20/04/2024

Φορολογικοί παράδεισοι: Το παράδειγμα της Ελβετίας

Γράφει ο Γεώργιος Αθανασίου*

 

      Ο όρος φορολογικός παράδεισος χρησιμοποιείται ευρέως για να προσδιορίσει τις χώρες όπου ισχύουν ευνοϊκά για τις επιχειρήσεις φορολογικά καθεστώτα. Ο κοινός αυτός τόπος, αν και περιγράφει το βασικό χαρακτηριστικό του όρου, δεν είναι σε καμία περίπτωση πλήρης. Οι φορολογικοί παράδεισοι χαρακτηρίζονται αφενός από την εξαιρετικά χαμηλή ως ανύπαρκτη φορολόγηση των επιχειρήσεων, αφετέρου από την απουσία δυνατότητας πληροφόρησης των ιδιοκτητών των επιχειρήσεων που εδρεύουν στην επικράτεια τους και υπόκεινται στην δικαιοδοσία τους. Το γεγονός αυτό καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή την επιβολή προστίμων για απόκρυψη φορολογητέου εισοδήματος ή ακόμη και την εξεύρεση μηχανισμών νομιμοποίησης ‘‘μαύρου χρήματος’’.

      Ειδικότερα, η Ελβετία θεωρούνταν ανέκαθεν ο κατ’ εξοχήν φορολογικός παράδεισος στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο, ένεκα του χαμηλού συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων (κυμαίνεται μεταξύ 12-14%)[1] και της πάγιας πολιτικής των ελβετικών τραπεζών περί μη δημοσιοποίησης των στοιχείων των ιδιοκτητών των τραπεζικών θυρίδων και λογαριασμών. Η πολιτική αυτή ωστόσο, είχε δημιουργήσει αρκετές τριβές με τις διωκτικές αρχές άλλων Ευρωπαϊκών και Αμερικάνικων κρατών, με αποτέλεσμα την σταδιακή, αν και όχι πλήρη, εγκατάλειψη της. Έτσι, σήμερα η Ελβετία χαρακτηρίζεται από tax justice network ως largely compliant με τις σχετικές προβλέψεις περί διαφάνειας και ανταλλαγής πληροφοριών, όσον αφορά ιδίως την πρόληψη και αντιμετώπιση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος[2]. Επομένως, καθίσταται σαφές πως ο πρόσφατος ισχυρισμός του Αμερικάνου Προέδρου Biden πως η Ελβετία αποτελεί φορολογικό παράδεισο, αποτελεί περισσότερο μία παγιωμένη πεποίθηση στην παγκόσμια κοινή γνώμη παρά ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα.

     Συμπληρωματικά προς την Ελβετία, υπάρχουν χώρες που χρησιμοποιούνται κατά κόρον για την αποφυγή της φορολογίας και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Πρόκειται για τον Παναμά τα νησιά Κέυμαν, ορισμένες πολιτείες των Η.Π.Α., τον Μαυρίκιο, την Κύπρο, τις Βερμούδες, ενώ τελευταία δυναμικά στον χώρο εισέρχεται και το Ντουμπάι.

   Το πως όμως επιτυγχάνεται η αποφυγή της φορολογίας και η νομιμοποίηση των εσόδων, αποτελεί αντικείμενο που χρήζει ευρείας μελέτης. Συνοπτικά, αξίζει να σημειωθεί πως ακολουθείται το σχήμα της δημιουργίας μιας εταιρίας ‘‘βιτρίνας’’ (shell company), μιας εταιρίας δίχως ,δηλαδή, πραγματική υπόσταση, σε κάποιο κράτος με ευνοϊκό εταιρικό φορολογικό καθεστώς. Εν συνεχεία, μεταβιβάζονται από την μητρική εταιρία στην εταιρία βιτρίνα τα επίμαχα περιουσιακά στοιχεία, κατά κανόνα μέσω μιας επίπλαστης αγοραπωλησίας, τα οποία πλέον εκφεύγουν της φορολογικής αρμοδιότητας του κράτους στο οποίο εδρεύει η μητρική εταιρία. Ακόμη, ένας άλλος τρόπος που αξιοποιείται για το ξέπλυμα χρήματος είναι τα καζίνο, ιδίως στην Αμερική και στην Κίνα. Ειδικότερα, υπό το πρόσχημα της συμμετοχής σε παίγνια στο Καζίνο, μεταβιβάζονται πολλά εκατομμύρια, τα οποία καθίσταται αδύνατο να εντοπιστεί η πηγή τους.

     Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί, όσον αφορά τις εταιρίες βιτρίνες, πως αυτές δεν είναι εκ των προτέρων παράνομες, αλλά το παράνομο ή όχι της φύσης τους εξαρτάται από τον λόγο για τον οποίο αυτές θα αξιοποιηθούν. Βρίσκονται, για την ακρίβεια, εντός ενός γκρίζου νομικού πεδίου, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται έτι περαιτέρω η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο και τις χρησιμοποιεί κατά κόρον.

     Σε κάθε περίπτωση, η αποφυγή της φορολόγησης και η νομιμοποίηση χρήματος αποτελούν εξαιρετικά δύσκολα και περίπλοκα από τεχνικής απόψεως εγχειρήματα, στο μέτρο που η επιτυχία τους εξαρτάται από τον βαθμό πολυπλοκότητας τους. Με άλλα δηλαδή λόγια, όσο πιο δαιδαλώδης είναι η διαδρομή του χρήματος, τόσο πιο δύσκολο είναι για τις διωκτικές αρχές να εντοπίσουν την πηγή αυτού και κατ’ επέκταση να αποτρέψουν την αποφυγή της φορολογίας και το ξέπλυμα.

     Συμπεραίνοντας, υπολογίζεται πως η ποσότητα του χρήματος που διακινείται κατά αυτούς τους τρόπους κυμαίνεται από 5 έως 35 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, ενώ τα κράτη χάνουν πάνω από 500 δις. δολάρια σε φορολογικά έσοδα ετησίως[3], τα οποία εκ των πραγμάτων καλούνται να αναπληρώσουν οι πολίτες. Η αντιμετώπιση, επομένως, της φοροδιαφυγής πρέπει να αναχθεί σε πρώτη προτεραιότητα, των κυβερνήσεων. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να μη λησμονούμε πως κανένα κράτος δε μπορεί να αντιμετωπίσει την παγκόσμια αυτή μάστιγα μόνο του. Για τον λόγο αυτό απαιτούνται συντονισμένες οικουμενικές προσπάθειες για την εξάλειψη των φορολογικών παραδείσων.

 

[1] https://zugimpex.com/switzerland-taxes.html?gclid=Cj0KCQjwytOEBhD5ARIsANnRjVhgB2gzkaf42JqpOkK6GJ-N4xfVX61FSFL2maD69L-xt2CpU04KnR8aAi7KEALw_wcB

[2] https://www.taxjustice.net/reports/the-state-of-tax-justice-2020/

[3] https://www.icij.org/investigations/panama-papers/what-is-a-tax-haven-offshore-finance-explained/?gclid=Cj0KCQjwytOEBhD5ARIsANnRjVhJYzU7bMuZd13iHFZy_6rLhPuC4njLGIKJojmelu7HiqiQ4xp7sZYaAvDmEALw_wcB

 

*Φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024