19/03/2024

Η υψηλή στρατηγική του Ελληνισμού χρειάζεται να καταστήσει την ανθεκτικότητα, καθοδηγητικό θεμέλιο για την εθνική ασφάλεια

 

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*

 

 

 

Μια ήρεμη επανάσταση προβλέπεται να ξεκινάει στη χάραξη της εθνικής μας στρατηγικής με σκοπό τη πρόληψη συγκρούσεων και την οικοδόμηση ειρήνης. Ανησυχώντας ολοένα και περισσότερο ότι η επιδείνωση των επιπτώσεων των αναπάντεχων γεγονότων που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την εθνική σταθερότητα, η εθνική στρατηγική θα επιδιώξει να εμπεδώσει λεπτομερέστερα τους κινδύνους από τις νέες απειλές και τη πρόληψη των συγκρούσεων κατά την επαναχάραξη της. Οι εθνική μας άμυνα, πλέον, φαίνεται ότι δεν επικεντρώνεται μόνο στη μετωπική καταπολέμηση αδίστακτων και αναθεωρητικών κρατών γύρω από τα σύνορά μας, των τρομοκρατικών ομάδων και άλλων θανατηφόρων εχθρών. Αντ’ αυτών, προσανατολίζεται στους αντίπαλους εναντίον της ελληνικής ευημερίας και ασφάλειας.

Σαφώς ο κύριος μεγάλος αντίπαλος και ανταγωνιστής ισχύος παραμένει η Τουρκία που αμφισβητεί τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, απειλεί με το γκριζάρισμα των θαλασσίων ζωνών, και κάνει χρήση του υβριδικού πολέμου ως το τρίπτυχο της τουρκικής στρατηγικής. Η κεντρική πρόκληση όμως για την ελληνική ευημερία και ασφάλεια εκτός από την εμφάνιση μακροπρόθεσμου, στρατηγικού ανταγωνισμού από τον τουρκικό ρεβιζιονισμό, είναι και τα θέματα που παρουσιάζονται ως αναπάντεχα γεγονότα, όπως οι μεταναστευτικές ροές, τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής και η διασπορά επιδημιών. Για την υλοποίηση ενός κοινού, περιεκτικού πλαισίου που επιτυγχάνει τους στόχους ανθεκτικότητάς του, ο Ελληνισμός πρέπει να αποδεχτεί το ρόλο του στην αντιμετώπιση τέτοιων απειλών και να αναγνωρίσει τον αντίκτυπο της διακυβέρνησης σε συγκρούσεις που σχετίζονται και με το περιβάλλον. Η εξάλειψη αυτών των απειλών ή ο μετριασμός τους, θα απαιτήσουν μεγάλες αλλαγές στην στρατηγική σκέψη. Η στενή συνεργασία με τους συμμάχους, τους εταίρους μας, ακόμη και με τους αντιπάλους μας θα είναι επίσης απαραίτητη προϋπόθεση για την ελληνική ασφάλεια.

Η τρομοκρατία, οι εδαφικές συγκρούσεις, η ευθραυστότητα του κράτους, το οργανωμένο έγκλημα, η ενεργειακή ασφάλεια, η κυβερνο-ασφάλεια, οι κοινωνικές εντάσεις και οι μεταναστευτικές πιέσεις απειλούν τον Ελληνισμό, τους γείτονές μας και τους εμπορικούς εταίρους μας. Η πολιτεία αναγνωρίζει ότι η κλιματική αλλαγή και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος περνούν σαν νήματα σε όλες αυτές τις αναφερόμενες απειλές. Το κλίμα είναι πλέον ένας σημαντικός «πολλαπλασιαστής απειλών», επιδεινώνοντας μια σειρά από κινδύνους για τη σταθερότητα και την ασφάλεια, και η κλιματική αλλαγή είναι επείγουσα εθνική προτεραιότητα ασφάλειας.

Το 2021 η ισορροπία της Ελλάδας έναντι των απειλών και των ευκαιριών στο διεθνές περιβάλλον εκτιμάται ότι παρουσιάζει θετικό πρόσημο, αλλά η εθνική ανθεκτικότητα και συνοχή του Ελληνισμού συνεχίζουν να παρουσιάζουν σοβαρή ανεπάρκεια. Για την αντιμετώπιση αυτών των μυριάδων και πολύπλευρων κινδύνων, οι υπεύθυνοι χάραξης εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας χρειάζεται να προωθήσουν τη κρατική και κοινωνική «ανθεκτικότητα». Μια έννοια που περιγράφει την ικανότητα ενός συστήματος να προβλέπει, να προσαρμόζεται, να ανακάμπτει και να αναδιοργανώνεται υπό συνθήκες διαταραχής ή αντιξοότητας, ώστε να διατηρεί και να ενισχύει την επιτυχή λειτουργία του συστήματος. Οι ανθεκτικές κοινωνίες διαθέτουν ικανότητες να απορροφούν και να προσαρμόζονται στις εξωτερικές πιέσεις, μετριάζοντας τις πιέσεις για να αποτρέψουν ή να μετριάσουν τους κινδύνους σύγκρουσης.

Οπότε η ανθεκτικότητα διαμορφώνεται ως μια βασική προϋπόθεση της εθνικής ισχύος με σημαντική επίδραση στην υψηλή στρατηγική, δηλαδή στην ικανότητα μας για το πώς μπορούμε να παρέχουμε εθνική ασφάλεια. Καθώς η ανθεκτικότητα περιλαμβάνει την ικανότητα πρόβλεψης και αντοχής σε ένα αναπάντεχο συμβάν, και τη γρήγορη αποκατάσταση βασικών λειτουργιών και υπηρεσιών μετά από αυτό, είτε πρόκειται για πανδημία, οικονομική κρίση, τρομοκρατική επίθεση, στρατιωτική επίθεση ή περιστατικό επίθεσης μεγάλης κλίμακας στον κυβερνοχώρο.

Μέσα σε αυτήν την ευρεία έννοια, υπάρχουν διάφορες μορφές ανθεκτικότητας, όπως λειτουργική ανθεκτικότητα, οικονομική αντοχή ή ανθεκτικότητα δεδομένων. Στο πλαίσιο της υψηλής στρατηγικής, η ανθεκτικότητα θα αναπροσανατολίσει τη στρατηγική της Ελλάδας γύρω από τη βελτίωση της ικανότητάς της να προβλέπει και να ανταποκρίνεται (από αμυντική προοπτική) σε αντίπαλες ενέργειες. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό εκτιμάται να έχει θετική, έμμεση επίδραση της μείωσης της ελκυστικότητας στους αντιπάλους μας, της διεξαγωγής επιθέσεων εκ πρώτης όψεως, μέσω της μείωσης των αντιληπτών οφελών. Με δύο λόγια, η ανθεκτικότητα δεν είναι η απουσία ευπάθειας. Αντίθετα, είναι η ικανότητα διαχείρισης υφιστάμενων ή νέων τρωτών σημείων με τρόπους που δεν θα επιτρέψουν να μας κατακλύσουν σε σημείο που απλώς θα χρειαστεί να αναδιπλωθούμε. Παράδειγμα είναι τα επεισόδια στον Έβρο το 2020. Όταν η τουρκική κυβέρνηση προχώρησε μονομερώς στο άνοιγμα των συνόρων της προς την Ελλάδα για να περάσουν οι πρόσφυγες και μετανάστες που επεδίωκαν να φτάσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η επιχείρηση αποτροπής μας έδωσε ένα ευρύ όραμα που βασίζεται στον στόχο της υπεράσπισης της ελληνικής δημοκρατίας σε ένα περιβάλλον που πλήττεται από διάφορες αναταραχές.

 

 

Ενώ η υπεράσπιση της δημοκρατίας είναι σίγουρα σημαντική, είναι ο μόνος σκοπός της ελληνικής υψηλής στρατηγικής;

Τα τελευταία χρόνια, βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή της κλιματικής κρίσης, των προσφυγικών κυμάτων και της πανδημίας στην ατζέντα της εθνικής ασφάλειας. Οι εξελίξεις στην εθνική ασφάλεια στον 21ο αιώνα, ιδίως στους περιφερειακούς τομείς του ανταγωνισμού ισχύος και οι ολοένα συχνότερα εμφανιζόμενες δυσνόητες ενέργειες ασύμμετρων απειλών, έχουν αλλάξει θεμελιωδώς το περιβάλλον ασφάλειας. Έχει επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη θα επιδεινώσει τον ανταγωνισμό για τους φυσικούς πόρους, προκαλώντας δυνητικά αστάθεια σε ευάλωτες περιοχές. Έτσι αναμένεται να προκύψουν προκλήσεις τόσο σε σχέση με τις εξωτερικές απειλές όσο και στην ικανότητα ανάκαμψης από τις εσωτερικές κρίσεις. Στη θετική στήλη του ισολογισμού εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας για το 2021 υπάρχουν πολλές σημαντικές εξελίξεις. Οι στρατιωτικές συμφωνίες που υπογράφηκαν για τη Μεσόγειο, ενισχύθηκαν με κοινές επιχειρήσεις και ασκήσεις, καθώς και η τάση της ομαλοποίησης στο ανεξέλεγκτο κύμα εισόδου μεταναστών φαίνεται να συνεχίζεται και να επεκτείνεται.

Ωστόσο, σημειώθηκε μια συνολική μείωση του ισοζυγίου εθνικής ασφάλειας του Ελληνισμού, το οποίο μπορεί κυρίως να αποδοθεί σε πέντε παράγοντες:

  1. τη συνεχιζόμενη έλλειψη πολιτικής συνοχής, η οποία υπονομεύει βαθιά την εμπιστοσύνη των πολιτών σε κυβερνητικούς θεσμούς, την κοινωνική αλληλεγγύη και την εθνική ανθεκτικότητα.
  2. τους αυξανόμενους κινδύνους για την ειρήνη και την ευημερία που θέτουν τα αποτελέσματα της ανεξέλεγκτης κλιματικής αλλαγής, ως μια άμεση και υπαρξιακή απειλή (πυρκαγιές πλημμύρες, θεομηνίες),
  3. τη πανδημία του COVID-19, η οποία δημιούργησε, οικονομική και κοινωνική κρίση που ενίσχυσε τη ζημία που προκλήθηκε από το έλλειμα πολιτικής συνοχής,
  4. ενώ η Τουρκία συνέχισε να παραβιάζει συστηματικά τα κυριαρχικά μας δικαιώματα με ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση προκλήσεων,
  5. τέλος η ισορροπία ισχύος αρχίζει να διαταράσσεται, καθώς η Τουρκία παράγει προηγμένα όπλα και προχωρά στη ναυπήγηση δικών της πλοίων.

Πώς θα εφαρμόσει ο Ελληνισμός μια υψηλή στρατηγική ανθεκτικότητας;

Ο Ελληνισμός θα πρέπει να καθορίσει ένα μεγάλο στρατηγικό στόχο, της εσωτερικής οικονομικής και κοινωνικής αναβίωσης, παράλληλα με τη δημιουργία ισχυρών σχέσεων με τους συμμάχους και εταίρους προκειμένου να ενισχυθεί η στρατηγική συμμαχία της Ελλάδας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, επαναδιαπραγματευόμενοι υπέρ μας τους όρους διάθεσης των Νατοϊκών ευκολιών βάσεων.

Η διαχείριση των πολύπλοκων δυνητικών κινδύνων ασφαλείας που σχετίζονται με τις κλιματικές πιέσεις και την περιβαλλοντική υποβάθμιση απαιτούν την ενσωμάτωση πολλαπλών εργαλείων και θεσμών πολιτικής. Το κενό διακυβέρνησης στην αντίληψη των αξιωματούχων για τη κλιματική ασφάλεια κινδυνεύει με τη σειρά του να μας αποπροσανατολίσει από τους βασικούς παράγοντες που μπορεί να διαμορφώσουν τις δυναμικές των περιβαλλοντικών συγκρούσεων. Οπότε η κάλυψη, σε μια σειρά από σημαντικές ελλείψεις που μας χωρίζουν από ένα ολοκληρωμένο συντονισμό πολιτικών απαιτείται. Η αποτελεσματική ενσωμάτωση των απειλών που σχετίζονται με το κλίμα σε σύγκρουση με όλες τις εξωτερικές στρατηγικές και τις στρατηγικές ασφάλειας χρειάζονται να διερευνηθούν. Ειδικότερα, η πολιτεία χρειάζεται να ανταποκριθεί στους κινδύνους συγκρούσεων που σχετίζονται με το κλίμα, και να εκτιμήσει επαρκώς τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει στη δημιουργία κινδύνων περιβαλλοντικής ασφάλειας.

Η πανδημία του ιού COVID-19 δίνει ένα μάθημα στην ανθρωπότητα και δεν είναι το μοναδικό. Να θυμηθούμε τη χρηματοπιστωτική ύφεση των προηγούμενων δέκα ετών ως παράδειγμα ζωτικής σημασίας για την ελληνική ευημερία, όπου χρειαστήκαμε στην ΕΕ τη συνεργασία όλων των εταίρων για να την καταπολεμήσουν. Και ενώ οι οικονομικοί πόλεμοι φέρουν σκεπτικισμό όσον αφορά την παγκοσμιοποίηση, είμαστε πολύ πίσω στην αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής παγκοσμιοποίησης που αντιπροσωπεύουν οι πανδημίες και η αλλαγή του κλίματος.

Ο κύριος πυλώνας μιας νέας στρατηγικής είναι μια ριζοσπαστική προσέγγιση για την επιβολή του σχεδιασμού, η οποία θα περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να οικοδομηθεί η πολιτική εθνικής ασφαλείας, ώστε, ο ελληνισμός να πολεμήσει όλες τις διαφαινόμενες απειλές. Το γεγονός ότι η εθνική μας ασφάλεια είναι ισχυρή σημαίνει ότι ο ελληνισμός πρέπει να καταβάλει μεγάλες προσπάθειες συνεργασίας. Σε διακρατικά θέματα όπως ο ιός COVID-19 και η κλιματική αλλαγή, η δύναμη αντιμετώπισης των γίνεται ένα παιχνίδι θετικού αθροίσματος. Πρέπει επίσης να σκεφτούμε και από την άποψη της ισχύος για να επιτύχουμε κοινούς στόχους, που αφορούν την επιβίωση μας.

Στην εποχή του COVID-19, η ισχύς της χώρας είδαμε να καθορίζεται όχι μόνο από τις Ένοπλες Δυνάμεις, την Οικονομία και τους Δημοκρατικούς Θεσμούς της, αλλά και από την ανθεκτικότητά της. Κάθε εποχή δίνει ιδιαίτερο πλεονέκτημα σε συγκεκριμένες μορφές εθνικής ισχύος. Για παράδειγμα η θαλάσσια ισχύς δημιούργησε αποικιοκρατικές κατοχές πριν από τους παγκόσμιους πολέμους, τα πυρηνικά όπλα και τα δίκτυα συμμαχιών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ενώ η ήπια ισχύς μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Σήμερα, στη σύγχρονη εποχή λόγω της πανδημίας COVID-19, αποκαλύπτουμε μια νέα παράμετρο, την «ανθεκτική ισχύ». Δηλαδή την ικανότητα μιας χώρας να απορροφά συστημικά σοκ, να προσαρμόζεται σε αυτές τις διαταραχές και να ανακάμπτει γρήγορα από αυτές. Ο στόχος της ανθεκτικότητας είναι να σχεδιάσουμε πολιτικοκοινωνικά συστήματα όχι μόνο για να αντέξουν το σοκ από τις πανδημίες, αλλά και από κλιματικές αλλαγές, κυβερνοεπιθέσεις, οικονομικές κρίσεις και καμπάνιες παραπληροφόρησης (υβριδικές απειλές), για να το αποτρέψουν και να το ανασχέσουν.

Η επίτευξη μιας πλήρως ολοκληρωμένης προσέγγισης για τη δημιουργία ανθεκτικότητας και τη μείωση των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και τις περιβαλλοντικές συγκρούσεις απαιτεί την υιοθέτηση μιας στρατηγικής οικολογικής ασφάλειας. Τα πλαίσια οικολογικής ασφάλειας περιλαμβάνουν τις πολλαπλές διασυνδέσεις και τρωτά σημεία που συνδέουν παγκόσμια οικολογικά συστήματα. Είναι σημαντικό ότι αυτές οι διασυνδέσεις αποτυπώνουν το ρόλο της διακυβέρνησης – θεσμών, κανόνων και πρακτικών πολιτικής – τόσο στη διάδοση των δυνητικών κινδύνων όσο και στην προώθηση της ανθεκτικότητας. Αναγνωρίζοντας τα ανθρώπινα συστήματα και δράσεις ως ουσιαστικούς παράγοντες και ανταποκριτές στους κινδύνους περιβαλλοντικών συγκρούσεων, ένα πλαίσιο οικολογικής ασφάλειας θα μπορούσε να παράσχει στον Ελληνισμό την ολοκληρωμένη κατανόηση που χρειάζεται για την αποτελεσματική υλοποίηση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής.

Η έναρξη της ενσωμάτωσης της ανθεκτικότητας στη στρατηγική και η δημιουργία κινήτρων στην αγορά τόσο για τον ιδιωτικό τομέα όσο και για τις κυβερνητικές οντότητες για να δώσουν προτεραιότητα και να επενδύσουν στην ανθεκτικότητά τους είναι ένα ουσιαστικό πρώτο βήμα προς την ανανέωση της ελληνικής υψηλής στρατηγικής για τις τρέχουσες και μελλοντικές προκλήσεις. Αυτό συμβαίνει επειδή, σε έναν ανταγωνισμό μεγάλης ισχύος, η ανθεκτικότητα είναι πιθανό να είναι ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα. Εάν η ελληνική υψηλή στρατηγική επιθυμεί να κερδίσει κάθε αλληλεπίδραση στον λεγόμενο ανταγωνισμό ισχύος, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν πρέπει να μένουν σε μια εύθραυστη στρατηγική που αναγκάζει δυσάρεστες επιλογές μεταξύ συνθηκολόγησης και κλιμάκωσης.

Κλείνοντας, πιστεύω ότι το κλειδί για τη μελλοντική ασφάλεια και την ευημερία, όχι μόνο του ελληνισμού αλλά και όλων των κρατών είναι να γίνει κατανοητή η εθνική ανθεκτικότητα όπως και η διαφορά της σημασίας ανάμεσα στη «δύναμη» και την «ισχύ». Κάθε χώρα προσπαθεί να διαμορφώσει τα εθνικά συμφέροντά της, αλλά το σημαντικό ερώτημα είναι το πόσο ευρεία ή στενά καθορίζονται αυτά τα συμφέροντα. Η νέα απειλή για την ασφάλεια των κρατών δεν οφείλεται μόνο στις εθνικές δυνάμεις ισχύος αλλά και από εξωγενείς παράγοντες που απαιτείται να έχουμε τη δύναμη να αντιμετωπίσουμε όπως η πανδημία από τον COVID-19, την κλιματική αλλαγή, αλλά και από θεομηνίες. Πρέπει να προσαρμόσουμε τη στάση μας σε αυτόν τον νέο κόσμο.

 

 

*Ο Υποναύαρχος Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2023