28/03/2024

Τα ιστορικά μαθήματα της γενοκτονίας των Αρμενίων μέσα από την έρευνα δυο Ισραηλινών

Γράφει ο Αλέξανδρος Νίκλαν
Σύμβουλος Θεμάτων Ασφαλείας 

 

 

Ένα ογκώδες και ταυτόχρονα αποκαλυπτικό βιβλίο δυο Ισραηλινών καθηγητών με τίτλο:  «The thirty year genocide – Turkey’s destruction of its christian minorities 1894-1924» παρουσιάζει πώς η γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών, η οποία διεξήχθη στη γειτονική χώρα μεταξύ 1894 και 1924, είχε  ως σκοπό την ολοκληρωτική εξάλειψη των χριστιανικών μειονοτήτων από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι Ισραηλινοί καθηγητές Benny Morris και Dror Ze’evi (Μπένι Μόρρις και Ντρορ Ζεέβι) στις 600 και πλέον σελίδες της έρευνάς τους, η οποία χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς για το 2019 σύμφωνα με την αξιολόγηση των Financial Times, αποδεικνύουν ότι δεν επρόκειτο για ατυχή γεγονότα αλλά για μια στοχευμένη προσπάθεια εξάλειψης των χριστιανικών πληθυσμών από την περιοχή. Θα τολμούσαμε να κάνουμε τη σύγκριση με τον τρόπο δράσης των φανατικών του DAESH (γνωστό ως ISIS- Ισλαμικό Κράτος) το οποίο φρόντιζε συστηματικά για την εξάλειψη των χριστιανικών πληθυσμών στις περιοχές τις οποίες είχε υπό τον έλεγχό του.

Ουσιαστικά, οι συγγραφείς σημειώνουν πως μέχρι το 1894 πέντε εκατομμύρια Χριστιανοί ζούσαν στα εδάφητης τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που στη συνέχεια  έγιναν Τουρκία, δηλαδή περίπου το 20% του πληθυσμού (στοιχείο που δεν αμφισβείται από κανέναν μελετητή της Ιστορίας) αλλά μόνο δεκάδες χιλιάδες παρέμειναν το 1924 και τουλάχιστον δύο εκατομμύρια δολοφονήθηκαν από μουσουλμάνους. Οι συγγραφείς προσδιορίζουν ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται, με μικρές παραλλαγές, κατά τη διάρκεια της περιόδου των τριάντα ετών. Οι πρώτοι στόχοι της επίθεσης ήταν άνδρες στρατιωτικής ηλικίας και εκείνοι με επιρροή, στη συνέχεια οι γυναίκες και τέλος τα  παιδιά. Μέσα από την έρευνά τους οι δυο ισραηλινοί συγγραφείς καθορίζουν το Ισλάμ και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό ως τις κύριες αιτίες της γενοκτονίας, που είχαν ως στόχο την ίδρυση ενός καθαρού, μουσουλμανικού κράτους εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μετέπειτα της Τουρκίας.

Το βιβλίο έφερε πολλές αντιδράσεις στην Τουρκία και υπήρξε σημείο τριβής ακόμα για τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ. Μελετώντας το μπορεί ο αναγνώστης να βρει  όσες μαρτυρίες και δεδομένα κατάφεραν να διασωθούν, καθώς το τουρκικό κράτος προχώρησε σε μια ιστορική διαγραφή όλων των αρχείων και των μαρτυριών που υπήρχαν. Τα περισσότερα στοιχεία, είτε βρέθηκαν ξεχασμένα σε κάποια αρχεία τοπικών δημόσιων κτιρίων, είτε από κουρδικές πηγές, είτε ακόμα και από πηγές στη Δύση (Πρεσβείες) δίνοντας παράλληλα και μια εικόνα εκτός συνόρων- πώς δηλαδή έβλεπαν οι δυτικοί όλη αυτή την διαδικασία γενοκτονίας που διεξήγαγε το τουρκικό κράτος πολύ πριν ο Μουσταφά Κεμάλ αναλάβει εξουσία. Ενδεικτικά,  παραθέτω το παρακάτω απόσπασμα από την Βρετανική Πρεσβεία όπως περιγράφεται στο βιβλίο. Η εισαγωγή αναφέρει πώς οι Αρμένιοι λόγω ενθάρρυνσης της Ρωσίας που ήθελε να πλήξει την Τουρκία αλλά να κρατήσει μακριά και τους Αρμένιους από δικά της εδάφη, είχαν λάβει καθοδηγήσεις οι οποίες δόθηκαν σε “πρόθυμους” να ξεκινήσουν εξέγερση εντός της χώρας, δίνοντας έτσι τροφή και στους Οθωμανούς να πραγματοποιήσουν τα σχέδια τους. Προφανώς, μια τακτική που πάντα γινόταν και γίνεται απλά με το πέρασμα των χρόνων αλλάζουν τα ονόματα.  Το σίγουρο είναι πώς οι Αρμένιοι έτυχαν να γίνουν το εργαλείο και το εξιλαστήριο θύμα εξυπηρετώντας συμφέροντα που ούτε καν μπορούσαν να διαπιστώσουν από μόνοι τους.

Κωνσταντινούπολη: Το «σημείο καμπής»

Πέρασε περισσότερο από ένας χρόνος πριν ξαναρχίσει η εξολόθρευση των Αρμενίων. Το δεύτερο κύμα ξεκίνησε στην Κωνσταντινούπολη, στις 30 Σεπτεμβρίου 1895 και συνέχισε κατά εξακολούθηση σε μια σειρά σφαγών γύρω από τις ανατολικές επαρχίες. Οι ενέργειες στην Πρωτεύουσα (σ.σ. η Άγκυρα έγινε αργότερα πρωτεύουσα της Τουρκίας), φιλτραρισμένες μέσω ελεγχόμενων και κατευθυνόμων αναφορών ειδήσεων και επίσημης προπαγάνδας, εξόργισαν και τους μουσουλμάνους στις επαρχίες και οδήγησαν άμεσα σε εντολές που διέταξαν την σφαγή δεκάδων χιλιάδων Αρμενίων.

Αυτό που συνέβη στην Κωνσταντινούπολη είναι αρκετά σαφές, αναφέρει ο Βρετανός πρεσβευτής Sir Philip Currie. Στις 30 Σεπτεμβρίου, ομάδες Αρμενίων, τουλάχιστον εν μέρει οργανωμένες από τους Hunchaks (σοσιαλιστική πολιτική παράταξη Αρμενίων) που έφταναν μεταξύ 500 και 2.000 άτομα (τα στοιχεία είναι ελλειπή εδώ), συγκεντρώθηκαν στο Kumkapı, κοντά στο Αρμενικό Πατριαρχείο, και προχώρησαν προς τα γραφεία του μεγάλου βεζίρη για να εκφράσουν την δυσαρέσκεια τους. Σύμφωνα με τον Currie, οι διαδηλωτές ήταν οπλισμένοι με πιστόλια και μαχαίρια σε ένα ομοιόμορφο μοτίβο που υποδηλώνει ότι οι διοργανωτές είχαν διανείμει τα όπλα.

Οι διαδηλωτές, που περιγράφονταν σε μια αναφορά ως «ως επί το πλείστον νέοι άντρες της μεσαίας τάξης, έφεραν ένα αίτημα ενάντια στο παρόν κράτος υποθέσεων στη χώρα μας».  Σε αυτήν την αναφορά υπήρχε διαμαρτυρία για «συστηματική δίωξη τους» με μόνο αντικειμενικό σκοπό να αναγκάσουν τους Αρμένιους να εξαφανιστούν από την δική τους χώρα, μέσα από αναρίθμητες πολιτικές συλλήψεις, βάρβαρα και απάνθρωπα βασανιστήρια και τις καταγγελίες για δήθεν παράνομες πράξεις των υπαλλήλων και των φορολογουμένων. Αναφέροντας τη σφαγή στο Sassoun, οι Αρμένιοι απαίτησαν μεταρρύθμιση στα ανατολικά εδάφη επαρχιών της χώρας και να γίνει μια αντιμετώπιση και περιορισμός των κουρδικών ταξιαρχιών (σ.σ. οι Κούρδοι είχαν γίνει ο εκτελεστικός βραχίονας της Τουρκίας ενάντια στους πληθυσμούς των Χριστιανών).

Σύμφωνα με τον Currie δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία να γίνουν πιστευτοί οι σκοποί των Hunchacks για τους πολιτικούς στόχους της ομάδας. Αυτός πίστευε ότι ο στόχος των Hunchack ήταν να προκληθεί «αιματοχυσία», που θα προκαλούσε μια έξωθεν παρέμβαση. Πολλοί από τους διαδηλωτές προφανώς «πήραν τη Θεία έγκριση» στις διάφορες Αρμενικές εκκλησίες την προηγούμενη Κυριακή ώστε να είναι προετοιμασμένοι για θάνατο»,, γράφει χαρακτηριστικά ο Βρετανός πρέσβης. Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο Αρμένιος πατριάρχης ανησυχούσε ιδιαίτερα για την εξέλιξη της κατάστασης και προσπάθησε ανεπιτυχώς να σταματήσει την διαδήλωση. 

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Το βιβλίο εξετάζει τρία επεισόδια: πρώτον, τη σφαγή 200.000  Αρμενίων που κατοικούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1894 και 1896. Στη συνέχεια την πολύ μεγαλύτερη απέλαση και σφαγή Αρμενίων που ξεκίνησε το 1915 και έχει αναγνωριστεί ευρέως ως γενοκτονία. και τρίτον, την καταστροφή και απέλαση των εναπομείναντων χριστιανών (κυρίως Ελλήνων του Πόντου) κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τη σύγκρουση του 1919-22, την οποία οι Τούρκοι αποκαλούν τον πόλεμο της ανεξαρτησίας τους. Η μοίρα των Ασσυρίων Χριστιανών, εκ των οποίων 250.000 ή περισσότεροι ενδέχεται να έχουν χαθεί, εξετάζεται επίσης,αλλά με λιγότερη λεπτομέρεια.

Κάθε ένα από τα παραπάνω συνέβη σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Το πρώτο ξεδιπλώθηκε σε μια Οθωμανική Αυτοκρατορία που προσπαθούσε να εκσυγχρονιστεί  αλλά ταυτόχρονα κατέρρεε, ενώ βρίσκοταν σε χρόνια αντιπαλότητα με τους Ρώσους. Το δεύτερο έγινε όταν οι Τούρκοι ήταν σε πόλεμο με τρεις χριστιανικές δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία) και ανησυχούσαν για την κατάληψη τους από τη Δύση και την Ανατολή. Κατά τη διάρκεια του τρίτου, οι ελληνικές εκστρατευτικές δυνάμεις είχαν καταλάβει το λιμάνι της Σμύρνης, με την έγκριση των δυτικών συμμάχων τους, και στη συνέχεια βάδισαν στην ενδοχώρα.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως σ΄αυτές τις τρεις φάσεις όπου διεξάγονται οι γενοκτονίες παρατηρούμε διαφορετικά πολιτικά καθεστώτα που όμως εναρμονίζονται στον τρόπο δράσης τους, Βλέπουμε δηλαδή στην πρώτη περίπτωση την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στη δεύτερη, μια σκιερή κλίκα των αυτοκρατών  και στην τρίτη, μια κοσμική δημοκρατία. Ανεξάρτητα από την αλλαγή των πολιτικών συνθηκών, όλες αυτές οι δολοφονίες Χριστιανών υποκινήθηκαν από μουσουλμάνους Τούρκους που προσελκύουν άλλους μουσουλμάνους και επικαλούνται την ισλαμική αλληλεγγύη

Ένα εντυπωσιακό κεφάλαιο εξηγεί τη συσσώρευση των σφαγών του 1894-96. Περιγράφει την πίεση που ασκείται στην αγροτική Ανατολία από νεοεισερχόμενους που εγκαταλείπουν την πορεία της Ρωσίας μέσω του Καυκάσου και τη μετατροπή των Αρμενίων από μια θρησκευτική μειονότητα σε μια πολιτική κοινότητα που φοβούνται οι Οθωμανοί.

Κοσκινίζοντας τα αποδεικτικά στοιχεία, ο Μόρις και ο Ζεέβι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο οθωμανικός εσωτερικός κύκλος άρχισε να σχεδιάζει θανατηφόρες μαζικές απελάσεις αμέσως μετά τη ρωσική νίκη τον Ιανουάριο του 1915. Ωστόσο, η οθωμανική πολιτική διαμορφώθηκε και σκληρύνθηκε από τη μάχη του Βαν, στην οποία πολέμησαν Ρώσοι και Αρμένιοι με επιτυχία, ξεκινώντας από τον Απρίλιο του 1915. Αυτά τα συμπεράσματα βασίζονται σε προσεκτική ανάλυση.

Ποιοι είναι οι συγγραφείς

 

Ο Ντρορ Ζεέβι διδάσκει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ben Gurion της Νεγκέβ. Από το 2006 έως και το 2009 έχει διατελέσει πρόεδρος του Συλλόγου Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών του Ισραήλ. Εχει εκδώσει διάφορα βιβλία και άρθρα σχετικά με τη Οθωμανική κοινωνική και πολιτιστική ιστορία.

Ο Μπένι Μόρρις είναι ομότιμος καθηγητής Σπουδών Μέσης Ανατολής στο Πανεπιστήμιο Ben Gurion, θεωρείται εκπρόσωπος των «Νέων Ιστορικών του Ισραήλ» και έχει εκδώσει σειρά βιβλίων σχετικά με τη ισραηλινοπαλαιστινιακή διένεξη. Άρθρα του δημοσιεύονται συχνά στις μεγαλύτερες εφημερίδες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και άλλων ευρωπαϊκών κρατών.

 

Διαβάστε επίσης: 

Οι προσπάθειες μετρρύθμισης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η κατάληξη στο καθεστώς των Νεότουρκων 

Η τηλεοπτική σειρά Κόκκινο Ποτάμι και οι αναφορές στο κίνημα των Νεότουρκων 

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024