20/04/2024

Στο Αφγανιστάν κατέρρευσε το αφήγημα του nation-building και όχι η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ

Marines Afghanistan War - Free photo on Pixabay

Γράφει ο  Ιωάννης Κουτζούμης* 

 

 

«Δεν θεωρώ ότι τα στρατεύματα μας πρέπει να χρησιμοποιούνται για αυτό που ονομάζεται nationbuilding…Δεν νομίζω ότι ο ρόλος των ΗΠΑ είναι να μπουν σε μία χώρα και να πουν εμείς το κάνουμε με αυτόν τον τρόπο και άρα το ίδιο πρέπει να κάνετε και εσείς», δήλωνε ο George Bush ο νεότερος σε ένα από τα τρία debates πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2000. Η λέξη ειρωνεία είναι αρκετά φτωχή για να περιγράψει εκείνες τις προεκλογικές δηλώσεις του Bush σε σχέση με όλα αυτά που εκτυλίχθηκαν στο Αφγανιστάν κατά τις ημέρες της προεδρίας του καθώς και με τις παθογένειες που μεταβίβασε σε τρεις διαδοχικούς Αμερικανούς προέδρους. Τελικά, μετά από δύο δεκαετίες στρατιωτικής εμπλοκής, πολυμερούς διπλωματίας και δεκάδων διεθνών συσκέψεων, ο Joe Biden ήταν εκείνος που αποφάσισε να βάλει ένα τέλος στην αμερικανική και κατ’ επέκταση διεθνή παρέμβαση στο Αφγανιστάν. Μπορεί η αδέξια έξοδος των ΗΠΑ στα μέσα Αυγούστου 2021 να θύμισε κάτι από την ταπεινωτική αποχώρησή του 1975 από την Σαϊγκόν και κατά συνέπεια να προκάλεσε δικαιολογημένο πλήγμα στην διεθνή αξιοπιστία της αμερικανικής ισχύος, ωστόσο η αλήθεια είναι ότι στο Αφγανιστάν περισσότερο κατέρρευσε το αφήγημα του nation-building και λιγότερο η πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών.    

Τι είναι το nationbuilding;

Η θεωρία του nation-building ή αλλιώς peacebuilding (εφεξής NB) βασίζεται στην επίγνωση της αναγκαιότητας ως προς την ανοικοδόμηση των θεσμών ενός κράτους το οποίο έχει εξέλθει από μια μακρόσυρτη περίοδο εμφύλιας διαμάχης. Η κεντρική ιδέα αυτής της θεωρίας είναι ότι το κράτος ως σημείο αναφοράς της διεθνούς πολιτικής και απαραίτητος πυλώνας για την εξασφάλιση της τάξης στην εσωτερική πολιτική, θα πρέπει να είναι θεσμικά βιώσιμο και λειτουργικό. Οι μετασυγκρουσιακές κοινωνίες δεν υπακούν στην τελευταία συνθήκη διότι η αλόγιστη χρήση βίας κατά την διάρκεια των εχθροπραξιών, η πενιχρή οικονομική βάση και η ανύπαρκτη εθνική ενότητα ως αναδυόμενα κατάλοιπα που ακολουθούν την κατάπαυση πυρός, οδηγούν τις κρατικές αρχές και τους κυβερνητικούς θεσμούς σε πλήρη αποσύνθεση. Οι εθνικές κυβερνήσεις που προκύπτουν δεν διαθέτουν πλέον τα απαραίτητα θεσμικά μέσα για να επιβάλουν την τάξη, να αποτρέψουν την επιστροφή στην βία, να απονείμουν την δικαιοσύνη και σε τελική ανάλυση να ανασχέσουν την εκχύλιση της εσωτερικής αναρχίας στα γειτονικά κράτη. Ο θεωρητικός συλλογισμός του NB αντιλαμβάνεται τα κράτη που -λόγω κάποιας προγενέστερης ενδοκρατικής ή διακρατικής σύγκρουσης- διαθέτουν αδύναμους εσωτερικούς μηχανισμούς (failed states) ως πηγή απειλής για την διεθνή ασφάλεια διότι οι τρομοκρατικές οργανώσεις και όλα τα παρακλάδια του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, εκμεταλλεύονται την δομική αδυναμία των failed states να επιβάλουν την εσωτερική τάξη και ως εκ τούτου τα χρησιμοποιούν σαν προπύργιο των επιδιώξεων τους. Επομένως, οι επιχειρήσεις NB ανοικοδομούν τα δυσλειτουργικά κράτη για να αποτρέψουν ή έστω να περιορίσουν την εξαγωγή ανασφάλειας σε διεθνές επίπεδο. Αυτό αναλαμβάνεται από κάποιον τρίτο ή τρίτους δρώντες και για να πετύχουν τον σκοπό τους χρησιμοποιούν ένα πολυσύνθετο πλέγμα δράσεων όπως είναι ο αφοπλισμός των αντιμαχόμενων πλευρών, η επανένταξη πρώην μαχητών στον κοινωνικό βίο, η προώθηση/προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η διενέργεια ελεύθερων και δημοκρατικών εκλογών, η σύνταξη εθνικών συνταγμάτων και η μεταρρύθμιση του νομικού και δικαστικού συστήματος.

Εφαρμοσμένο NationBuilding: η περίπτωση του Αφγανιστάν

Η περίοδος που ακολούθησε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, βρήκε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μία αναμφίβολη ηγεμονική θέση η οποία στα πλαίσια των ιστορικών δεδομένων του διεθνούς συστήματος αποτέλεσε μια άνευ προηγουμένου μονοπολική κατανομή στα διεθνή ισοζύγια ισχύος. Η Αμερική εξήλθε από τον Ψυχρό Πόλεμο σαν την μοναδική υπερδύναμη που απέμεινε και ταυτοχρόνως ως πρέσβειρα της θριαμβευτικής νίκης της δημοκρατίας απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Το αποτέλεσμα που προέκυψε από τον συγκερασμό ισχύος και επιβεβαίωσης της πολιτικοοικονομικής ιδεολογίας των ΗΠΑ, πιστοποίησε τον ρόλο τους ως το «απαραίτητο κράτος» (indispensable-state) για την διασφάλιση της ευημερίας, της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή η εξέλιξη ήταν κρίσιμης σημασίας για την θεωρία του NB διότι το περιεχόμενο του διαποτίστηκε από τις φιλελεύθερες δυτικές αξίες. Εάν τα failed states ήθελαν να ορθοποδήσουν δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ακολουθήσουν την επιτυχημένη συνταγή του δυτικού κόσμου, δηλαδή εκδημοκρατισμό, υιοθέτηση της ελεύθερης αγοράς και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. Το Αφγανιστάν ήταν το επόμενο πείραμα του NB μετά από την Βοσνία και την Σομαλία κατά την μεταψυχροπολεμική εποχή.        

Η επέμβαση στο Αφγανιστάν ξεκίνησε μόλις τρεις εβδομάδες μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου. Οι ΗΠΑ ήταν αποφασισμένες να κονιορτοποιήσουν το καθεστώς των Ταλιμπάν επειδή αρνήθηκε να εκδώσει την κεντρική Αλ-Κάιντα. Η τελευταία διατηρούσε στρατόπεδα στο Αφγανιστάν από το 1996 και με εγκέφαλο τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, χρησιμοποίησε την χώρα σαν προμαχώνα των τρομοκρατικών επιθέσεων στις αμερικανικές πρεσβείες της Τανζανίας και της Κένυας, στους αμερικανικούς στρατιωτικούς στόχους στην Σαουδική Αραβία και την Υεμένη και φυσικά στους δίδυμους πύργους και το Πεντάγωνο στην ενδοχώρα κατά την πενταετία 1996-2001. Έτσι λοιπόν, η εύκολη ανατροπή των Ταλιμπάν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις μεταξύ 7 Οκτωβρίου και 6 Δεκεμβρίου 2001, βρήκε τους ίδιους και την Αλ-Κάιντα αποδυναμωμένους και κυνηγημένους στα βουνά που διασχίζουν τα σύνορα Αφγανιστάν-Πακιστάν, όχι όμως εκμηδενισμένους. Το επιχειρησιακό σκέλος του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας» στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Το μόνο που απέμενε ήταν η διάσταση της υψηλής στρατηγικής, δηλαδή ο προσδιορισμός του τρόπου και των μέσων που θα χρησιμοποιούνταν προκειμένου να επιτευχθεί η μετατροπή του Αφγανιστάν από failed state σε βιώσιμο κράτος. Σε εκείνο το σημείο αποκαλύφθηκαν τα προβλήματα εφαρμογής του NB.

Το πρώτο πρόβλημα που διακρίθηκε ήταν η ασάφεια του χρονοδιαγράμματος που έπρεπε να ακολουθηθεί. Πρόκειται για ένα de facto πρόβλημα που συνδέεται με την θεωρία και ειδικότερα με το πρακτικό σκέλος του NB. Πόσος χρόνος απαιτείται για να μεταλαμπαδευτούν οι δυτικές αξίες και η αμερικανική τεχνογνωσία σε ένα διαλυμένο κράτος προκειμένου να γίνει επιτυχημένο; Σε αυτό δεν υπάρχει σαφής απάντηση διότι η ευτυχής κατάληξη σε τέτοιες περιπτώσεις εξαρτάται από αυτόν που ανοικοδομεί και από εκείνον που ανοικοδομείται. Στην προκειμένη περίπτωση, οι Αμερικανοί αναλυτές σαφώς και γνώριζαν ότι ο χρόνος ανοικοδόμησης του Αφγανιστάν στην καλύτερη περίπτωση θα απαιτούσε δεκαετίες και στην χειρότερη ένα μεγαλύτερο διάστημα που ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί. Επομένως οι ΗΠΑ έπρεπε να δεσμεύσουν δυνάμεις σε μια εχθρική χώρα χωρίς να γνωρίζουν το απαιτούμενο χρονοδιάγραμμα και χωρίς να διακυβεύεται κάποιο εθνικό συμφέρον ζωτικής σημασίας. Το ΝΒ στο Αφγανιστάν αποδείχθηκε περισσότερο σαν ένα απρόθυμο στρατηγικό παρακλάδι του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας» το οποίο θα απέτρεπε περεταίρω τρομοκρατικές επιθέσεις από το Αφγανιστάν στις Ηνωμένες Πολιτείες και λιγότερο σαν εκούσιο καθήκον ανοικοδόμησης ενός διαλυμένου κράτους. Η ασάφεια ως προς το χρονοδιάγραμμα, το πλάνο και τους στρατηγικούς στόχους τροφοδότησε την έλλειψη νομιμοποίησης από πλευράς των Αμερικανών πολιτών οι οποίοι από την στιγμή που δεν διέκριναν κάποιον εθνικό σκοπό έπειτα από την εκδίωξη των Ταλιμπάν, δεν συναινούσαν στις επιχειρήσεις που λάμβαναν χώρα σε μια τόσο απομακρυσμένη περιοχή. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι η έξοδος από το Αφγανιστάν μονοπωλούσε την προεκλογική ατζέντα όλων των υποψηφίων προέδρων και στις τέσσερεις διαδοχικές προεκλογικές περιόδους που ακολούθησαν.

Το δεύτερο πρόβλημα προέκυψε από την περιορισμένη στρατιωτική  ισχύ που διέθεσαν οι δυτικές δυνάμεις για την εγγύηση της ασφάλειας στο Αφγανιστάν. Γενικά, μια επιτυχημένη ανοικοδόμηση κράτους προϋποθέτει ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις σε όλη την εδαφική επικράτεια προκειμένου να διασφαλίζουν την τήρηση της τάξης και να αποτρέπουν την επιστροφή στις εχθροπραξίες. Σε διαφορετική περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για πολιτικοοικονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις και πόσο μάλλον σε ασταθή κράτη που παρουσιάζουν διαχρονική ροπή στην χρήση βίας. Παρ’ όλα αυτά, η λέξη «περιορισμένη» που χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει την στρατιωτική ισχύ για το study case του Αφγανιστάν, δεν αναφέρεται στον μικρό αριθμό δύναμης αλλά στην περιορισμένη γεωγραφική έκταση που έλεγχε. Η συγκρότηση της διεθνούς πολυεθνικής στρατιωτική δύναμης ISAF μετά την απόφαση 1362 του Συμβουλίου Ασφαλείας στις 6 Δεκεμβρίου 2001 με σκοπό την επιβολή της ασφάλειας, αρχικά αριθμούσε 4.500 άνδρες και στο μέγιστο σημείο της το 2009 επί προεδρίας Ομπάμα, έφτασε την δύναμη 131.000 ανθρώπων. Η αστοχία ήταν ότι η ISAF έλεγχε μόνο την πρωτεύουσα Καμπούλ και κάποια περίχωρα γύρω από αυτήν. Αυτό σήμαινε ότι οι περιφερειακές και δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές του Αφγανιστάν βρίσκονταν υπό τον έλεγχο τοπικών πολέμαρχων που προφανώς αντιλαμβάνονταν την ISAF και την φιλοαμερικανική κυβέρνηση Καρζάι που διαδέχτηκε τους Ταλιμπάν ως κατοχικές δυνάμεις. Έτσι, η αδυναμία ελέγχου ολόκληρου του Αφγανιστάν πυροδότησε συγκρούσεις χαμηλής έντασης και μεθόδους ανταρτοπόλεμου από την περιφέρεια εναντίον του κέντρου εξουσίας. Πως θα μπορούσαν να διαδοθούν οι ανθρωπιστικές αξίες την ίδια στιγμή που διεξαγόταν ανταρτοπόλεμος; Και πέραν αυτού, οι συνθήκες αναρχίας στο μεγαλύτερο μέρος του Αφγανιστάν, ευνόησαν την σταθερή ανάκαμψη των Ταλιμπάν και της Αλ-Κάιντα. Η τελευταία το 2007 είχε θεωρηθεί πάλι ως μείζονα και ανερχόμενη απειλή. Από ένα σημείο και μετά η ISAF, αντί να επιβλέπει την υποτιθέμενη εξέλιξη της ανοικοδόμησης του Αφγανιστάν, πολεμούσε για την ίδια της την επιβίωση.  

Το τεχνικό σκέλος για την ίδια την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν ως αποτέλεσμα της πολυμερούς διπλωματίας από την διεθνή κοινότητα έγκειται στο τρίτο πρόβλημα. Το 2002 στην Γενεύη, η ομάδα των G-8 αποφάσισε τους πέντε τομείς μεταρρύθμισης που θα αναλάμβανε η κάθε χώρα ξεχωριστά. Οι ΗΠΑ ανέλαβαν τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις, η Γερμανία της αστυνομίας, η Ιαπωνία του αφοπλισμού, η Ιταλία της δικαιοσύνης και η Μεγάλη Βρετανία της καταπολέμησης των ναρκωτικών. Το πολυμερές αυτό σχήμα αποδείχθηκε ατελέσφορο στην πράξη αφού τόνισε την έλλειψη ενιαίας στρατηγικής και την απουσία οικονομικού πλάνου σχετικά με την κατανομή των πόρων για την οικονομική ενίσχυση. Αυτά τα δεδομένα με την σειρά τους ανέδειξαν τις διαφορετικές αντιλήψεις των κρατών-δωρητών σχετικά με τον τρόπο και τους σκοπούς που θα εξυπηρετούσαν οι δικές τους δαπάνες και τελικά, αντί να προωθείται η εδραίωση ειρήνης στο Αφγανιστάν στην ουσία ικανοποιούνταν οι μονομερείς προτεραιότητες που έθεταν. Πράγματι, η Ιαπωνία ήθελε να χρηματοδοτήσει προγράμματα απομάκρυνσης ναρκών στο Αφγανιστάν ενώ οι ΗΠΑ είχαν σε υψηλότερη προτεραιότητα την λήψη μέτρων πρόληψης κατά την διακίνησης ναρκωτικών στην παγκόσμια αγορά.

Τέταρτο πρόβλημα και μάλλον σημαντικότερο ήταν το γεγονός ότι οι αξίες που επιδίωκαν να εμφυσήσουν οι δυτικοί στον Αφγανιστάν ήταν εντελώς ασύμβατες με τα πολιτικοκοινωνικά δεδομένα και το γεωπολιτικό του περιβάλλον. Από το 1979 που εισέβαλλαν οι Σοβιετικοί στο Αφγανιστάν, το τελευταίο βρισκόταν σε μια αδιάκοπη κατάσταση διακρατικού και μετέπειτα εμφύλιου πολέμου. Σε συνδυασμό με την εσωτερική του πολυπλοκότητα λόγω των διάσπαρτων και εχθρικών μεταξύ τους φυλετικών ομάδων, συμπεραίνεται ότι το Αφγανιστάν είναι ένα αντικανονικό κράτος στο οποίο η ειρήνη αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Δεν πρόκειται απλά για ένα κράτος με ανύπαρκτους θεσμούς αλλά για μια γεωγραφικά καθορισμένη κοινωνία που έχει εντελώς διαστρεβλωμένη αντίληψη σχετικά με τις δυνατότητες πρόσβασής της στα δημόσια αγαθά την ώρα που τα τελευταία θεωρούνται αυτονόητα για τα προηγμένα κράτη. Οι ανοικοδόμητές μιλούσαν για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και εγκωμίαζαν τα οφέλη του καπιταλισμού όταν η συντριπτική πλειοψηφία του αφγανικού πληθυσμού δεν είχε πρόσβαση σε ηλεκτρικό, τροφή και πόσιμο νερό. Επίσης αγνόησαν εντελώς τις αποσταθεροποιητικές ενέργειες των γειτονικών κρατών και γενικότερα τις συνθήκες αστάθειας που χαρακτηρίζουν την Μέση Ανατολή. Το κυριότερο πρόβλημα ήταν το διπλοπρόσωπο Πακιστάν. Το τελευταίο από την μία είχε αναπτύξει τεράστια επιρροή στο γειτονικό Αφγανιστάν ήδη από την δεκαετία του 1970 για λόγους στρατηγικού βάθους σε τυχών πόλεμο με την εχθρική Ινδία και βάσει αυτής της στρατηγικής επιδίωξης στήριξε στη συνέχεια το καθεστώς των Ταλιμπάν. Από την άλλη συμμετείχε στον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» χωρίς να διστάζει να εκδίδει Αφγανούς τρομοκράτες ώστε να κατευνάζει τους Αμερικανούς συμμάχους του. Το οξύμωρο είναι μετά τις αμερικανικές επιχειρήσεις της περιόδου 2001-2002 οι εκδιωγμένοι Ταλιμπάν βρήκαν καταφύγιο στην πακιστανική πόλη Κέτα και η ανάκαμψή τους 5 χρόνια αργότερα κατέστη δυνατή χάρη στον οπλισμό και την εκπαίδευση που έλαβαν από την πακιστανική μυστική υπηρεσία ISI (Inter-Services Intelligence). Ανάλογες αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις είχε και η παρουσία του Ιράν που προκειμένου να βελτιώσει την σχετική του ισχύ σε περιφερειακό επίπεδο, ασκούσε επιρροή στα σιιτικά τμήματα του αφγανικού πληθυσμού.

Τι μέλλει γενέσθαι   

Αν το Αφγανιστάν θεωρείται νεκροταφείο υπερδυνάμεων τότε μπορούμε να πούμε ότι εκεί πραγματοποιήθηκε και ο επικήδειος του nation-building. Όχι σαν διαδικασία αυτή καθαυτή, αλλά κυρίως ως η κοντόφθαλμη μέθοδος μεταλαμπάδευσης των δυτικών αξιών που κληρονομήθηκε από την αμερικανική υπεροψία της δεκαετίας του 1990. Στην περίπτωση του Αφγανιστάν αποδείχθηκε ότι οι εσωτερικές ιδιαιτερότητες αποβάλλουν τις εξωτερικά επιβεβλημένες ιδέες ακόμη και αν αυτές είναι πανθομολογούμενα ευεργετικές. Η δημοκρατία, η ανοικτή οικονομία και τα ανθρώπινα δικαιώματα αποδείχθηκαν εντελώς ξένες αντιλήψεις, τόσο για τα δεδομένα του Αφγανιστάν όσο και για το ευρύτερο υποσύστημα. Πόσο μάλλον όταν εφαρμόστηκαν τόσο ασυντόνιστα. Η αποτυχία του NB και ακολούθως η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν με τρόπο που αμαυρώνει την δημόσια εικόνα τους, περισσότερο τις απελευθερώνει από ένα βαρίδι και λιγότερο πλήττει την ισχύ τους. Από εδώ και στο εξής οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διαθέτουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στην δέσμευση στρατιωτικών δυνάμεων και κονδυλίων για τους στρατηγικούς στόχος που επείγουν στην περιοχή του Ινδικού-Ειρηνικού.

Τέλος σε ότι αφορά το μέλλον του NB, εν μέρει μπορεί να εξαρτηθεί από τον τρόπο που θα διαχειριστεί η Κίνα την μεσοπρόθεσμη ασφάλεια του Αφγανιστάν όπως συζητήθηκε στο προηγούμενο κείμενο. Αν η πρώτη σταθεροποιήσει το δεύτερο μέσω μιας win-win συμφωνίας κατά την οποία η Κίνα θα συνεισφέρει στην πολιτική και οικονομική στήριξη των Ταλιμπάν υπό την προϋπόθεση οι τελευταίοι να σέβονται τα περιφερειακά κινεζικά συμφέροντα, τότε θα μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια νέα εποχή στο nation-building. Μια νέα εποχή όπου η ιδεολογική σταυροφορία και η στρατιωτική κατοχή θα αντικατασταθεί από το nation-building της realpolitik.

 

*Τελειόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας  

 

ΠΗΓΕΣΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Miller P., «Bush on Nation Building and Afghanistan», Foreign Policy, 17 Νοεμβρίου 2010
Διαθέσιμο σε:   https://foreignpolicy.com/2010/11/17/bush-on-nation-building-and-afghanistan/

Παπασωτηρίου Χ., «Η Αμερικανική Πολιτική από τον Φράνκλιν Ρούζβελτ στον Ντόναλντ Τραμπ», Ποιότητα, 2018

Για μία πιο εξειδικευμένη βιβλιογραφία σχετικά με το nationbuilding στο Αφγανιστάν

Χειλά Ε., «Οι Διεθνείς Συγκρούσεις στον 21ο αιώνα: Ζητήματα θεωρίας και διαχείρισης», Ποιότητα, 2012

Keane C., «US Nation-Building in Afghanistan», Routledge, 2016

Εικόνα από: https://www.vaticannews.va/en/world/news/2021-04/usa-to-pull-troops-from-afghanistan-urges-nato.html

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024