πληγμάτων και διοικητικής/υλικοτεχνικής υποστήριξης της Ελλάδας για να παραμείνει σε υψηλό επίπεδο ετοιμότητας, τόσο για την έγκαιρη προειδοποίηση για επικείμενη επίθεση όσο και για την έναρξη μιας απάντησης το συντομότερο δυνατό. Όχι μόνο η διατήρηση αυτής της δύναμης θα μας αιμορραγούσε οικονομικά, δυνητικά αποσύροντας πόρους από άλλους επενδυτικούς τομείς όπως ο εκσυγχρονισμός, αλλά θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει ανοίγματα που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν οι αντίπαλοι.

Η Τουρκία, ειδικότερα, έχει αποδειχθεί ικανή στον τομέα να επιβάλλει βάρη στον Ελληνισμό μέσω της επιβολής του κόστους της ειρήνης. Για παράδειγμα, η αποστολή πλοίων και σμήνη αεροσκαφών σε καθημερινή βάση προσβάλοντας τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα ή διεξάγοντας περιπολίες κοντά στα νοτιοανατολικά νησιά της Δωδεκανήσου (Σύμπλεγμα Καστελορίζου), έχει επιβαρύνει σημαντικά τις πλατφόρμες και το προσωπικό του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας. Δεν θα ήταν έκπληξη, επομένως, να δούμε την Άγκυρα να εντείνει αυτές τις προσπάθειες. Με άλλα λόγια, αυξάνοντας και μειώνοντας τις εντάσεις συνεχώς, και με διάρκεια, η τιμή και το πολιτικό κόστος μιας στάσης ταχείας τριβής καθίστανται όλο και πιο επαχθή με την πάροδο του χρόνου. Εν τω μεταξύ, τα σήματα μιας πραγματικής επίθεσης ενδέχεται να χαθούν στο θόρυβο των συχνών προκλήσεων.

Συμπεράσματα

Κλείνοντας αυτή την ανάλυση συμπεραίνουμε ότι απαιτείται συνεχής αξιολόγηση εναλλακτικών λύσεων ενόψει της τουρκικής απειλής. Εξαντλούμε τις επιλογές για την πρόληψη του πολέμου και διαμορφώνουμε τη στρατηγική για την είσοδο στο πόλεμο, με άριστη προετοιμασία στρατηγικής εξόδου. Τέλος φροντίζουμε για τη καθιέρωση μηχανισμών σταθεροποίησης και λήψης αποφάσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Έτσι γεννώνται δύο βασανιστικά ερωτήματα.

Είναι ο πόλεμος πραγματικά αναπόφευκτος; Ενόψει της αναμενόμενης πολυπλοκότητας του πολέμου και της υψηλής τιμής που θα απαιτήσει και από τις δύο πλευρές, πρέπει πρώτα να εξεταστεί το ερώτημα εάν και πώς μπορεί να αποτραπεί. Ενώ ο Ελληνισμός δεν θα είναι σε θέση να αποτρέψει έναν πόλεμο που του επιβάλλεται, προτού επιλέξει να ξεκινήσει μια κίνηση, θα πρέπει να εξαντλήσει όλους τους τρόπους για να το αποφύγει, και με αυτόν τον τρόπο να επιλέξει ακόμη και ανοικτά ή συγκεκαλυμμένα πολιτικά μέτρα. Ένα βασικό στοιχείο στην προσπάθεια αποφυγής του πολέμου που πρέπει να συνεχίσει να επιδιώκει ο Ελληνισμός είναι η οικοδόμηση αποτροπής, για παράδειγμα, με τη διατήρηση συνήθων στρατιωτικών επιχειρήσεων (η εκστρατεία μεταξύ των πολέμων) και μέσω μιας συνεχιζόμενης, συντονισμένης γνωστικής προσπάθειας για να τονιστεί το βαρύ κόστος που μπορεί να αναμένεται να πληρώσει ο εχθρός ως αποτέλεσμα ενός πολέμου.

Πρέπει ο Ελληνισμός να ξεκινήσει τη προβολή στρατιωτικής ισχύος; Η αυξανόμενη απειλή στο θέατρο επιχειρήσεων του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης του αναθεωρητικού άξονα, του οποίου η Τουρκία είναι η αιχμή του δόρατος, εγείρει το δίλημμα για το αν θα μειωθεί η απειλή ή θα αφαιρεθεί με στρατιωτικά μέσα. Η στρατηγική του Ελληνισμού σε όλους τους πολέμους ήταν αμυντική, με στόχο τη διατήρηση του status quo ή την αποκατάστασή του. Ωστόσο, παρόλο που η στρατηγική ήταν αμυντική, το δόγμα δεν ήταν επιθετικό. Ο στόχος μας πρέπει να είναι η ταχεία μεταφορά του πολέμου στο εχθρικό έδαφος, προκειμένου να νικήσουμε αποφασιστικά τις δυνάμεις του εχθρού και να συντομεύσουμε τον πόλεμο, να δημιουργήσουμε μια βελτιωμένη στρατηγική πραγματικότητα για την Ελλάδα και έτσι να καθυστερήσουμε τον επόμενο πόλεμο και να ενισχύσουμε την αποτροπή. Όσον αφορά το πόλεμο με την Τουρκία, υπάρχουν δύο επιλογές για ένα προληπτικό χτύπημα και τα στρατιωτικά οφέλη θα πρέπει να εξεταστούν με βάση το προβλεπόμενο κόστος τους:

  • Προληπτικό χτύπημα: Ένα χτύπημα που ξεκινά και αποπροσανατολίζει την αναμενόμενη επίθεση του εχθρού κατά μερικές ώρες ή ημέρες, προκειμένου να διαταράξει τα σχέδιά του, να δημιουργήσει ένα στρατιωτικό πλεονέκτημα και να κρατήσει την πρωτοβουλία. Σε αυτή την περίπτωση, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΕΔ) θα επιτεθούν προληπτικά όταν είναι σαφές ότι η Τουρκία πρόκειται να ξεκινήσει έναν πόλεμο.
  • Προληπτικός πόλεμος: Μια επίθεση που ξεκινά με στόχο την πρόκληση μεγάλης ζημιάς στον εχθρό πριν είναι έτοιμος για πόλεμο και ενώ εργάζεται για τη μακροπρόθεσμη στρατιωτική του δύναμη. Φαίνεται ότι αυτό είναι το πιο σχετικό αλλά δύσκολο δίλημμα σχετικά με τον αναμενόμενο πόλεμο κατά της Τουρκίας. Το ερώτημα είναι, πρέπει ο Ελληνισμός να ξεκινήσει πόλεμο κατά μιας αναπτυσσόμενης απειλής;

Ο πυρήνας του διλήμματος σε αυτή την περίπτωση αφορά την πρόοδο του εξοπλιστικού προγράμματος της Τουρκίας. Θα εξαρτηθεί από τις δοκιμές ανάλυσης απόδοσης και προσομοιώσεις ως μέρος μιας μελέτης ενίσχυσης των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων. Βασικές εκτιμήσεις σε μια τέτοια απόφαση θα είναι αν αυτή η απόφαση για το οπλοστάσιο στα χέρια του εχθρού εξουδετερώνει επίσης την ελευθερία δράσης των ΕΕΔ κάτω από το όριο του πολέμου και ποια είναι η πιθανότητα ότι ο επόμενος πόλεμος θα μπορούσε να εξελιχθεί από ένα προληπτικό χτύπημα.

Η ευρείας κλίμακας επίθεση που εκτιμάται να προκύψει από την Τουρκία σε ένα ενδεχόμενο πόλεμο, σε συνδυασμό με την εκτίμηση ότι η ισορροπία ισχύος γέρνει προς τη πλευρά του εχθρού, οι ΕΕΔ δεν θα είναι σε θέση να αναχαιτίσουν μια τέτοια επίθεση κατά τη διάρκεια του πολέμου, υπογραμμίζουν το δίλημμα σχετικά με τη διάρκεια του πολέμου και το πεδίο εφαρμογής του. Υπάρχουν σκέψεις ότι η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει έναν σύντομο και περιορισμένο πόλεμο, ακόμη και αν τα επιτεύγματά του θα είναι εξαιρετικά περιορισμένα.

Σε κάθε περίπτωση μια στρατιωτική επιχείρηση θα είναι δαπανηρή και, ως εκ τούτου, ο Ελληνισμός θα πρέπει να θέσει ως στόχο να ανατρέψει την ανάπτυξη της απειλής για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Η στρατιωτική λύση στο δίλημμα είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ένα αποφασιστικό κτύπημα σε σύντομο χρονικό διάστημα που θα εξαλείψει την απειλή για το Αιγιακό μέτωπο με στόχο την υπονόμευση των στρατιωτικών δυνατοτήτων του εχθρού.

 

*Ο Υποναύαρχος (εα) Δημήτριος Τσαϊλάς ΠΝ δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024