28/03/2024

Ο ειδικός στα χρόνια της χολέρας

Γράφει ο δρ Δημήτρης Γκίκας 

 

Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, στον κόσμο ξέσπασαν αρκετές πανδημίες χολέρας, για τις οποίες το επιστημονικό κατεστημένο της εποχής είτε σήκωνε τα χέρια ψηλά, είτε πρότεινε θεραπείες αναποτελεσματικές. Ένας Άγγλος γιατρός, λοιπόν, ο John Snow, είχε επανειλημμένα παρουσιάσει σε συνέδρια την θεωρία του ότι η χολέρα προερχόταν από το νερό και όχι από τον αέρα, όπως πιστευόταν ως τότε, χωρίς όμως να καταφέρει να πείσει τους συνάδελφους επιστήμονες, οι οποίοι τον θεωρούσαν «ψεκασμένο» (για να χρησιμοποιήσουμε τη σημερινή ορολογία). Επειδή, όμως ο Snow δεν πτοήθηκε κι επειδή την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ούτε τηλεοράσεις, ούτε Social Media που να τον καθυβρίζουν από το πρωί ως το βράδυ ως «ψεκασμένο», συνέχισε την έρευνά του, κατάφερε και βρήκε την αιτία, οδηγώντας την ανθρωπότητα σε απαλλαγή από μια φρικτή αρρώστια που είχε οδηγήσει σε απόγνωση και σε εκατομμύρια θανάτους.

Είναι προφανές σε όσους ασχολούμαστε με την Επιστημολογία και την Ιστορία των Επιστημών ότι από τις πιο παρεξηγημένες έννοιες είναι αυτή του «ειδικού» ή «ειδήμονα». Από την Ελληνική φιλοσοφία είχε ήδη ξεκινήσει η έρευνα για τον όρο αυτό. Ο Πλάτων ήταν αυτός που θεωρούσε ότι ο ειδήμων, ο «επαΐων», δηλαδή ο επιστήμονας, ήταν αυτός που μπορούσε να εκφράσει όχι απλώς μια γνώμη (δόξα), αλλά μια επιστημονική θέση, βασιζόμενος στη γνώση και τη μελέτη. Από τότε, η έννοια και η σημασία του ειδικού άρχισε να διαμορφώνεται όχι μόνο ως φιλοσοφικό/επιστημολογικό, αλλά και ως πολιτικό ζήτημα.

Από τη στιγμή που ξέσπασε η υγειονομική κρίση του κορωνοϊού, η επιστημολογική πλευρά του ζητήματος ήταν από αυτές που έμειναν εκτός συζήτησης. Θεωρήθηκε εξ ορισμού ότι οι μόνοι που «δικαιούνταν δια να ομιλούν» ήσαν οι γιατροί, συγκεκριμένα μάλιστα οι λοιμωξιολόγοι, οι φαρμακολόγοι, οι πνευμονιολόγοι και κάποιοι επιστήμονες που ασχολούνταν με θέματα στατιστικής και που η γνώμη τους ζητείται προκειμένου να προβλεφτεί η πορεία εξάπλωσης της νόσου.

Αυτό, όμως που κατεξοχήν αποδέχεται η επιστημολογία είναι πως η ανθρώπινη γνώση δεν είναι μονοδιάστατη και πως κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, κάθε κρίση και κάθε πρόβλημα που ανακύπτει σε μια ανθρώπινη κοινωνία εκτείνεται σε όλους τους τομείς της. Ως εκ τούτου, ειδικά σε επίπεδο πολιτικής, η αντιμετώπιση κρίσεων δεν είναι δυνατόν να αφήνεται στα χέρια κάποιων ειδικών και μόνο. Είναι τόσες πολλές οι προεκτάσεις, ώστε κάτι τέτοιο, επιστημολογικά, θεωρείται παραλογισμός. Για παράδειγμα, το ζήτημα του διαχωρισμού των καταστημάτων εστίασης σε καταστήματα για ανεμβολίαστους και εμβολιασμένους και το ζήτημα της επίδειξης πιστοποιητικού που αφορά ιατρικά δεδομένα, αποτελεί ζήτημα που άπτεται της νομικής επιστήμης, των ειδικών ασφάλειας, της πολιτικής επιστήμης και κοινωνιολογίας κ.ο.κ. Αυτό είναι το ένα σκέλος του θέματος, το οποίο, όπως φαίνεται, όχι απλά προσπεράστηκε στη χώρα μας, αλλά οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου αμφισβήτηση βασικών επιστημονικών θεμελίων, καθώς από τη μία εξύψωνε σ’ έναν ανυπέρβλητο θρόνο μία και μόνο επιστήμη, από την άλλη υποβίβαζε όλες τις υπόλοιπες.

Η έννοια του ειδικού δεν αποτελεί μια έννοια που απλώς ταυτίζεται με μια επιστήμη. Με τον ίδιο όρο εννοούνται ιεραρχικές ομάδες ανθρώπων, κάθε μία εκ των οποίων έχει συγκεκριμένο ρόλο στην εξέλιξη της επιστήμης. Ας δούμε τι σημαίνει αυτό με ένα παράδειγμα.

Ένα από τα επιχειρήματα που ακούστηκαν συχνά στην υγειονομική κρίση του κορωνοϊού ήταν ότι δεν μπορεί να κάνουν λάθος εκατοντάδες εκατομμύρια γιατροί στον κόσμο, ούτε βέβαια χρηματίζονται από τις φαρμακευτικές. Το επιχείρημα αυτό αποτελεί ένα από τα πολλά άκυρα που κυκλοφόρησαν και που δείχνουν, δυστυχώς, πως σε μια εποχή όπου η επιστήμη και τα πορίσματά της είναι προσβάσιμα σε όλους, εντούτοις πολλοί λίγοι γνωρίζουν πώς λειτουργεί η επιστήμη και ποια τα θεμέλιά της.

Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν κάποια πράγματα: κάθε γιατρός που ασκεί την ιατρική σε πρωτοβάθμιες ή δευτεροβάθμιες μονάδες υγείας δεν είναι παράλληλα και ερευνητής. Αυτό σημαίνει πως δεν γνωρίζει όλες τις εξελίξεις στην επιστήμη του. Αυτό που κάνει είναι να ακούει όσα λένε οι ερευνητές και να υπακούει, χωρίς περαιτέρω αμφισβήτηση, στα πορίσματά τους. Ως εκ τούτου, πραγματικά ειδικοί στο ζήτημα μιας ασθένειας που ξεσπά, όπως αυτή του κορωνοϊού, είναι μόνο μερικές δεκάδες χιλιάδες άτομα ανά τον κόσμο. Οι υπόλοιποι είναι απλώς αυτοί που υιοθετούν όσα οι ερευνητές ανακοινώνουν και προτείνουν.

Το ίδιο συμβαίνει και σ’ όλους τους επιστημονικούς κλάδους. Αν, για παράδειγμα, αναφέρει κάποιος ερευνητής στον τομέα της πολιτικής φιλοσοφίας ότι ο Πλάτων σε καμία περίπτωση δεν ήταν θιασώτης ολοκληρωτικών καθεστώτων, αλλά στα έργα του απλώς αναδεικνύει, εν είδει Μελέτης Περίπτωσης, τι σημαίνει για ένα κράτος να ελέγχεται απόλυτα από μία ομάδα ανθρώπων, δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι έχουν σπουδάσει Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Φιλοσοφία, Πολιτικές επιστήμες, Κοινωνιολογία και συναφή αντικείμενα, μπορούν και να ελέγξουν την ορθότητα ή μη αυτού του επιστημονικού ισχυρισμού. Οι μοναδικοί που μπορούν να τον ελέγξουν είναι αντίστοιχοι ερευνητές σε αντίστοιχους κλάδους. Οι υπόλοιποι (π.χ. οι φιλόλογοι που διδάσκουν Αρχαία Ελληνικά ή Φιλοσοφία σε σχολεία ή σχολές) απλά θα υιοθετήσουν την άποψη και θα την αναπαράγουν.

Ως εκ τούτου, δεν είναι όλοι οι γιατροί γνώστες του ερευνητικού σκέλους της κρίσης και, έτσι, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι υφίστανται συμφέροντα οικονομικά ή αποδειχθούν φαινόμενα χρηματισμού κάποιων ειδικών στον τομέα της φαρμακολογίας ή της λοιμωξιολογίας, εννοείται ότι δεν μπορούμε να συμπαρασύρουμε κι όλο το ιατρικό προσωπικό του πλανήτη σ’ αυτή την εγκληματική θέση.

Τα παραπάνω πρέπει να τα κρατήσουμε στο μυαλό μας, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη διερεύνηση σχετικά με την έννοια του ειδικού.

Σε μια κρίση, όπως αυτή του κορωνοϊού, θα πρέπει να διαχωρίσουμε το καθαρά ιατρικό σκέλος της κρίσης, από τα υπόλοιπα. Διότι κάθε κρίση, ακόμα και η οικονομική κρίση που γνώρισε η χώρα μας μόλις πριν λίγο καιρό, δεν είναι ποτέ μονοδιάστατη. Έχει πολιτικές διαστάσεις, κοινωνιολογικές, θρησκευτικές, φιλοσοφικές με την ευρεία έννοια του όρου, επιστημολογικές (τελείως διαφορετικές από τις αμιγώς ιατρικές, όπως δείξαμε παραπάνω) κ.ο.κ.

Τι διαπιστώσαμε στην υγειονομική κρίση; Ότι με το πρόσχημα του ειδικού, ένας Έλληνας καθηγητής φαρμακολογίας (για ν’ αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα) διακινεί ως επιστημονική πεποίθηση ότι «οι ανεμβολίαστοι θα είναι υπεύθυνοι για την οικονομική καταστροφή της χώρας». Για να κάνεις μια τέτοια πρόβλεψη, θα πρέπει να έχεις γνώσεις πολιτικής οικονομίας , πολιτικής επιστήμης, πολιτικής φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας. Όπως, λοιπόν θα μπορούσε κάποιος να με εγκαλέσει ως «ιατρικά αστοιχείωτο» (το γνωστό “είστε γιατρός, κύριε;”) και να με λοιδωρήσει αν ερχόμουν να υποστηρίξω, επί παραδείγματι, ότι όσοι νοσούν από κορωνοϊό πρέπει να παίρνουν το τάδε ή το δείνα αντιβιοτικό, έτσι και ο συγκεκριμένος καθηγητής είναι προφανέστατα αστοιχείωτος σε θέματα πέραν της ειδικότητάς του, ενδεχομένως πολιτικά υποκινούμενος και, πάντως, δεν μπορεί να «κρύβεται» πίσω από την ακαδημαϊκή του θέση και τις γνώσεις του στη φαρμακολογία για να διατυπώνει τέτοιες προβλέψεις και να θέλει, κιόλας να τον παίρνουμε στα σοβαρά. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια αναφορά έχει την ίδια αξία με την «πρόβλεψη» της κάθε κυρα-Σούλας απ’ την κάτω Ραχούλα (να με συμπαθάτε για τη χρήση των ονομάτων, είναι εντελώς τυχαία) ότι θα πεθάνουμε όλοι, αν δεν φορέσουμε μάσκες.

Μιας κι αναφέραμε, όμως την παροιμιώδη «κυρά – Σούλα», ας αναρωτηθούμε πόση αξία έχει σε μια οποιαδήποτε κρίση η γνώμη του καθενός. Σημαντική, όταν αυτή σχετίζεται με θέματα που έχουν να κάνουν με την πολιτική και την κοινωνία. Όχι την αξία ενός ειδικού, αλλά την αξία ενός ανθρώπου που ζει σε δημοκρατικό πολίτευμα και θέλει να έχει λόγο και θέση για τα πάντα. Υπ’ αυτή την έννοια, όταν ένας πολίτης, διατυπώνοντας τις επιφυλάξεις του για τα μέτρα που λαμβάνονται από την κυβέρνηση, εγκαλείται για ασχετοσύνη και του απαγορεύεται να εκφραστεί, τότε προφανώς δεν έχουμε δημοκρατία. Να θυμίσω, μάλιστα ότι στην αρχαία Αθήνα, την κοιτίδα της δημοκρατίας, δεν αποφάσιζαν ποτέ οι ειδικοί. Οι ειδικοί απλώς εξέφραζαν τη θέση τους ως ειδικοί, αλλά την απόφαση την έπαιρνε ο λαός, ακόμα και για το πόσους τόνους σιτάρι θα εισήγαγαν στην πόλη ή πόσα πλοία θα έπρεπε να ναυπηγήσουν. Άρα: τόσο η κυρά – Σούλα, όσο και ο καθηγητής φαρμακολογίας μπορούν να εκφράσουν άποψη για τα μέτρα που λαμβάνονται ή για τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι ελευθερίες ορισμένων κατηγοριών πολιτών. Αλλά η άποψή τους έχει την ίδια ακριβώς βαρύτητα, στο βαθμό που ούτε η κυρα – Σούλα, ούτε ο καθηγητής γνωρίζουν από πολιτική φιλοσοφία ή πολιτικές επιστήμες.

Ας δούμε τώρα και το προφίλ της κυρα-Σούλας: η κυρά – Σούλα σήμερα είναι ένας μεσαίας τάξης πολίτης, εργαζόμενος ή απασχολούμενος, με μόρφωση μεσαία ή ανώτερη έως και ανώτατη, αλλά που δεν έχει την τύχη να είναι τηλε-μαϊντανός ή τηλε-αστέρας. Ασχέτως του πεδίου σπουδών του, διακρίνεται από την κοινή λογική για αρκετά πράγματα, οπότε μπορεί να αντιληφθεί πως κάτι του «χτυπάει» καμπανάκι και κραυγάζει για σφάλμα, έστω κι αν δεν γνωρίζει επακριβώς πού βρίσκεται αυτό το σφάλμα στα όσα ακούει και διαβάζει. Η περιφρονητική προσφώνηση «κυρά – Σούλα» δύσκολα εκφράζει πλέον κάποιον εντελώς αγράμματο (όπως ήσαν κάποτε οι γιαγιάδες ή παππούδες της δεκαετίας του ’70), καθώς στην Ελλάδα, μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού διαθέτει πλέον καλή μόρφωση, ειδικά όσοι μπορούν και χρησιμοποιούν τη νέα τεχνολογία και διαθέτουν λογαριασμό στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Κατά συνέπεια, η περιφρονητική αυτή προσφώνηση δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία πολιτικού τύπου απαξιωτική συμπεριφορά που συναντάται κυρίως σε ανθρώπους που, επειδή αδυνατούν να επιχειρηματολογήσουν, απαξιώνουν το πρόσωπο του συνομιλητή τους, προκειμένου να πείσουν τους εαυτούς τους ότι συνομιλούν με ανάξιούς τους. Είναι η ίδια κατακριτέα αντίληψη, η οποία εκφράστηκε κάποτε από τον Φ. Μιτεράν ως «αυτός που χάνει στο μέτωπο των ιδεών, επιτίθεται στον άνθρωπο».

Γιατί, όμως η κυρα – Σούλα, δηλαδή ο μέσος πολίτης με μια μόρφωση που, δεκαετίες πριν, θα θεωρούνταν αξιοζήλευτη, αμφισβητεί τον «ειδικό»; Η ερώτηση δεν είναι καθόλου ανούσια και οι απαντήσεις καθόλου εύκολες.

Ο σημερινός ειδικός δεν ταυτίζεται, ως εικόνα, με αυτήν των προηγουμένων δεκαετιών. Δεν είναι πάντα οι άνθρωποι του γραφείου και του εργαστηρίου, κλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους ολημερίς, αποκομμένοι από τον κόσμο ή κοινωνικά αδέξιοι. Ούτε είναι ο άνθρωπος που χαίρει σεβασμού μόνο και μόνο επειδή έχει εντρυφήσει σ’ ένα γνωστικό πεδίο σε τέτοιο βαθμό που ο μέσος πολίτης μοιάζει ηλίθιος μπροστά του. Ο σημερινός ειδικός είναι αυτός που σπούδασε στα καλύτερα πανεπιστήμια (άρα προέρχεται κυρίως από οικογένειες οικονομικά ευκατάστατες), που έχει πολιτικές προσβάσεις και διασυνδέσεις που ο μέσος πολίτης δεν διαθέτει (άρα, συνήθως έχει στρωμένη καριέρα, ακαδημαϊκή ή όποια άλλη), που έχει πρόσβαση σε πακτωλούς χρημάτων για έρευνες, οι οποίες του αποφέρουν ακόμα περισσότερα χρήματα. Στην παρούσα υγειονομική κρίση, ο ειδικός κατέληξε να γίνει ένας τηλε-μαϊντανός, ένας τηλε-αστέρας μεγάλου βεληνεκούς, ένας επιστημονικός «ροκ – σταρ», η αίγλη του οποίου μάλιστα υπολογίζεται περισσότερο κι από την επιστημονική του κατάρτιση. Όμως, αυτή η εικόνα δεν είναι μια εικόνα που μπορεί ο μέσος πολίτης να πάρει στα σοβαρά, πολύ περισσότερο όταν, κατά γενική ομολογία, στη χώρα μας πάρα πολλά ΜΜΕ λειτουργούν ως φορείς πολιτικής προπαγάνδας, πολλές φορές μάλιστα τόσο ξεκάθαρης που ακόμα και η κυρα – Σούλα την αντιλαμβάνεται σχετικά εύκολα.

Υπάρχει όμως κι ένας πολύ πιο ειδικός λόγος όπου οι σημερινοί ειδικοί αμφισβητούνται. Η Ελλάδα πέρασε, την προηγούμενη δεκαετία, μια μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία επίσης χαρακτηρίστηκε από μια πρωτοφανή απαξίωση κάθε αντίθετης φωνής που εναντιωνόταν στους τρόπους αντιμετώπισής της. Μόνοι οι «ειδικοί» (της οικονομίας αυτή τη φορά) μπορούσαν να εκφέρουν λόγο κι άποψη, όλοι οι υπόλοιποι βαφτίστηκαν «ακραίοι», «γελοίοι» και, βεβαίως, «ανίδεοι». Η οικονομική κρίση «έληξε» με τη χώρα να έχει οδηγηθεί σε καθεστώς πτώχευσης και με τους πολίτες οικονομικά εξαθλιωμένους. Οι δε επιπτώσεις της κρίσης αυτής ακόμα δεν έχουν διαφανεί σε πλήρη βαθμό, καθώς αναμένεται «τσουνάμι» οικονομικών μέτρων που θα επηρεάσει ακόμα περισσότερο τη ζωή των πολιτών, με κατασχέσεις περιουσιών, νέα μνημόνια λόγω και της τωρινής κρίσης που μοιραία έπληξε και την οικονομία και με πολλά ακόμα δυσβάσταχτα μέτρα. Κι όλα αυτά από «ειδικούς», στελέχη διεθνών οργανισμών, προβεβλημένες «προσωπικότητες» και πολιτικούς ιθύνοντες που, στην ουσία, σύρθηκαν πίσω από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.

Η ταύτιση, μάλιστα των ειδικών με την πολιτική ηγεσία γιγάντωσε το κύμα αμφισβήτησης. Οι ειδικοί θεωρήθηκαν ως «πληρωμένα τσιράκια» της πολιτικής ηγεσίας ή ως, υπογείως ή φανερώς μικρή σημασία έχει, καλά αμειβόμενα στελέχη μεγάλων εταιρειών που απλώς εξυπηρετούσαν κι εξυπηρετούν τις εταιρείες αυτές. Αυτό δηλαδή που η κυρα – Σούλα αντιλήφθηκε είναι ότι οι ειδικοί εύκολα ξεπουλήθηκαν στο χρήμα, στα συμφέροντα μεγάλων επιχειρήσεων και εταιρειών ή στα προνόμια που τους παραχώρησε και τους παραχωρεί η εκάστοτε πολιτική εξουσία. Το γεγονός αυτό γίνεται ακόμα πιο φανερό αν σκεφτούμε ότι, ειδικά στη χώρα μας, οι περίφημες Ανεξάρτητες Αρχές, όπως αυτή της Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, μόνο ανεξάρτητες δεν είναι, αφού στελεχώνονται κομματικά, στηρίζουν τις αποφάσεις και τις πρακτικές της κυβέρνησης και, εν τέλει, δεν επιτελούν τον ρόλο για τον οποίο δημιουργήθηκαν. Δεν υφίσταται, δηλαδή κανένας έλεγχος της πολιτικής εξουσίας, ακόμα και σε επίπεδο ανεξάρτητων οργάνων που, επίσης, αποτελούνται, υποτίθεται, από ειδικούς.

Η παρούσα αντίδραση, άρα δεν συνιστά μια αντίδραση απέναντι στην επιστήμη εν γένει. Πρόκειται για μια αντίδραση απέναντι στην (αν-)αξιοπιστία των ειδικών και, κυρίως, στην απόλυτη ταύτισή τους με πολιτικές πρακτικές που δεν συνάδουν με τη δημοκρατία και τις θεμελιώδεις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας. Αυτό μάλιστα που προβληματίζει πολλούς είναι το πού μπορούν να φτάσουν αυτές οι πρακτικές. Αν για παράδειγμα σήμερα, λόγω της υγειονομικής κρίσης, απαγορεύονται κάποιες ελευθερίες σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, αύριο που θα ξεσπάσει μια άλλη κρίση, πολύ εύκολα θα μπορούσε να περιοριστεί άλλη ομάδα ανθρώπων. Πού τελειώνει αυτό, αν τελειώνει; Θα απαγορευτεί, ας πούμε, στα παιδιά να σπουδάζουν αν δεν ανήκουν σε συγκεκριμένες πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές ομάδες, στους τυφλούς και στους κινητικά ανάπηρους να κυκλοφορούν γιατί μπορεί να εμπλακούν σε ατύχημα; Μήπως θα απαγορευτεί στους οικονομικά ασθενείς να κατέχουν οποιαδήποτε μορφή περιουσίας; Αν δεχτείς τη μία απαγόρευση, επειδή αφορά τον άλλο, την ίδια στιγμή ανοίγεις τον δρόμο για να τεθεί μια άλλη απαγόρευση που θα αφορά κι εσένα. Κι όλα αυτά με τη σύμφωνη γνώμη και των ειδικών…

Εν κατακλείδι: Η περίοδος που ζούμε είναι από τις πιο τραγικές. Οι πολιτικές πρακτικές που χρησιμοποιούνται, ο τρόπος που πολλοί περιχαρακώνονται σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, δείχνει πόση σημασία έχει πάντα για την εξέλιξη της ανθρωπότητας η ελευθερία και η κοινωνική συνοχή. Το «διαίρει και βασίλευε», αγαπημένη μέθοδος των Ρωμαίων στρατιωτικών και αυτοκρατόρων, φαίνεται πως εξακολουθεί να είναι μία από τις πιο πολυχρηστικές τακτικές διαχρονικά. Πολιτική εξουσία που σπείρει διχόνοια και διχασμό δεν μπορεί παρά να είναι μια εξουσία τυράννων.

Η κατάσταση, ας αντιληφθούμε αυτό, δεν είναι προσωρινή. Ό, τι ξεκινά ως «προσωρινό μέτρο», έχει την τάση να παγιώνεται και να επεκτείνεται σε κάθε σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ό, τι σήμερα επιτρέπουμε να μας στερήσουν σ’ έναν τομέα ή εξαιτίας μίας συγκεκριμένης κατάστασης, αύριο θα μας στερήσουν τα ίδια και περισσότερα στο σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητάς μας και, ένα πρωί, απλά θα ξυπνήσουμε ως δούλοι, να αναρωτιόμαστε πώς στο καλό δεχτήκαμε τέτοια δεσμά. Ώσπου κάποια στιγμή «να μας λυπηθεί της αγάπης ο θεός» και να δημιουργηθεί μια εντελώς νέα μορφή πολιτικής κινητοποίησης που, συνήθως με βίαιο τρόπο, ανατρέπει τα «προσωρινά» ή «αναγκαστικά» ή «υποχρεωτικά» μέτρα. Διότι η ελευθερία συνιστά θεμελιώδες αξίωμα της ανθρώπινης φύσης και, ακόμα κι όταν ανταλλάσσεται με την «ασφάλεια» κάθε τύπου (υγειονομική, πολιτική, οικονομική), τελικά σε βάθος χρόνου συνειδητοποιούνται τα «ψιλά γράμματα» αυτής της ανταλλαγής και η σπίθα ανάβει. Είμαστε ένας λαός που το έχουμε μάθει πολύ καλά αυτό από την ιστορία μας, καθώς, κάποτε τουλάχιστον, υπολογίζαμε την ελευθερία μας περισσότερο κι από την ίδια τη ζωή μας…

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024