25/04/2024

Η ρωσική εμπλοκή στο Αφγανιστάν: ένα νικηφόρο στοίχημα;

Από την άφιξη του Ο μουλά Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ στην Καμπούλ. Πηγή Φωτογραφίας: Τelegram

Γράφει ο Ιωάννης Χουλιάρας*

 

Η θριαμβευτική είσοδος των Ταλιμπάν στην Καμπούλ και η ανακατάληψη του Αφγανιστάν από το ισλαμικό φονταμενταλιστικό κίνημα, μετά από σχεδόν 20 χρόνια δυτικής στρατιωτικής παρουσίας, φέρνει ανακατατάξεις στον γεωπολιτικό χάρτη της Ευρασίας. Οι ΗΠΑ και άλλοι σύμμαχοί τους έσπευσαν να εκκενώσουν τις πρεσβείες τους στην Καμπούλ και να απομακρύνουν όλο ή το μεγαλύτερο μέρος του διπλωματικού προσωπικού τους από την χώρα. Η Ρωσία, ωστόσο, δεν έδειξε ιδιαίτερη ανησυχία για τις εξελίξεις στην αφγανική πρωτεύουσα. Απεναντίας, ανακοινώθηκε πως η ρωσική πρεσβεία θα συνεχίσει να λειτουργεί κανονικά, ενώ ο πρέσβης Dmitrry Zhirnov συναντήθηκε την Τρίτη (17 Αυγούστου) με αντιπροσώπους των Ταλιμπάν. Μετά το πέρας της συνάντησης, ο Ρώσος διπλωμάτης δήλωσε πως οι Ταλιμπάν εγγυήθηκαν την ασφάλεια της ρωσικής πρεσβείας, χαρακτηρίζοντας τον διάλογο «θετικό».

Πράγματι, σε αντίθεση με την καταστροφική σοβιετική εκστρατεία της περιόδου 1979-1989, η Μόσχα φαίνεται να βρίσκεται προς το παρόν σε πλεονεκτική θέση προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντά της στο Αφγανιστάν, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και τα άλλα δυτικά κράτη. Οι προηγούμενες επαφές της με τους Ταλιμπάν και οι θετικές σχέσεις που καλλιέργησε με το κίνημα είχαν ως αποτέλεσμα η Ρωσία να είναι προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο επανόδου τους στην εξουσία.

Πριν από αυτό, ωστόσο, πρέπει να αναλυθούν οι ρωσικές θέσεις ως προς το ζήτημα του Αφγανιστάν. Για την Ρωσία, το Αφγανιστάν αποτελεί πηγή δύο σοβαρών απειλών:

Πρώτον, η Μόσχα ανησυχεί για τον κίνδυνο διασποράς της ισλαμικής τρομοκρατίας από το Αφγανιστάν στα πρώην σοβιετικά μουσουλμανικά κράτη της Κεντρικής Ασίας (Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, Κυργυστάν, Καζακστάν), τα οποία η Ρωσία εξακολουθεί να θεωρεί πως αποτελούν ζώνη ρωσικών «ειδικών συμφερόντων». Με ορμητήριο το Αφγανιστάν, ισλαμικές εξτρεμιστικές οργανώσεις θα ήταν πιθανώς σε θέση να διεισδύσουν στα κράτη της Κεντρικής Ασίας, εκμεταλλευόμενες την κοινή θρησκεία και τους εθνοτικούς δεσμούς (παρουσία Ουζμπέκων, Τατζίκων και Τουρκμένων στο βόρειο Αφγανιστάν). Με την σειρά της, η αποσταθεροποίηση των κρατών της Κεντρικής Ασίας θα επέτρεπε στην ισλαμική τρομοκρατία να διεισδύσει στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της ίδιας της Ρωσίας, ανασταίνοντας τον «εφιάλτη» της πρώτης μεταψυχροπολεμικής δεκαετίας, όταν η Μόσχα αντιμετώπισε τέτοια κινήματα στην Τσετσενία και την ευρύτερη περιοχή του Βορείου Καυκάσου.

Δεύτερον, το όπιο και η ηρωίνη που παράγονται στο Αφγανιστάν αποτελούν σοβαρό πρόβλημα για την Ρωσία, που αποτελεί μία από τις κύριες αγορές για τα δίκτυα διακίνησης ναρκωτικών στο Αφγανιστάν. Τα ναρκωτικά φτάνουν στην Ρωσία μέσω των κρατών της Κεντρικής Ασίας, γεγονός που διευκολύνεται από τα υψηλά επίπεδα διαφθοράς αυτών των κρατών. Πιστεύεται πως υπάρχουν στενές διασυνδέσεις ανάμεσα στα δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος και τις κρατικές αρχές ασφάλειας στην Κεντρική Ασία, καθιστώντας δύσκολη την παρεμπόδιση της εξαγωγής ναρκωτικών από το Αφγανιστάν στην ευρύτερη περιφέρεια.

Οι απειλές αυτές οξύνονται και από την δυσκολία αποτελεσματικής φύλαξης των συνόρων, τόσο των κρατών της Κεντρικής Ασίας με το Αφγανιστάν και μεταξύ τους, όσο και αυτών της Ρωσίας με το Καζακστάν (μήκους 7,644 χλμ.).

Επομένως, η Ρωσία επιθυμεί σταθερότητα στο Αφγανιστάν. Μια σταθερή και ισχυρή εξουσία στην χώρα θα ήταν σε θέση να περιορίσει τις τρομοκρατικές οργανώσεις και να καταπολεμήσει το πρόβλημα της παραγωγής και διακίνησης ναρκωτικών στην ρίζα του. Επιπλέον, ένα σταθερό Αφγανιστάν θα μπορούσε να λειτουργήσει ως διαμετακομιστικός κόμβος για το εμπόριο μεταξύ Κεντρικής και Νότιας Ασίας, συνδέοντας την Ρωσία με το Πακιστάν και την Ινδία και την ευρύτερη περιφέρεια του Ινδικού Ωκεανού.

Για τους λόγους αυτούς, η Μόσχα αρχικά στήριξε την αμερικανική επέμβαση στο Αφγανιστάν το 2001. Αν και είναι γνωστή η αντίθεσή της στην παρουσία ξένων στρατευμάτων στα πρώην σοβιετικά κράτη, η Μόσχα επέτρεψε στον διεθνή στρατιωτικό συνασπισμό να χρησιμοποιήσει βάσεις στο Κυργυστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Τατζικιστάν, καθώς επίσης και να μετακινήσει εξοπλισμό και δυνάμεις από και προς το Αφγανιστάν μέσω του ρωσικού σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου και εναέριου χώρου (το λεγόμενο «Βόρειο Δίκτυο Διανομής», που μέρος του διέσχιζε την Ρωσία, το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν για να φτάσει στο Αφγανιστάν, και λειτούργησε από το 2009 έως το 2015).

Η γεωπολιτική όμως είναι πάντοτε παρούσα στο Κρεμλίνο, και ο οξυμένος ανταγωνισμός της Ρωσίας με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, ιδίως από το 2014 και έπειτα, επηρέασε και την ρωσική πολιτική στο Αφγανιστάν. Ενώ αρχικά καλωσόρισε την αμερικανική παρουσία, η Ρωσία άρχισε να ανησυχεί πως η Ουάσιγκτον σκόπευε να διατηρήσει τις στρατιωτικές της δυνάμεις στην περιοχή επ’ αορίστον, προκειμένου να αποκτήσει ένα στρατηγικό προπύργιο στην «καρδιά» της Ευρασίας. Παράλληλα, κατά την άποψη της Ρωσίας, η αμερικανική στρατιωτική παρουσία δεν καταπολέμησε αποτελεσματικά το πρόβλημα της παραγωγής και διακίνησης ναρκωτικών, ούτε σταθεροποίησε εν τέλει το Αφγανιστάν. Αντιθέτως, από τα τέλη του 2014 και έπειτα, το Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ) ανέπτυξε την παρουσία του στο Αφγανιστάν, ιδιαίτερα στις ανατολικές επαρχίες, δημιουργώντας νέες απειλές για την Ρωσία και τους εταίρους της στην Κεντρική Ασία. Σύμφωνα με αναφορές, πολλοί από τους μαχητές του ΙΚ στο Αφγανιστάν είναι τζιχαντιστές από τα κράτη της Κεντρικής Ασίας, που αποσκοπούν στην αποσταθεροποίηση της ίδιας της Ρωσίας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ρωσία αποφάσισε την περίοδο αυτή πως έπρεπε να εμπλακεί ενεργά στην προσπάθεια ειρήνευσης και σταθεροποίησης στο Αφγανιστάν. Δύο ήταν οι κύριοι στόχοι: Πρώτον, επίτευξη ειρήνης και σταθερότητας προκειμένου να καταπολεμηθούν οι απειλές της τρομοκρατίας και της διακίνησης ναρκωτικών. Αυτή η σταθερότητα δεν φαινόταν πως είναι δυνατόν να επιτευχθεί μόνο με στρατιωτικά μέσα, αλλά απαιτούνταν και πολιτικές διαπραγματεύσεις. Δεύτερον, ενίσχυση του διεθνούς κύρους της Ρωσίας ως ανεξάρτητης μεγάλης δύναμης, καθώς η Μόσχα παραδοσιακά θεωρεί πως λόγω της ισχύος της πρέπει να έχει λόγο σε όλα τα σημαντικά διεθνή ζητήματα. Αυτό φυσικά περιλαμβάνει και την ενίσχυση της ρωσικής επιρροής εντός του Αφγανιστάν.

Επομένως, στο νέο πιο ανταγωνιστικό γεωπολιτικό περιβάλλον, η Ρωσία πλέον δεν θα περιοριζόταν στην παθητική στήριξη της αμερικανικής επέμβασης και δεν θα άφηνε τις ΗΠΑ να μονοπωλήσουν την ειρηνευτική διαδικασία στο Αφγανιστάν, αλλά θα αναλάμβανε και τις δικές της αντίστοιχες διπλωματικές πρωτοβουλίες. Επίσης, εμπλεκόμενη πιο ενεργά στην επίλυση της σύγκρουσης στο Αφγανιστάν, η Ρωσία θα άνοιγε και δυνατότητες συνεργασίας επί ίσοις όροις με τις ΗΠΑ, αποσπώντας διπλωματικά ανταλλάγματα από την Ουάσιγκτον για τον ειρηνευτικό της ρόλο. Σε τελική ανάλυση, ένα σταθερό Αφγανιστάν είναι κοινός στόχος τόσο της Ρωσίας όσο και των ΗΠΑ, παρά τις διαφορές τους. Πιθανώς, η Μόσχα υπολόγισε και πως η σταθεροποίηση του Αφγανιστάν θα αφαιρούσε από τις ΗΠΑ μια αφορμή για να διατηρούν στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή.

Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, που συγκρούστηκαν με τους Ταλιμπάν και ανέλαβαν την αποστολή της οικοδόμησης μιας ισχυρής δημοκρατικής κυβέρνησης στην Καμπούλ, η Ρωσία δεν δεσμευόταν απέναντι σε καμία εκ των αντιμαχόμενων παρατάξεων στο Αφγανιστάν. Επιπλέον, η Μόσχα είχε πάντοτε αμφιβολίες ως προς την βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα της κεντρικής αφγανικής κυβέρνησης. Καθώς η κυβέρνηση στην Καμπούλ ήταν εξαρτημένη από τον δυτικό παράγοντα, η Ρωσία δεν θα ήταν σε θέση να αποκτήσει ισχυρότερο ρόλο στο Αφγανιστάν μόνο μέσω των σχέσεων της με αυτή. Αντιθέτως, όφειλε να αναπτύξει διάλογο και με άλλους εξωκυβερνητικούς δρώντες.

Αυτός ήταν και ο λόγος που από το 2014 και έπειτα η Ρωσία ανέπτυξε τέτοιο διάλογο με τους Ταλιμπάν. Προηγουμένως, η Ρωσία κατά την δεκαετία του ’90 είχε στηρίξει την Βόρεια Συμμαχία, αντίπαλο των Ταλιμπάν, και χαρακτήρισε τους Ταλιμπάν τρομοκρατική οργάνωση το 2003, λόγω των σχέσεων τους με την τσετσενική τρομοκρατία. Ωστόσο, μετά την αμερικανική εισβολή, η οργάνωση έγινε πιο δεκτική στην συνεννόηση με την Μόσχα. Από το 2015 άρχισαν να πληθαίνουν οι αναφορές για συναντήσεις Ρώσων αξιωματούχων με μέλη των Ταλιμπάν, καθώς η Ρωσία άρχισε να εμπλέκεται πιο ενεργά στο Αφγανιστάν. Φυσικά, οι Ταλιμπάν καλωσόρισαν την σύσφιξη των δεσμών με την Ρωσία, καθώς οι θετικές σχέσεις με μια μεγάλη δύναμη ενισχύουν το διεθνές προφίλ τους και την θέση τους έναντι της Δύσης.

Για την Μόσχα, οι Ταλιμπάν αποτελούν απαραίτητα μέρος μιας πολιτικής επίλυσης της σύγκρουσης στο Αφγανιστάν, καθώς φαινόταν πως είναι αδύνατο να ηττηθούν στρατιωτικά. Ήταν επομένως αναγκαίο να συνομιλεί μαζί τους για να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της στην χώρα. Η ρωσική πλευρά θεωρεί πως οι Ταλιμπάν είναι ένα κίνημα καθαρά εσωτερικού αφγανικού χαρακτήρα που δεν έχει φιλοδοξίες να επεκταθεί έξω από τα αφγανικά σύνορα, σε αντίθεση με διεθνικές τζιχαντιστικές οργανώσεις όπως το ΙΚ, που για την Μόσχα είναι η κύρια απειλή στο Αφγανιστάν. Οι Ταλιμπάν δεν αποτελούν έτσι άμεση απειλή για την Ρωσία και τα κράτη της Κεντρικής Ασίας, αλλά είναι πιο συνεννοήσιμοι, τουλάχιστον οι πιο μετριοπαθείς παρατάξεις εντός τους.

Αντιθέτως, η Ρωσία ανέκαθεν αντιμετώπιζε την αφγανική κυβέρνηση στην Καμπούλ ως αδύναμη, ανίκανη να επιβληθεί και ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ. Δεν ήθελε να έχει διάλογο μόνο με μια παράταξη που εξαρτιόταν από τον κύριο γεωπολιτικό της αντίπαλο και που έτσι και αλλιώς θεωρούσε πως αργά ή γρήγορα θα κατέρρεε, μετά την επερχόμενη αμερικανική αποχώρηση. Άποψη της Ρωσίας είναι πως σταθερή κυβέρνηση στο Αφγανιστάν δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την συμμετοχή ή έστω την συγκατάθεση και των Ταλιμπάν. Φέρνοντάς τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και διαμεσολαβώντας μεταξύ των Ταλιμπάν και άλλων αντιμαχόμενων παρατάξεων, η Ρωσία θα επιτύγχανε και την σταθεροποίηση του Αφγανιστάν και την ενίσχυση του δικού της διπλωματικού ρόλου.

Ξεκινώντας από το 2016 και συνεχίζοντας έως και τις αρχές του 2021, με πρωτοβουλία της Μόσχας, πολλαπλοί γύροι διπλωματικών συνομιλιών σχετικά με το Αφγανιστάν έλαβαν χώρα σε ρωσικό έδαφος, που σταδιακά επεκτάθηκαν για να συμπεριλάβουν τους Ταλιμπάν, τα κράτη της Κεντρικής Ασίας, την Κίνα, την Ινδία, το Ιράν, το Πακιστάν και τις ΗΠΑ, οι οποίες εν τέλει αναγνώρισαν την αξία των ρωσικών πρωτοβουλιών μεσολάβησης για την επίτευξη ειρήνης στο Αφγανιστάν. Άλλωστε, όπως η Ρωσία, έτσι και οι ΗΠΑ έκαναν διάκριση ανάμεσα στις πιο εξτρεμιστικές και στις πιο μετριοπαθείς φατρίες εντός των Ταλιμπάν, οι οποίες έπρεπε απαραίτητα να αποτελέσουν μέρος μιας πολιτικής επίλυσης της σύγκρουσης.

Αντίθετα, η κυβέρνηση του Αφγανού προέδρου Ashraf Ghani ποτέ δεν αντιμετώπισε θετικά την αυξημένη εμπλοκή της Ρωσίας στο Αφγανιστάν από το 2014 και μετά, λόγω των σχέσεων που η Μόσχα ανέπτυξε με τους Ταλιμπάν. Μάλιστα, ο Ghani ισχυρίστηκε δημόσια πως η Μόσχα παρέδιδε οπλισμό στους Ταλιμπάν, αν και άλλα μέλη της κυβέρνησης τον διέψευσαν. Ούτε η Ρωσία ήταν άλλωστε θετικά διακείμενη απέναντι στον αδύναμο (όπως θεωρούσε) και φιλοαμερικανό Ghani, τον οποίο Ρώσοι αξιωματούχοι χαρακτήριζαν «κυβέρνηση-μαριονέτα των ΗΠΑ». Έτσι, πέραν των Ταλιμπάν, λόγω των κακών της σχέσεων με τον Ghani, η Ρωσία προσέγγισε και άλλους φιλικούς δρώντες εντός του Αφγανιστάν, όπως Ουζμπέκους και Τατζίκους πολιτικούς και στρατιωτικούς (κυρίως παλιούς συμμάχους της στην Βόρεια Συμμαχία) καθώς και Παστούν όπως ο πρώην πρόεδρος Hamid Karzai (που ως πρόεδρος του Αφγανιστάν υποστήριξε την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014). Μάλιστα, διοργάνωσε και συνομιλίες μεταξύ αυτών και των Ταλιμπάν, τόσο για να προωθήσει την διπλωματική της πρωτοβουλία όσο και για να περιθωριοποιήσει τον Ghani.

Οι τακτικές επισκέψεις αντιπροσωπειών των Ταλιμπάν στην Ρωσία τα τελευταία 6 χρόνια (τουλάχιστον), καταδεικνύουν τις θετικές σχέσεις που η Μόσχα έχει αναπτύξει με την οργάνωση. Άλλωστε, είναι γνωστό πως οι Ταλιμπάν επιδιώκουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διεθνή αποδοχή. Η αναγνώριση μιας μεγάλης ευρασιατικής δύναμης όπως η Ρωσία είναι σημαντική στο πλαίσιο αυτό. Σε αντίθεση με τα δυτικά κράτη, η Ρωσία δεν πρόκειται να ασκήσει σοβαρή κριτική για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αναμένεται να τηρήσει μια καθαρά πραγματιστική στάση έναντι των Ταλιμπάν, προσφέροντάς τους μια εναλλακτική επιλογή σε περίπτωση που η Δύση τηρήσει εχθρική στάση απέναντί τους.

Η ηγεσία των Ταλιμπάν το κατανοεί αυτό και φροντίζει έτσι να καθησυχάζει τις όποιες ανησυχίες της Μόσχας σχετικά με το Αφγανιστάν. Η αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν που επισκέφθηκε την Μόσχα στις 9 Ιουλίου εγγυήθηκε πως οι Ταλιμπάν δεν θα παραβιάσουν τα σύνορα των κρατών της Κεντρικής Ασίας, δεν θα παραχωρήσουν βάσεις σε ξένες τρομοκρατικές οργανώσεις για να επιτεθούν κατά της Ρωσίας και γειτονικών κρατών, θα καταπολεμήσουν το ΙΚ και την διακίνηση ναρκωτικών και θα προστατεύσουν τις ξένες διπλωματικές αποστολές. Μάλιστα, δήλωσαν πως «έχουμε πολύ καλές σχέσεις με την Ρωσία».

Η πτώση της κυβέρνησης Ghani και η επικράτηση των Ταλιμπάν απέδειξαν πως η Μόσχα «στοιχημάτισε» σωστά στην τελική κατάρρευση της κυβέρνησης και την άνοδο των Ταλιμπάν. Η αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων και η κατάρρευση της φιλοαμερικανικής κυβέρνησης είναι αναμφίβολα θετικές εξελίξεις για την Ρωσία. Κατά την άποψη της ρωσικής ηγεσίας,, σηματοδοτούν την υποχώρηση της αμερικανικής ηγεμονίας και την ανάδυση μιας νέας πιο πολυμερούς ισορροπίας ισχύος στην Ευρασία. Αν τελικά επιβεβαιωθούν οι αναφορές για σχηματισμό κυβέρνησης της οποίας θα ηγούνται οι Ταλιμπάν και που θα περιλαμβάνει πολιτικούς του παλαιού καθεστώτος, όπως ο Abdullah Abdullah και ο πρώην πρόεδρος Hamid Karzai, με τους οποίους η Ρωσία έχει επίσης αναπτύξει σχέσεις, η κατάσταση θα εξελιχθεί ακόμα ευνοϊκότερα για την Μόσχα.

Φυσικά, δεν είναι καθόλου σίγουρο το αν οι Ταλιμπάν θα καταφέρουν εν τέλει να σχηματίσουν μια αποτελεσματική κυβέρνηση που θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τα ρωσικά συμφέροντα, δηλαδή να σταθεροποιήσει την χώρα, να περιορίσει τις τρομοκρατικές οργανώσεις και να καταπολεμήσει την διακίνηση ναρκωτικών. Ενδέχεται να μην τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, ή να αποδειχθούν και αυτοί ανίκανοι να επιβάλλουν αποτελεσματικά την εξουσία τους και η χώρα να καταλήξει πάλι σε πολεμική κατάσταση. Προετοιμαζόμενη και για αυτό το ενδεχόμενο, η Ρωσία ενισχύει την στρατιωτική της παρουσία στο Κυργυστάν και το Τατζικιστάν, καθώς και την στρατιωτική της συνεργασία με το Ουζμπεκιστάν, στέλνοντας μήνυμα στους Ταλιμπάν να μην αθετήσουν τις υποσχέσεις τους και «οχυρώνοντας» το μαλακό της υπογάστριο από ενδεχόμενη διάχυση της αστάθειας από το Αφγανιστάν.

Προς το παρόν πάντως, λόγω των διπλωματικών πρωτοβουλιών της κατά τα προηγούμενα έτη, η Ρωσία διαθέτει καλές σχέσεις με τους παράγοντες που φαίνεται πως κυριαρχούν πλέον στο Αφγανιστάν και βρίσκεται μεταξύ των γεωπολιτικά κερδισμένων από τις εξελίξεις, μαζί με την Κίνα και το Πακιστάν. Οι Ταλιμπάν, στην αναζήτησή τους για αναγνώριση από σημαντικές δυνάμεις, έχουν φροντίσει να προσφέρουν και στην Κίνα παρόμοιες εγγυήσεις ασφάλειας σχετικά με την διεθνή τρομοκρατία. Από την πλευρά του, το Πακιστάν είναι γνωστό πως αποτελεί τον μεγαλύτερο εξωτερικό υποστηρικτή των Ταλιμπάν. Έχοντας αναπτύξει στρατηγική συνεργασία με το Πεκίνο και έχοντας βελτιώσει τα τελευταία χρόνια τις σχέσεις της με την Ισλαμαμπάντ, η Μόσχα πιθανώς θα είναι σε θέση να προωθήσει μια συνεννόηση μεταξύ των κύριων μη δυτικών ευρασιατικών δυνάμεων, προκειμένου να διαχειριστούν την κατάσταση στο Αφγανιστάν σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα και χωρίς δυτικές παρεμβάσεις. Ένα σταθερό Αφγανιστάν θα σημαίνει περιορισμό της δράσης τρομοκρατικών οργανώσεων και της διακίνησης ναρκωτικών στην κεντρική Ευρασία, ενώ θα είναι και σε θέση να λειτουργήσει ως κόμβος στους ευρασιατικούς εμπορικούς-συγκοινωνιακούς άξονες Δύσης-Ανατολής και Βορρά-Νότου, τους οποίους προωθούν η Ρωσία και η Κίνα.

 

* Φοιτητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024