19/03/2024

Το θρίλερ με τους στρατιωτικούς και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις

Σε θρίλερ διαρκείας εξελίσσεται η κράτηση των δύο ελλήνων στρατιωτικών στην Ανδριανούπολη. Δίχως αμφιβολία, πρόκειται για έναν πραγματικό διπλωματικό γρίφο ο οποίος απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς από την Αθήνα. Πώς αξιολογείται η παρούσα συγκυρία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Και ποια πρέπει να είναι η στάση που θα κρατήσει η Ελλάδα απέναντι στις νέα κατάσταση που δείχνει να διαμορφώνεται.

Στον έγκριτο συνάδερφο Στέλιο Μπαμιατζή για λογαριασμό του site ενημέρωσης και ειδήσεων TheTOC μίλησαν τέσσερις αναλυτές, ειδικοί σε θέματα εξωτερικής πολιτικής:

Π. Ιωακειμίδης: Τα προβλήματα δεν λύνονται με όρους ισχύος

Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτης Ιωακειμίδης σημειώνει σχετικά πως ουδείς μπορεί να γνωρίζει πως ακριβώς θα εξελιχθεί η υπόθεση, καθώς υπάρχει ένα απρόοβλεπτο καθεστώς (Ερντογάν) το οποίο χρησιμοποιεί αδόκιμες μεθόδους στην αντιμετώπιση προβλημάτων. Όλα εξαρτώνται από το πώς θέλει να το εκμεταλλευθεί η Άγκυρα. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί να συνεχιστεί για μερικές ημέρες, εβδομάδες ή και μήνες, σημειώνει. Ο καθηγητής αναφέρεται όμως σε μία νέα περίοδο όπου έχει αρχίσει πλέον να υπάρχει στις σχέσεις των δύο χωρών.

“Νομίζω έχουμε μπει σε νέο κεφάλαιο. Συγκροτείται από δύο – τρία στοιχεία και ένα από αυτά είναι η μη προβλεπτικότητα και η αβεβαιότητα στην Τουρκία. Η γειτονική χώρα περνά την πλέον αβέβαιη περίοδο στην ιστορία της, με σοβαρά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα.Με αντίστοιχα ανοιχτά ζητήματα και στον εξωτερικό της χώρο. Εξίσου απρόβλεπτος είναι και ο Ερντογάν. Δεν αγκυροβολεί σε κανένα συλλογικό πλαίσιο, ούτε της ΕΕ ούτε του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα στη Συρία, καθώς δεν αποδίδει η επιχείρηση, όπως είχε τουλάχιστον σχεδιαστεί. Ο Ερντογάν θέλει όμως να αναδείξει την Τουρκία σε περιφερειακή δύναμη και να προοωθήσει αυτή τη νέα στρατηγική. Προσπαθεί λοιπόν να επιβάλει την παρουσία της σε νέες περιοχές”.

Αυτά γίνοντα από την πλευρά της Άγκυρας. Το πως θα το διαχειριστεί η ελληνική πλευρά, είναι θέμα που απασχολεί τους ειδικούς αναλυτές, όπως βέβαια και τα ΜΜΕ. Ο κ. Ιωακειμίδης αναφέρεται στον κίνδυνο που ελλοχεύει, να παρασυρθεί η Αθήνα και εν τέλει να παγιδευθεί στη λογική της Τουρκίας. “Δεν πρέπει να συμβάλλει στην ένταση, ενώ θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση και με αποφασιστικότητα. Νηφαλιότητα και ψυχραιμία χρειάζονται στη διαχείριση των κρίσεων. Ένας κακός χειρισμός από όποια πλευρά θα μπορούσε να οδηγήσει, έστω μέσω ατυχήματος, στην κλιμάκωση. Χρειάζεται να αποφευχθούν θεατρικές κινήσεις και εμπρηστικές ρητορίες. Ο στόχος μας είναι σαφής. Να επιστρέψουν οι Έλληνες στρατιωτικοί και να προστατεύουμε στην εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία της χώρας”.

Έγιναν όμως λάθη στο παρελθόν. Μέσα από αυτά αλλά και από την τωρινή κρίση η Ελλάδα χρειάζεται να αντλήσει διδάγματα. “Ένα σημαντικό λάθος του παρελθόντος ήταν όταν δεν επιλύσαμε συγκεκριμένα προβλήματα διότι δεν είχαμε αντιληφθεί πως ο χρόνος δεν λειτουργεί υπέρ μας. Η Τουρκία έχει ισχυρότερη θέση και προσθέτει θέματα, τα οποία κατά κανόνα είναι εις βάρος μας. Κλιμακώνει την ένταση με τέτοιο τρόπο, βλαπτικό για την Ελλάδα. Για παράδειγμα, όλο το πακέτο των θεμάτων του Αιγαίου θα μπορούσε να είχε επιλυθεί μετά το Ελσίνκι. Φτάσαμε κοντά το 2004, ήρθε όμως η ΝΔ τότε και ουσιαστικά εγκατέλειψε τον πολιτικό χάρτη του Ελσίνκι.

Τα προβλήματα δεν γίνεται να λυθούν με όρους ισχύος, δεν την έχουμε. Ακόμα όμως κι εάν την είχαμε, δεν θα ήταν η ενδεδειγμένη λύση, θα επιδείνωνε το πρόβλημα. Αυτό που ουσιαστικά πρέπει να γίνει, είναι να αξιοποιήσουμε με ευρηματικό και δημιουργικό τρόπο το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχει η Ελλάδα ισχυρότερη παρουσία, αυτό δηλαδή της ΕΕ. Να διερευνήσουμε όλες τις δυνατότητες, να επανασυνδέσουμε την Τουρκία με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, όχι να την απομονώσουμε. Η απομόνωση είναι ζημιογόνος. Η επανασύνδεση πρέπει να γίνει με τέτοιο τρόπο, ώστε να πειθαρχήσουμε την Άγκυρα σε συμπεριφορές με βάση την καλή γειτονία και το διεθνές δίκαιο.

Μην ξεχνάμε άλλωστε πως έχουμε να κάνουνμε με μία διαιρεμένη χώρα. Το 50% στηρίζει τον αυταρχικό Ερντογάν και περίπου άλλο ένα περίπου 50% θέλει την Ευρώπη. Προς τα εκεί να εργαστούμε”.

Μ. Κοππά: Η Τουρκία αναβαθμίζει τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο 

Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής και πρώην ευρωβουλευτής, Μαριλένα Κοππά υπογραμμίζει πως η κατάσταση στην Τουρκία ωθεί την Άγκυρα να αναβαθμίσει τις διεκδικήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και το Αιγαίο. Η στάση της γείτονος χώρας δείχνει πως έχει βάθος χρόνου η στρατηγική της.

“Έχει πάρει απόσταση από τις ΗΠΑ λόγω της στήριξης της Ουάσιγκτον στους Κούρδους, αλλά και από την ΕΕ λόγω του παγώματος της διαδικασίας της διεύρυνσης. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν οι μηχανισμοί εκείνοι που θα καθιστούσαν την Τουρκία πιο ελέγξιμη. Η γνώμη μου είναι πως δεν θα εκτονωθεί η κρίση ούτε με την απελευθέρωση των Ελλήνων στρατιωτικών. Ίσως μάλιστα η Τουρκία να προχωρήσει εκείνη σε εξορύξεις στην κυπριακή ΑΟΖ. Υπάρχει συγκεκριμένος σχεδιασμός για την Αν. Μεσόγειο και το Αιγαίο. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια οι γείτονες επιλέγουν την ελεγχόμενη ένταση. Και πρόκειται για μία επικίνδυνη κατάσταση λόγω του απρόβλεπτου χαρακτήρα της Τουρκίας αυτή τη χρονική περίοδο.”

Και συνεχίζει η κ. Κοππά:

“Απαιτείται συναίνεση και συμφωνία για τα σοβαρά εθνικά θέματα, όπως με την Τουρκία. Να απευθυνθούμε στους διεθνείς οργανισμούς, να δούμε τις συμμαχίες μας σε Ευρώπη, με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Κυρίως, να γίνει γνώστης η ΕΕ του ζητήματος. Παράλληλα επιβάλλεται να αποφευχθούν οι λεονταρισμοί. Συμπεριφορές όπως του εξαφανισμένου κ. Καμμένου δεν πρέπει να επαναληφθούν.”

Η καθηγήτρια της Συγκριτικής Πολιτικής τονίζει πως η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να κρατά ανοιχτά πολλά θέματα, αλλά πρέπει να κλείσει “δευτερέυοντα ζητήματα όπως το “Μακεδονικό” και να επικεντρωθεί στο πιο καυτό πρόβλημα, αυτό με την Τουρκία. Άλλωστε, κατά την κ. Κοππά, έγιναν λάθος χειρισμοί και δη πρόσφατα, με την ελληνική πλευρά να μην έχει δείξει την υπευθυνότητα που αρμόζει στις στιγμές.

“Η Τουρκία επιδιώκει ανατροπή του status quo που υπήρχε από το 1996. Δεν μας συμφέρει μία τέτοια αλλαγή. Η Τουρκία αναβαθμίζει τις διεκδικήσεις της. Πλέον, θα το προσέξατε, δεν μιλά για “γκρίζες ζώνες”, δηλαδή αμφισβητούμενες περιοχές αλλά για τουρκικό έδαφος. Υπάρχει μία επικίνδυνη κατάσταση. Ο Ερντογάν έχει συμμαχήσει με τους υπερεθνικιστές. Η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να κρατά δύο και τρία μέτωπα ανοικτά. Έχει χάσει περίπου 170 στρατιώτες στη Συρία αλλά στην τουρκική κουλτούρα αυτό είναι ανεκτό.

Σύνεση και σοβαρότητα χρειάζεται και όχι εθνικιστικές κορώνες όπως αυτές που ακούστηκαν τις τελευταίες ημέρες.”

Π. Τσάκωνας: Χρειάζεται σύστημα διαχείρισης “κρίσεων χαμηλής έντασης”

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, Π. Τσάκωνας αναφέρει:

“Δεν αποκλείω καθόλου την περαιτέρω χρονοτριβή από πλευράς Τουρκίας. Ας μην ξεχνάμε ότι η περιστολή των συνταγματικών ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων που ακολούθησε το πραξικόπημα έχει δημιουργήσει ένα πολιτικό και νομικό υπόβαθρο που προσφέρει στις τουρκικές αρχές τη δυνατότητα να ορίσουν τον χρόνο και την πρόοδο των εξελίξεων. Δεν είμαι συνεπώς αισιόδοξος για σύντομη επίλυση του προβλήματος και απελευθέρωση των δύο στρατιωτικών στο αμέσως επόμενο διάστημα.”

Από τις πλέον επικίνδυνες περιόδους στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, αυτή που διανύουμε τώρα, δηλώνει ευθαρσώς ο κ. Τσάκωνας, ο οποίος επίσης από την πλευρά του αναφέρεται σε ένα σκληρό διμεροποιημένο πλαίσιο.

“Διανύουμε μια από τις “δύσκολες” και “επικίνδυνες” περιόδους των σχέσεων με την Τουρκία, η οποία θα σας έλεγα ότι μοιάζει με κάποιες προηγούμενων δεκαετιών, “ευτυχώς” περισσότερο με εκείνη της δεκαετίας του ’90 και λιγότερο με τη δεκαετία του ’80 (την εποχή του “μη-διαλόγου” και του “μη-πολέμου”).

Όπως έχω επανειλημμένα σημειώσει οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ζουν και αναπτύσσονται ήδη από τη προηγούμενη δεκαετία μέσα σε ένα “σκληρό διμεροποιημένο” πλαίσιο, με αποδυναμωμένα –ειδικά κατά την τελευταία διετία– τόσο τα εξωτερικά (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ) όσο και τα εσωτερικά (τουρκική αντιπολίτευση) αντίβαρα απέναντι στο θυμικό και τις φιλοδοξίες του κ. Ερντογάν.

Όμως παρά το γεγονός ότι σήμερα υφίστανται κανάλια επικοινωνίας και μάλιστα σε πολλά επίπεδα, εν τούτοις –όπως αποδεικνύεται– αυτά δεν επαρκούν για την πρόληψη “κρίσεων χαμηλής έντασης”. Να θυμίσω ότι μέσα σε διάστημα ενός μήνα ζήσαμε δύο τέτοιες κρίσεις (πιο πρόσφατα το επεισόδιο στον Έβρο με την σύλληψη των δύο ελλήνων στρατιωτικών και νωρίτερα τον εμβολισμό του σκάφους του Λιμενικού στην περιοχή των Ιμίων από την τουρκική ακταιωρό).

Αντίθετα τα κανάλια αυτά ενεργοποιούνται “κατόπιν εορτής” προκειμένου να μην υπάρξει στρατικοποίηση ή κλιμάκωση της “κρίσης χαμηλής έντασης”. Φαίνεται δε να “αποδίδουν” στην περίπτωση του εμβολισμού του σκάφους του ελληνικού Λιμενικού στα Ίμια και να υπάρχει αποκλιμάκωση αλλά να μη “δουλεύουν”, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, στην περίπτωση της σύλληψης των ελλήνων στρατιωτικών καθώς δεν υπήρξε επιτυχής διαχείριση του συμβάντος στο περιορισμένο πλαίσιο της μεθορίου και το επεισόδιο “διεθνοποιήθηκε”.”

Η ανάπτυξη συγκροτημένων και κυρίως συντονισμένων απαντήσεων αποτελεί «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση για την αποτελεσματική διαχείριση των κρίσεων που έχουν προκύψει, και ενδέχεται να προκύψουν και πάλι, στο Αιγαίο. Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις κρίσεων δεν θα έλεγα ότι ο συντονισμός των εμπλεκομένων φορέων υπήρξε υποδειγματικός. Αντίθετα παρατηρήθηκε μια “πολυφωνία” στο εσωτερικό η οποία εισπράχθηκε ως “κακοφωνία” στο εξωτερικό. Χρειάζεται λοιπόν να ξαναδούμε πώς θα οικοδομήσουμε και θα αναπτύξουμε ένα συγκροτημένο σύστημα διαχείρισης “κρίσεων χαμηλής έντασης”. Σήμερα όχι αύριο.

Χρήσιμο θα ήταν επίσης να σκεφτούμε κατά πόσον οι σταθερά υψηλοί και εθνικώς υπερήφανοι τόνοι ενός μέρους της πολιτικής ηγεσίας και σε αρκετές περιπτώσεις και της πολιτειακής ηγεσίας της χώρας εξυπηρετούν –εκτός από την ικανοποίηση του θυμικού κάποιων συμπολιτών μας– το εθνικό συμφέρον ή νομιμοποιούν αντίθετα τις ακραίες εθνικιστικές φωνές στην Τουρκία ή/και την συνειδητή επιθετικότητα του κ. Ερντογάν.

Καρατράντος: Η αλυσίδα των κρίσεων χαμηλής έντασης 

Η κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στην Αδριανούπολη είναι μόνο το πιο πρόσφατο επεισόδιο σε μία αλυσίδα κρίσεων χαμηλής έντασης, η οποία ξεκίνησε από την οξυμένη ρητορική της Τουρκίας και κορυφώθηκε με τη στάση και τις δηλώσεις Ερντογάν στην Αθήνα, τονίζει ο διεθνολόγος, καθηγητής και διευθυντής της σχολής εθνκής ασφάλειας. Α. Καρατράντος. Οι παραβάσεις είναι καθημερινές, υπάρχει χαμηλή ένταση σε καθημερινό όμως επιχειρησιακό επίπεδο. Έχουμε τον εμβολισμό του σκάφους, τη NAFTEX, τώρα τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς, αναφέρει ο κ. Καρατράντος.

“Υπάρχει αλληλουχία κλιμάκωσης. Αυτό που δημιουργεί η Τουρκία καιδεν μπορεί να δημιουργήσει η Ελλάδα είναι η χαμηλής έντασης καθημερινή κρίση. Αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσα από τρεις άξονες. Πρώτος και κεντρικός, αυτός της πολιτικής και διπλωματικής διαχείρισης. Πως δηλαδή αμφότερες Τουρκία και Ελλάδα, σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, θα διαχειριστούν την κατάσταση. Δεύτερος άξονας, αυτός με τις ηγεσίες των ενόπλων δυνάμεων. Εδώ να σημειώσουμε πως οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις απαντούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν απαντούν στις προκλήσεις. Ο τρίτος άξονας είνα η διαχείριση των καθημερινών καταστέσεων, όπως οι στρατιωτικές περιοπολίες, οι αντίστοιχε ςτου Λιμενικού Σώματος, ο έλεγχος στα σύνορα και άλλα.”

Πόσο όμως πιθανό θεωρεί ο καθηγητής διεθνολόγος ένα “ατύχημα”, όπως αυτό που δείχνει να φοβάται ο αμερικανός πρέσβης;

“Ένα ατύχημα έχει να κάνει με την καθημερινότητα ενός ανθρώπου. Πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στους ανθρώπους στις ένοπλες δυνάμεις. Εντούτοις, δεν μπορούμε να ξέρουμε την αντίδραση του κάθε ανθρώπου στην καθημερινή πίεση. Επηρεάζεται από την ψυχολογία, από την πολιτική ρητορία… υπό αυτή την έννοια, ένα ατύχημα είναι πιθανό να συμβεί”.

“Έγιναν σφάλματα. Η κρίση μας έδειξε ότι δεν έχουμε σαφή πολιτική. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να λέμε για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, αφού αυτή στην ουσία δεν υπάρχει. Επίσης, μετά το 2004, επί της ουσίας, εγκαταλείφθηκε η πολιτική του Ελσίνκι. Δεν υπήρξε πλέον η πρόθεση για συνεννόηση με την Άγκυρα και επιστρέψαμε σε έναν διμερισμό. Χάθηκε η ευκαιρία, χάθηκε το μομέντουμ από τη συμφωνία του Ελσίνκι. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Είμαστε παγιωμένοι στον διαχωρισμό ασφάλειας και άμυνας, δεν “διαβάζουμε” καλά την Τουρκία. Αντίθετα, μας έσυρε η Τουρκία στο δικό της γήπεδο, στον διμερισμό. Παραλύσαμε την εξωτερική μας πολιτική, αφήναμε τα τρένα να περνούν. Τώρα πάμε πίσω από το 1999.”

Και συνεχίζει ο κ . Καρατράντος:

“Έπρεπε να είχαμε μάθει από τα διδάγματα των Ιμίων κυρίως αλλά και του Οτσαλάν, το 1999. Όταν δηλαδή υπήρξαν παρεμβάσεις και από εξωθεσμικούς παράγοντες. Παράδειγμα, ο δήμαρχος που πήγε από αγνό πατριωτισμό και τοποθέτησε τη σημαία στα Ίμια. Μετά ήρθε  η “απάντηση” των Τούρκων. Η ανώτατη πολιτική ηγεσία καλείται να χειριστεί τόσο τον κατώτερο επιχειρησιακό παράγοντα, όσο και αυτούς τους εξωθεσμικούς παράγοντες.

Είναι αδυναμία της ελληνικής πλευράς η απουσία ειδικής μονάδας διαχείρισης κρίσεων. Είναι επιβεβλημένη μία τέτοια μονάδα η οποία θα αντιμετωπίζει όλα τα θέματα από τα πιο μικρά, μικρής έντασης, έως τα πιο μεγάλα. Απαιτείται ένα ας το πούμε υπερυπουργείο που θα ενσωματώνει όλους τους εμπλεκόμενους τομείς της εθνικής μας ασφάλειας. Υπάρχει στις ΗΠΑ αντίστοιχο. Χρειάζεται ένα συμβούλιο εθνικής ασφάλειας, μία σταθερή δομή καθαρά επιχειρησιακή, το οποίο θα έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες και τις πηγές των πληροφοριών, ΕΥΠ, υπηρεσίες στρατού. Λιμενικό. Ώστε να υπάρχει ομογενοποιημένη πληροφόρηση. Και να υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό”.

Όσο για το εάν η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μία νέα περίοδο, όσον αφορά στις σχέσεις της με την Τουρκία, ο διευθυντής της σχολής εθνικής ασφάλειας σημειώνει πως αυτή έχει αρχίσει από το 2005 – 2008 αλλά τώρα το συνειδητοποιεί η χώρα μας. Μετά το 1996 η ελληνική πλευρά επένδυσε στη συμφωνία του Ελσίνκι και στα κριτήρια της Κοπεγχάγης για την καλή γειτονία της Τουρκίας. Θα χρειαζόταν όμως μία τουρκική ηγεσία που να βαδίζει προς τον εκδημοκρατισμό της γειτονικής χώρας.

“Τα εξάντλησε όμως τα όρια της η Τουρκία τα τελευταία χρόνια με την πολιτική Ερντογάν, όταν απέρριψε τη Δύση και επέλεξε να γίνει ένα κράτος σύμβολο και ηγετικό του μουσουλμανικού κόσμου. Απομακρύνεται συνεχώς από τα δυτικά κράτη, απειλεί, εμπλέκεται στη Συρία… είναι ένας απρόβλεπτος και απειλητικός παίκτης στην περιοχή, σε ευθεία ρήξη με τη Δύση και δη την Ευρώπη”.

Στέλιος Μπαμιατζής
Συντάκτης 

ΤΟC 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2023