29/03/2024

Τουρκία: Ποιες οι πιθανότητες να ανατραπεί ο Ερντογάν

Του Κώστα Ράπτη

Ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι, υπήρξε από τη θητεία του στην ΕΚΤ μαθημένος να ζυγίζει την κάθε του λέξη. Δεν είναι λοιπόν από απερισκεψία που τόλμησε, πρώτος αυτός από όλους τους Ευρωπαίους ηγέτες, να αποκαλέσει “δικτάτορα” τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, όσο και αν συμπλήρωσε ότι δεν μπορεί κανείς να πάψει να συναλλάσσεται με τέτοιους γείτονες.

Την αντίδραση του Ντράγκι προκάλεσε βέβαια το Sofagate, ήτοι η ταπεινωτική μεταχείριση που επεφύλαξε ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας στην επικεφαλής της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, όταν την υποδέχθηκε στο προεδρικό ανάκτορό του μαζί με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, χωρίς ωστόσο να έχει προβλεφθεί κάθισμα παρά μόνο για τον τελευταίο.

Περιστατικό το οποίο περιγράφει καλύτερα από πολλές λέξεις το τραυματισμένο κύρος της Ε.Ε., την ώρα ακριβώς που στο τραπέζι των συνομιλιών έμπαινε η “θετική ατζέντα” των ευρωτουρκικών σχέσεων (ήτοι οι απαιτήσεις Ερντογάν για επανάληψη του πολιτικού διαλόγου υψηλού επιπέδου, απελευθέρωση της βίζας, επικαιροποίηση της τελωνειακής ένωσης και κυρίως την καταβολή νέων κονδυλίων ώστε να παραταθεί η συμφωνία για το προσφυγικό), αλλά και οι ανησυχίες των Ευρωπαίων για την περιστολή των ελευθεριών στην Τουρκία και την αποχώρηση της γείτονος από τη Διεθνή Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την προστασία των γυναικών από τη βία.

Ωστόσο, μία ημέρα πριν υποδεχθεί τους υψηλούς επισκέπτες, ο Ερντογάν είχε ήδη αλλάξει την ατζέντα στο εσωτερικό της Τουρκίας, προβάλλοντας και πάλι ως υπερασπιστής της δημοκρατίας και θύμα επίδοξων πραξικοπηματιών.

Η επίμαχη επιστολή

Την αφορμή έδωσε η κοινή ανοιχτή επιστολή 104 απόστρατων ανώτατων αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού με την οποία εκφραζόταν ανησυχία αφενός για τη φιλολογία περί αποδέσμευσης της Τουρκίας από τη Διεθνή Σύμβαση του Μοντρέ και αφετέρου για την επιχειρούμενη απομάκρυνση των ενόπλων δυνάμεων από τις παρακαταθήκες του Κεμάλ Ατατούρκ.

Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν, με την κατηγορία της συνωμοσίας για την ανατροπή του Συντάγματος, δέκα από τους συνυπογράψαντες, συμπεριλαμβανομένου του θεωρούμενου ως πνευματικού πατέρα του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας”, ναυάρχου ε.α. Τζεμ Γκιούρντενιζ, ενώ σε μηνυτήριες αναφορές προχώρησαν 910 σύλλογοι, 408 ιδρύματα, 114 επιμελητήρια, 550 συνδικάτα και 46 ομοσπονδίες, προφανώς υπό τον έλεγχο του κυβερνώντος κόμματος. Και οι ανακρίσεις συνεχίζονται, με μέγα ερώτημα το αν στην υπόθεση θα εμπλακούν και αξιωματικοί εν ενεργεία, γεγονός που θα διευκολύνει νέες εκκαθαρίσεις εντός του στρατεύματος. Το ότι άλλωστε η προσπάθεια σύνταξης του επίμαχου κειμένου ήταν, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, από μηνός γνωστή στις μυστικές υπηρεσίες αποδεικνύει ότι ουδέποτε οι κυβερνώντες έχασαν τον έλεγχο των εξελίξεων.

Το να αντιμετωπίζεται ως απόπειρα ανατροπής του πολιτεύματος η άσκηση του δικαιώματος της έκφρασης από απόστρατους στρατιωτικούς είναι κάτι το οποίο βρίσκει απήχηση στην τραυματισμένη από την πρόσφατη ιστορική εμπειρία τουρκική κοινή γνώμη – εξού και τα κόμματα της αντιπολίτευσης τοποθετούνται αμυντικά, καταγγέλλοντας κάθε “πραξικοπηματισμό”. Το κείμενο των 104 έπασχε, εξάλλου, όχι μόνο από την άποψη του timing αλλά και των διατυπώσεων, που, αντί να βοηθούν στην εξεύρεση συμμάχων, περισσότερο παρέπεμπαν σε παλαιότερα στρατιωτικά τελεσίγραφα, όπως το “προνουντσιαμέντο” που ανέτρεψε το 1998 την πρώτη ισλαμιστική κυβέρνηση του Νετσμετίν Ερμπακάν.

Θείο δώρο

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός αποτέλεσε “θείο δώρο” για τον Ερντογάν και τους υποστηρικτές του, καθώς, αντί για την οικονομική κρίση, την έξαρση της πανδημίας του κορονοϊού, τα σκάνδαλα διαφθοράς που ανακύπτουν κάθε τόσο ή τα διλήμματα της εξωτερικής πολιτικής, οι κυβερνώντες σφυροκοπούν κάθε αντίπαλό τους ως δυνάμει “πραξικοπηματία”. Μάλιστα, ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος έφτασε στο σημείο να χαρακτηρίσει τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ως εγκέφαλο της κίνησης των “104”.

Στην πραγματικότητα, τα κίνητρα των δυσαρεστημένων ναυάρχων μάλλον είναι πιο πεζά – και εξηγούν και τη βιασύνη με την οποία κινήθηκαν. Τον Μάρτιο υιοθετήθηκε νόμος που μεταφέρει την αρμοδιότητα για τις κρίσεις και προαγωγές των στρατιωτικών από τα Επιτελεία στο υπουργείο Άμυνας, γεγονός που ανοίγει την προοπτική μετατροπής του στρατεύματος σε βραχίονα του κυβερνώντος κόμματος.

Επιπλέον, οι πρόσφατες πρωτοβουλίες του Ερντογάν για επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. δείχνουν να τερματίζουν τη συμμαχία του με τους “ευρασιατιστές”, ήτοι τους αντιδυτικούς κεμαλικούς στρατιωτικούς, οι οποίοι ήρθαν στο προσκήνιο μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και την εκκαθάριση των γκιουλενιστών. (Το ότι οι τελευταίοι, ως σύμμαχοι ακόμη τότε του Ερντογάν, είχαν καταστεί παντοδύναμοι στο φόντο των εκκαθαρίσεων του παλιού κεμαλικού κατεστημένου με την κατηγορία της προετοιμασίας πραξικοπήματος στο πλαίσιο της υπόθεσης Εργκένεκον δείχνει πώς λειτουργεί το “ασανσέρ” της εξουσίας γύρω από τον Τούρκο ηγέτη.)

Δύσκολα θα φανταστεί, πάντως, κανείς ότι ο Ερντογάν έχει τεθεί εκτός παιδιάς, καθώς, παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις και τη δημοσκοπική υποχώρηση της συμμαχίας ισλαμιστών-εθνικιστών κάτω από το 50%, ο δρόμος μέχρι τις εκλογές του 2023 είναι μακρύς και τα όπλα στη διάθεσή του είναι πολλά, με κυριότερο την αδυναμία υποστήριξης ενός αντίπαλου υποψηφίου από όλη την αντιπολίτευση. Εξού και η κυβέρνηση δεν παύει την επιθετική φυγή προς τα εμπρός, άλλοτε με την αποχώρηση από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, άλλοτε με τη δρομολόγηση της απαγόρευσης του φιλοκουρδικού κόμματος HDP και άλλοτε με την αιφνίδια αντικατάσταση του κεντρικού τραπεζίτη.

Προς τι η φιλολογία για τη Σύμβαση του Μοντρέ

Στην προσπάθειά τους να αποκαθηλώσουν την κληρονομιά του Κεμάλ Ατατούρκ, οι ερντογανιστές με ιδιαίτερο ζήλο στιγματίζουν τις διεθνείς συνθήκες που υπογράφηκαν επί των ημερών του. Και αν για τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) μπορούσαν τουλάχιστον να υποστηρίζουν ότι εξασφάλισε στην Τουρκία πολύ λιγότερα από όσα προέβλεπε ο “Εθνικός Όρκος” του 1920, μοιάζει με απόλυτο παραλογισμό ότι τώρα θέτουν στο στόχαστρο, όπως επεσήμαναν ανήσυχοι οι “104”, τη Σύμβαση του Μοντρέ (1936), που αποτέλεσε τουρκικό διπλωματικό θρίαμβο. Με αυτήν, στο πλαίσιο που είχε διαμορφώσει η πορεία προς τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η χώρα του Κεμάλ αποκτούσε πλήρη έλεγχο (και δικαίωμα στρατιωτικοποίησης) των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, καταργώντας τη Διεθνή Επιτροπή που τα επέβλεπε έως τότε, υπό τον όρο της ελεύθερης διέλευσης όλων των εμπορικών πλοίων εν καιρώ ειρήνης και με περιορισμούς για τα πολεμικά πλοία των μη παρευξείνιων κρατών – ζήτημα θεμελιώδους ρωσικού ενδιαφέροντος.

Τη φιλολογία περί απόσυρσης από τις προβλέψεις του Μοντρέ (όπως πρόσφατα συνέβη και με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης για τα δικαιώματα των γυναικών) την εγκαινίασε ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, Μουσταφά Σεντόπ, και υποχρεώθηκε να την κλείσει ο ίδιος ο Ερντογάν, μολονότι αυτή σχετίζεται με το αγαπημένο φαραωνικό του σχέδιο, της διάνοιξης στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης διώρυγας που θα συνδέει Προποντίδα και Μαύρη Θάλασσα κατά παράκαμψη του Βοσπόρου. Το πώς, βεβαίως, θα αποδειχθεί βιώσιμο το σχέδιο αυτό όσο τα πλοία θα διατηρούν βάσει Μοντρέ δικαίωμα ελεύθερης διόδου από τον Βόσπορο μένει να απαντηθεί…

πηγή: Capital.gr 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024