16/04/2024

Δέκα ερωτήματα  για τη συγκρότηση Δόγματος Εθνικής Ασφάλειας με επίκεντρο την προκλητική απειλή της Τουρκίας

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*

 

Ποιο το ενδεχόμενο να ξεσπάσει ένα θερμό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας; Αυτό το κύριο ερώτημα, αντανακλά βασανιστικά το ρόλο της τύχης στις επιχειρήσεις που διενεργούνται αυτή την ώρα από τα πολεμικά σκάφη που πλέουν στην περιοχή του συμπλέγματος των νήσων του Καστελορίζου και ανατολικά της Κρήτης. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν πολεμούνε τα άψυχα αντικείμενα, αλλά αληθινά άτομα, πληρώματα,  με ιδέες και θέληση. Η έννοια της τριβής του Clausewitz υπάρχει περισσότερο στο επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο. Υπάρχει σε όλα τα επίπεδα, και έτσι αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη για σύνεση στην ανάληψη κινδύνων και στην προσαρμοστικότητα στη στρατηγική σκέψη η οποία δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Ο αντίκτυπος της τύχης είναι γνωστός σε άπαντες. Η αποδοχή της αβεβαιότητας και της τύχης είναι το αδιαμφισβήτητο άγχος του καθενός για τη σύνεση στις υποθέσεις της στρατηγικής.

Τελευταία υπάρχει ένα “άνισος διάλογος”. Ενώ η πολιτικοστρατιωτική αλληλεπίδραση στην ανάπτυξη στρατηγικής είναι ζωτικής σημασίας για τη στρατηγική επιτυχία διαπιστώνουμε ότι παράλληλα, είναι μια μεγάλη πηγή έντασης. Δεν συζητούνται οι στόχοι πολιτικής και οι επιχειρησιακές επιλογές. Ο διάλογος που ακολουθείται για τη δημιουργία και τη βελτίωση στρατηγικών είναι σπάνιο προϊόν. Τελικά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να σταθμίσουν τα απαράδεκτα μέσα από δομημένες συζητήσεις που απομακρύνουν τις προσωπικές, οργανωτικές και εθνικές ψευδαισθήσεις και αλήθειες. Πρέπει να αντιμετωπίσουν με ακρίβεια τα εθνικά συμφέροντα, να διακρίνουν με ακρίβεια τις στρατηγικές επιλογές και να κάνουν επιλογές ακόμη και με ατελείς πληροφορίες καταστρώνοντας ένα Δόγμα Εθνικής Ασφάλειας.

Είναι γνωστό, ότι η Ελλάδα στερείται τυπικής και αποδεκτής «Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας» ή ενός ξεκάθαρου δόγματος εθνικής ασφάλειας, που θα πλαισιώνει τις πολιτικές και τις προσπάθειες για την οικοδόμηση και χρήση στρατιωτικής δύναμης. Αυτό υποδηλώνει την ανάγκη για απόκτηση μιας πυξίδας που θα καθοδηγεί τις εθνικές προσπάθειες και θα καθορίζει τις προτεραιότητες στον αμυντικό τομέα και στο τομέα των πληροφοριών καθώς και τις διπλωματικές και οικονομικές διαστάσεις της πολιτικής.

Το επιχείρημα, είναι ότι αντί να λαμβάνει αποφάσεις ως απάντηση στις τοπικές και άμεσες κρίσεις, η Ελλάδα πρέπει να θεσπίσει ένα σύνολο «Μεγάλων Στόχων» στον τομέα της εθνικής ασφάλειας, που μπορούν να αντέξουν στη φθορά του χρόνου. Ο καθορισμός αυτών των στόχων και μάλιστα ο γραπτός καθορισμός τους θα βοηθούσε στην αποφυγή βιαστικών αποφάσεων που δεν ανταποκρίνονται στις μακροπρόθεσμες ανάγκες της χώρας. Αυτό το έγγραφο είναι μια σύνοψη αυτού που πρέπει να θεωρηθεί, κατά την κρίση μου, ως «η έννοια της εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας» αντί να ανακοινώνονται οι διάφορες «κόκκινες γραμμές» κάθε φορά, που σε τελική ανάλυση δείχνουν έλλειψη αξιοπιστίας.

Να ξεκαθαρίσω ότι η έννοια της εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας δεν είναι μια «συνταγή» που προβλέπεται ως απάντηση σε περιστασιακές προκλήσεις. Επίσης, δεν είναι ένα ιερό κείμενο που παρέχει επίσημες λύσεις. Είναι μια διατύπωση «βασικών αρχών» που μπορεί να βοηθήσει στη σκέψη, ιδιαίτερα στο μακροπρόθεσμο προγραμματισμό, και στο καθορισμό προτεραιοτήτων και στη κατανομή πόρων. Δεν τεκμαίρεται ο καθορισμός του τρόπου αντιμετώπισης συγκεκριμένων κρίσεων.

Αυστηρά μιλώντας, το δόγμα εθνικής ασφάλειας χρησιμεύει για τον προσανατολισμό τόσο της σκέψης όσο και της δράσης όταν οι διπλωματικές λύσεις δεν αποδίδουν πλέον καρπούς, ή όπως έλεγε ο Clausewitz, «η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Αυτό θα πρέπει να προκύψει από την υπόθεση ότι οι διπλωματικές προσπάθειες και ρυθμίσεις χάνουν τη σημασία τους ενόψει της χρήσης βίας ή της απειλής βίας από έναν αντίπαλο. Επομένως, οι διπλωματικές προσπάθειες ή συμφωνίες δεν αποτελούν μέρος του εθνικού δόγματος, γεγονός που το φέρνει πιο κοντά στη σφαίρα ενός αμυντικού δόγματος με τη στενή έννοια του όρου.

Ωστόσο, το δόγμα και τα παράγωγά του θα πρέπει να εξυπηρετούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με στόχο την επίτευξη διπλωματικής συμφωνίας. Σε τέτοιες στιγμές, το δόγμα χρησιμεύει κυρίως για τον προσδιορισμό των σημείων στα οποία οι προτεινόμενες συμφωνίες συμπληρώνουν τις απαιτήσεις της εθνικής ασφάλειας ή μπορεί πράγματι να τις θέσουν σε κίνδυνο. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι συμφωνίες πρέπει να απορριφθούν, αλλά τέτοια αδύνατα σημεία πρέπει να αναδειχθούν.

Το κύριο μέσο για την εφαρμογή του δόγματος εθνικής ασφάλειας είναι οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΕΔ), αλλά δεν είναι ο μόνος οργανισμός που εμπλέκεται. Η κοινότητα πληροφοριών έχει επίσης σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει στην υπεράσπιση της Ελλάδας, και σε ορισμένες περιπτώσεις επίσης τα Σώματα Ασφαλείας (όπως προέκυψε στα σύνορα του Έβρου με την προσπάθεια παράνομης εισόδου μεταναστών με την υποστήριξη των τουρκικών αρχών). Με την ευρύτερη έννοια, το Υπουργείο Εξωτερικών και άλλες σχετικές κυβερνητικές υπηρεσίες που επηρεάζουν τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο (και τις διπλωματικές και οικονομικές αλληλεπιδράσεις του), θα πρέπει επίσης να τηρούν τις κατευθυντήριες αρχές ενός αμυντικού δόγματος και να ενεργούν ανάλογα.

Επιπλέον, δεδομένης της πολύπλοκης πραγματικότητας του σύγχρονου κόσμου, είναι ζωτικής σημασίας να δημιουργηθεί σταθερή και συνεχής συνεργασία μεταξύ όλων των κλάδων της κοινότητας εθνικής ασφάλειας με την ευρύτερη έννοια. Αυτό ισχύει σίγουρα σε ειρηνικές περιόδους, αλλά και κατά τη διάρκεια πολέμου. Στις πολύπλοκες, πολύπλευρες καταστάσεις που προκύπτουν στον τομέα της εθνικής ασφάλειας υπάρχουν πράγματι μη στρατιωτικές ενέργειες που πρέπει και πρέπει να γίνουν για την επίτευξη των εθνικών στόχων της Ελλάδας. Οι διπλωματικές πρωτοβουλίες, οι δραστηριότητες πληροφοριών και οι εμπορικές σχέσεις, καθώς και άλλα στρατηγικά εργαλεία, είναι όλα σημαντικά μέσα σε αυτό το ευρέως καθορισμένο πλαίσιο.

Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι τα διπλωματικά και άλλα μη στρατιωτικά μέσα δεν αντικαθιστούν και δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ανάγκη ενίσχυσης των στρατιωτικών δυνατοτήτων. Οι στρατιωτικές δυνατότητες παραμένουν αναγκαίες για την αντιμετώπιση των τρομερών καταστάσεων που μπορεί να προκύψουν λόγω των εχθρικών στρατιωτικών ενεργειών εναντίον του Ελληνισμού.

Η δυνατότητα των εθνικών δομών λήψης αποφάσεων και της ικανότητας των ανώτερων επιπέδων να εφαρμόζουν πολιτικές εθνικής ασφάλειας είναι επίσης ζωτικής σημασίας συστατικά για την εκτέλεση των καλά αιτιολογημένων πολιτικών και για την ικανότητα των Ελλήνων ηγετών να αντέχουν σε μεγάλες πιέσεις που επιβάλλονται από τις προκλήσεις της εθνικής ασφάλειας. Ταυτόχρονα, η ανθεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας είναι εξαιρετικά σημαντική και συγκεκριμένα η ικανότητά της να αντέχει στις πιέσεις που έχουν τις ρίζες τους στις προκλήσεις εθνικής ασφάλειας της χώρας, και τις θυσίες που απαιτούνται κατά τη διάρκεια του πολέμου. Κάποιοι θα υποστήριζαν ότι η συζήτηση μιας έννοιας εθνικής ασφάλειας πρέπει να προηγηθεί από μια έκθεση των συνολικών εθνικών αξιών και των βασικών συμφερόντων του έθνους, για να καθοριστεί τι πρέπει να υπερασπιστούν οι δυνάμεις ασφαλείας και ποιοι είναι οι κίνδυνοι που πρέπει να αποφύγουν.

Λαμβάνοντας υπόψη όλες αυτές τις προειδοποιήσεις, μια ξεχωριστή μελέτη θα πρέπει να αναλύσει όλα τα στοιχεία που αναφέρονται παραπάνω με σκοπό, το καθορισμό της ουσίας της «εθνικής δύναμης» για τον Ελληνισμό. Αυτό θα αποτελούσε ένα στρατηγικό, διπλωματικό και πολιτικό ανώτερο στρώμα «συμφερόντων» ευρύτερου πεδίου.

Με βάση το δόγμα εθνικής ασφάλειας,  η Εθνική μας Άμυνα θα πρέπει να συναγάγει τις αρχές για τη συσσώρευση βίας και τη χρήση βίας. Αυτό ισχύει για όλα τα όργανα ασφαλείας, με επικεφαλής τις Ένοπλες Δυνάμεις, καθώς και τα στοιχεία της κοινότητας πληροφοριών, τα AEI, την Εθνική Κυβερνητική Αρχή, οργανισμούς που υπάγονται στην Εσωτερική Ασφάλεια, και σε κάποιο βαθμό επίσης το Υπουργείο Εξωτερικών και άλλα υπουργεία που ασχολούνται με θέματα εθνικής ασφάλειας.

Παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια τάση στους ελληνικούς κύκλους διαμόρφωσης πολιτικής, να επιμένουν στις γραμμικές και ορθολογικές διαδικασίες, σαν να μπορούμε να απομονωθούμε από τον πόλεμο. Όπως υποστήριξε ο Clausewitz, οι σχεδιαστές στρατηγικής πρέπει να αποδεχτούν ότι η πολιτική συχνά εισβάλλει στη στρατηγική και στον πόλεμο. Οι ένοπλες δυνάμεις, διατηρούν την παροιμιώδη γέφυρα μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικών μέσων, και είναι αυτοί που πρέπει να αποδεχτούν το ιστορικό γεγονός ότι οι καθαρά ορθολογικές μέθοδοι δεν είναι ο κανόνας στη στρατηγική. Αντίθετα, οι φυσικοί λόγοι αναπαραγωγής της στρατηγικής είναι η συμβολή της πολιτικής, της πολυπλοκότητας, της αβεβαιότητας και των περιορισμών. Οι εθνικές στρατηγικές αναπτύσσονται για να υποστηρίξουν την επίτευξη της πολιτικής όπως καθορίζεται από την πολιτική, καθώς η πολιτική επηρεάζει ή καθοδηγεί την πολιτική και επομένως έχει αντίκτυπο στη στρατηγική.

Γνωρίζουμε ότι, η στρατηγική πρέπει να είναι ανταγωνιστική. Το να είσαι ανταγωνιστικός σημαίνει ότι αναγνωρίζεις πως οποιαδήποτε στρατηγική λειτουργεί σε ένα διαδραστικό και εχθρικό περιβάλλον στο οποίο οι αντίπαλοι επιδιώκουν να προωθήσουν ο καθένας τα δικά του συμφέροντα. Μια ανταγωνιστική στρατηγική εκτιμά  και αναλύει τις επιλογές που μπορεί να θέσει ο αντίπαλος. Αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα ότι ο πόλεμος είναι μια αμοιβαία μονομαχία, μια διαδραστική άσκηση επιχειρήσεων, απάντησης και αντιπαράθεσης. Αυτή η σκέψη είναι το μέρος της χάραξης στρατηγικής όπου κάποιος λαμβάνει υπόψη τις σχετικές δυνάμεις και αδυναμίες του εαυτού του καθώς και του αντίπαλό του. Πολλές στρατηγικές δεν δίνουν πάντα ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το ζήτημα. Μάλιστα πολλοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής φαίνεται συχνά «να ξεχνούν ότι ο εχθρός έχει επίσης προτιμήσεις και επιλογές».

Πρέπει λοιπόν να δοθούν αξιόπιστες απαντήσεις στις παρακάτω 10 ερωτήσεις για την εφαρμογή μιας αξιόπιστης στρατηγικής:

  1. Ποια σενάρια εν τέλει, θα μας οδηγήσουν στην χρήση της σκληρής ισχύος ως προς την απειλή της Τουρκίας πλην των εχθρικών ενεργειών όπου η χρήση βίας είναι δεδομένη;
  2. Ποια θα είναι η αποστολή των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων; Πως δεν θα επιτραπεί η αποβίβαση στρατευμάτων σε μικρονήσο; Να καταστραφούν οι τουρκικές αερο-ναυτικές δυνάμεις;
  3. Μας συμφέρει μια παρατεταμένη και γενικευμένη σύγκρουση;
  4. Ποιες επιχειρησιακές δυνάμεις θα χρησιμοποιηθούν κατά τον πόλεμο αυτών των σεναρίων;
  5. Ποιες είναι οι βασικές παραδοχές που επιτρέπουν την αποτελεσματική απόδοση αυτών των δυνάμεων;
  6. Πώς έχει αντισταθμίσει η Κυβέρνηση το ενδεχόμενο οι παραδοχές αυτές να είναι λανθασμένες;
  7. Έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές αυτές οι δυνάμεις στην αποτροπή μέσω της άρνησης; Σε ποια σενάρια; Εάν όχι, πρέπει να προσαρμοστούν αυτές οι δυνάμεις;
  8. Ποιες δυνατότητες χρειάζονται περισσότερο για την ενίσχυση της αποτροπής;
  9. Τι αλλαγές πρέπει να γίνουν στο αμυντικό πρόγραμμα για την ενίσχυση της αποτροπής μέσω της άρνησης;
  10. Υπάρχουν σχέδια για μετάβαση αυτών των επιχειρησιακών δυνάμεων σε δόγμα; Εάν όχι, γιατί όχι;

Κλείνοντας αυτές τις σκέψεις να τονίσουμε ότι η στρατηγική είναι μια ακατάστατη και μη γραμμική διαδικασία, όπως τόνιζε συχνά ο μεγάλος δάσκαλος της στρατηγικής, Colin Gray. Πρέπει να σχεδιάζεται, νωρίτερα και σοφότερα από τους αντιπάλους. Η ικανότητα μας να αμφισβητούμε τη συμβατικότητα, να βλέπουμε μέσα από το φλοιό και να διακρίνουμε την ουσία ενός προβλήματος, να αποκαλύπτουμε την ψευδαίσθηση ή την αλαζονεία, και να σχεδιάζουμε μια στρατηγική που προωθεί μια θεωρία επιτυχίας είναι σκληρή δουλειά. Η υγιής στρατηγική δεν είναι ψευδαίσθηση. Είναι απλά το καλύτερο αντίδοτο για τη στρατηγική φτώχεια και την καλύτερη ασφάλεια που έχει κάθε χώρα έναντι των εθνικών καταστροφών.

 

*Ο Υποναύαρχος Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024