28/03/2024

Λιβύη, το σκάκι του αφρικανικού πετρελαίου

Γράφει ο Πολυδεύκης

Ειδικός Συνεργάτης του Geopolitics and Daily News

 


Η Λιβύη αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα για τη Β. Αφρική, από δημιουργίας αυτού του εθνικού μορφώματος. Η θέση της, το μέγεθός της, οι φυσικοί πόροι και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της, καθώς και η διπλωματική θέση της στον αφρικανικό και αραβικό κόσμο είναι εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία για κάθε μεγάλη δύναμη. Η επίθεση από τη Γαλλία αποτελούσε ένα σαφές δείγμα γαλλικής πάλαι ποτέ αυτοκρατορικής αντίδρασης προς την προληπτική αντιμετώπιση μίας απειλής, η οποία προχωρούσε ως καρκίνωμα προς όλες τις «πρώην» γαλλικές αποικίες (και νυν οικονομικά σιδηροδέσμιες).


Η διπλωματία πανικού των Παρισίων, με τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ που ακολουθούσε τη διπλωματία του οπορτουνισμσύ, οδήγησε στη σημερινή κατάσταση κατά την οποία κάθε Μεγάλη Δύναμη βλέπει προοπτικές εισόδου σε μία χώρα που ο QADDAFI είχε θωρακίσει έναντι οιασδήποτε επιρροής από το εξωτερικό. Εν ολίγοις, επί QADDAFI η Λιβύη ήταν ένας ακριβός και απαιτητικός σύμμαχος, ενώ σήμερα η βία έχει « μαλακώσει» τη διπλωματία της. Προς το παρόν ένα από τα πιο ση μαντικά στοιχεία που ορέγονται οι Μεγάλες Δυνάμεις είναι τα πετρέλαια της χώρας, λόγω της υψηλής ποιότητάς τους. Ωστόσο, μέσα από τις συμφωνίες που υπογράφονται κρύβεται και η μετέπειτα γεωπολιτική δέσμευση της χώρας προς την Δύναμη που θα κερδίσει το «μήλον της έριδος».

Το σκάκι του πετρελαίου

Η λιβυκή «ΝΑΤΙΟΝΑL OIL CORPORATION» (NOC) και η ρωσική «ROSNEFT» υπέγραψαν Συμφωνία – πλαίσιο συνεργασίας, που θέτει τις βάσεις για την πραγματοποίηση επενδύσεων στον τομέα του πετρελαίου της Λιβύης, σύμφωνα με ανακοίνωση της πρώτης. Η Συμφωνία προβλέπει τη σύσταση Κοινής Ομάδας Εργασίας για τη διερεύνηση προοπτικών επενδύσεων στην έρευνα, εξόρυξη και παραγωγή πετρελαίου. Επίσης, οι δύο εταιρείες φέρονται να υπέγραψαν και Συμφωνία αγοράς – πώλησης του πετρελαίου, που θα παραχθεί από τη ρωσική επένδυση στο μέλλον.

Η Συμφωνία αποτελεί ένα ακόμα βήμα στην διαδικασία ανάπτυξης και αύξησης της παραγωγής πετρελαίου της Λιβύης, προκειμένου να φθάσει στα επίπεδα των 2,1 εκατ. βαρελιών ημερησίως μέχρι το 2020, σύμφωνα με τον πρόεδρο της «NOC», MUSTAFA SANALLA. 

Ωστόσο, κάθε δράση στη διπλωματία ακολουθείται και από αντίδραση, ακριβώς όπως συμβαίνει και στη Φύση. Οι «Ταξιαρχίες της Βεγγάζης», μία αντίπαλη, προς τον Στγο HAFTAR, φράξια, επιχείρησαν να επιτεθούν σε μεγάλα πετρελαϊκά λιμάνια της χώρας τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου. Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ανατολικής Λιβύης πραγματοποίησαν αεροπορικούς βομβαρδισμούς στα νότια της παραλιακής πόλης NAWFILIYA σε απάντηση αυτής της προσπάθειας ενώ στη συνέχεια οι συγκρούσεις μεταφέρθηκαν και στο έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών, 50 χλμ. δυτικά του λιμανιού ES SIDER και 75 χλμ. δυτικά του άλλου λιμανιού της RAS LANUF.

Για να αντιληφθούμε τη σχέση των λιμανιών αυτών με την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ρωσίας και «NOC» οφείλω να επισημάνω πως τα λιμάνια ΕS SIDER και RAS LANUF είναι μεταξύ των τεσσάρων λιμανιών, που ελέγχει ο Εθνικός Στρατός της Λιβύης από τον Σεπτέμβριο 2016, και τα έχει ανοίξει για εξαγωγές πετρελαίου, οδηγώντας σε μεγάλη αύξηση την παραγωγή και τις εξαγωγές πετρελαίου της Λιβύης. 

Η χώρα πρόσφατα έφθασε την παραγωγή της στα 700.000 βαρέλια/ ημέρα, αλλά βρίσκεται ακόμη μακριά από την ημερήσια παραγωγή των 1.6 εκατ. βαρελιών, που είχε το 2011, προ αναταραχών. Ωστόσο, με την υποστήριξη της Ρωσίας αυτός ο στόχος έρχεται ακόμα πιο κοντά και ο Στγος HAFTAR αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα που θα καρπωθεί την επιτυχία. Εφόσον η ημερήσια παραγωγή πλησιάσει τα επίπεδα του 2011, τότε η οικονομία θα σταθεροποιηθεί και ο έλεγχος της χώρας θα αυξηθεί. Εν ολίγοις, ο HAFTAR θα γίνει ο εθνικός ήρωας της Λιβύης και το μέλλον της.

Αυτό σημαίνει πως οι δυνάμεις που θα έχουν βοηθήσει τον HAFTAR στην άνοδό του θα κερδίσουν και τα περισσότερα οφέλη από την ανάδειξή του. Η Γερμανία είναι η τελευταία χώρα που θα μπορούσε να ελπίζει σε συμφωνίες με μία Λιβύη του HAFTAR και τούτο διαθέτει πολλές συνέπειες σε γεωπολιτικό επίπεδο. 

Δεδομένου ότι ο λίβυος Στγος θεωρεί εαυτόν υπόχρεο σε ΗΠΑ, Γαλλία και Ρωσία, η Γερμανία όχι μόνο αποκλείεται από τον έλεγχο της Β. Αφρικής και της Ν. Μεσογείου, αλλά έχει να αντιμετωπίσει και μία ενισχυμένη Γαλλία, που ήδη έχει απλώσει τα διπλωματικά της πλοκάμια στον ευρωπαϊκό νότο. Αυτό έχει οδηγήσει τη Γερμανίδα Καγκελάριο, Α. MERKEL, σε μία σειρά επισκέψεων σε κράτη που επηρεάζουν τις εξελίξεις στη Λιβύη, όπως η Αλγερία και η Αίγυπτος. Όλως τυχαίως στις 02-03-17 που η MERKEL επισκεπτόταν τον Αιγύπτιο Πρόεδρο, Α. ELSISI, στη Λιβύη η «Ταξιαρχία της Βεγγάζης» επιχειρούσε την κατάληψη των λιμένων εξαγωγής πετρελαίου.

Η γερμανίδα Καγκελάριος διερεύνησε τις προθέσεις του αιγύπτιου Προέδρου για τη σταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης και της οικονομίας των χωρών της βόρειας Αφρικής, «προκειμένου να περιοριστεί η αθρόα μετανάστευση προς την Ευρώπη», όπως η ίδια δήλωσε. Παρόλα ταύτα, το προσφυγικό ζήτημα, όταν συνδυάζεται με τη Β. Αφρική φωτογραφίζει μόνο μία χώρα: τη Λιβύη. Μετά την επίσκεψη στην Αίγυπτο η Γερμανίδα Καγκελάριος μετέβη στην Τυνησία, την τρίτη χώρα που ρυθμίζει τις εξελίξεις στη Λιβύη, ολοκληρώνοντας έτσι έναν κύκλο επισκέψεων που από μόνος του δείχνει ποιο είναι το βασικό μέλημα της ίδιας.

Ο πυρήνας αποσταθεροποίησης του μελλοντικού λιβυκού κράτους

Όταν κάποια Δύναμη επιθυμεί να εκτελέσει υβριδικές επιχειρήσεις σε μία χώρα, αυτό μπορεί να το επιτύχει είτε με απευθείας διεξαγωγή αυτών εντός της επικρατείας της, είτε με αποσταθεροποίηση μίας γειτονικής χώρας που διαθέτει σχέσεις με τον στόχο, ώστε να εισαχθεί η κρίση σε αυτόν.

O χαρακτηρισμός της Τυνησίας ως μίας από τις χώρες που «εξάγουν» τζιχάντιστές, επιστρέφει για να «στοιχειώσει» τη χώρα, όπου νεαροί άνδρες που εκπαιδεύθηκαν από την «IS» έχουν πραγματοποιήσει επιθέσεις κατά τις οποίες έχουν σκοτωθεί τουρίστες και στρατιώτες. Καθώς οι εξτρεμιστές υφίστανται στα πεδία της μάχης συνεχείς ήττες, η Τυνησία διχάζεται σχετικά με το τι να πράξει με αυτούς που επιστρέφουν στη χώρα από τα πεδία των μαχών, ήτοι σχετικά με τα 3.000 έως 6.000 άτομα που μετέβησαν σε άλλες χώρες για να ενταχθούν σε ένοπλες ισλαμικές οργανώσεις, καθώς και για το πώς θα καθορίσει τι είδους απειλή αυτοί συνιστούν. Επίσης, άλλοι 1.250 νεαροί παρεμποδίσθηκαν να αποχωρήσουν από τη χώρα και θεωρείται ότι χιλιάδες άλλοι είναι, κρυφά, φιλικά
διακείμενοι προς την τρομοκρατία.

Αυτό δεν είναι άσχετο με τη Λιβύη από τη στιγμή που πολλοί εξτρεμιστές που συμμετείχαν στην ανακήρυξη «Ισλαμικού Χαλιφάτου» στη χώρα προέρχονταν από τη γειτονική Τυνησία. Πρόκειται για άτομα τα οποία έχουν δεχθεί «πλύση εγκεφάλου», που έφυγαν από τη χώρα, κατέστρεψαν τα τυνησιακά τους διαβατήρια και ανακοίνωσαν ότι ανήκουν στο «έθνος» της «IS».

Οι φυλακές της Τυνησίας είναι γεμάτες, τα δικαστήρια έχουν κατακλεισθεί με υποθέσεις τρομοκρατίας η εξέταση των οποίων εκκρεμεί και τα σύνορα της χώρας στην έρημο είναι διάτρητα. Αυτό αποτελεί μία πρώτης τάξης ευκαιρία για την υπονόμευση οποιασδήποτε προσπάθειας επίλυσης του λιβυκού ζητήματος, αφού η Τυνησία απειλείται από τον εξτρεμισμό και απειλεί και το περιβάλλον της. Η Τυνησία είναι η μοναδική χώρα που αναδύθηκε από την «Αραβική Άνοιξη» του 2011 με μία «λειτουργική Δημοκρατία» και δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών για τις οποίες υφίσταται ταξιδιωτική απαγόρευση από την Κυβέρνηση TRUMP.

O Πρόεδρος της χώρας, BEJI CAID ESSEBSI, ανέφερε ότι οι φυλακές είναι υπερπλήρεις και δεν μπορούν να δεχθούν κάθε τζιχαντιστή χαρακτηρίζοντας τους στρατιώτες της «IS» ως ανθρώπους που οι περισσότεροι δεν αποτελούν κίνδυνο! Όλα αυτά με «αντάλλαγμα» την κοινωνική ειρήνη δείχνοντας πως η χώρα αδυνατεί να ελέγξει τα εσωτερικά της ζητήματα, πόσο δε να συμβάλει στην ειρήνευση της περιφέρειάς της.

Η Κυβέρνηση δεν μπορεί να διαχειρισθεί την επερχόμενη μαζική εισροή τρομοκρατικών στοιχείων. Αυτό που προκαλεί τεράστια ανησυχία είναι πως το Άρθρο 25 του Συντάγματος αναφέρει ότι απαγορεύεται να στερήσεις από έναν Τυνήσιο την υπηκοότητά του και να του απαγορεύσεις να επιστρέψει στη χώρα του, επομένως κάθε ένας που επιθυμεί να επιστρέψει, παρά την παράνομη, κακουργηματική και απειλητική για την παγκόσμια ασφάλεια συμπεριφορά του είναι ελεύθερος να το πράξει και να μη χαρακτηριστεί καν δημόσιος κίνδυνος.

Αντίθετα με τη Σαουδική Αραβία, η οποία αντιμετώπισε παρόμοια ζητήματα με τζιχαντιστές στο παρελθόν, δεν υφίσταται στην Τυνησία επίσημο πρόγραμμα αποριζοσπαστικοποίησης, ακόμα και αν κάποιο είχε αποδειχθεί ότι είναι λειτουργικό. Η Κυβέρνηση δεν έχει -ουσιαστικά- τρόπο να αξιολογήσει αυτούς που επιστρέφουν. Ανακρίνονται και όποιος παραδέχεται ότι έχει διαπράξει εγκλήματα στις εμπόλεμες περιοχές φυλακίζεται, προκειμένου στη συνέχεια να δικαστεί. Ωστόσο, τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την καταδίκη, εάν υπάρχουν, βρίσκονται στη Συρία ή τη Λιβύη και οι περισσότεροι τελικά απελευθερώνονται μετά από μία περίοδο σύντομης κράτησης.

Η κόκκινη αρκούδα τρίζει δόντια

Η MERKEL δεν είναι μόνη της σε αυτό το διπλωματικό παζάρι. O Ρώσος ΥΠΕΞ, S. LAVROV, ταυτόχρονα με την επίσκεψη της γερμανίδας Καγκελαρίου στην Αίγυπτο, το μεγάλο υποστηρικτή του Στγου ΗΑFΤAR, συναντιόταν στη Μόσχα με τον Λίβυο Πρωθυπουργό και επικεφαλής της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, ΕΑΥΕΖ AL SARRAJ. To γεγονός πως ο πρωθυπουργός SARRAJ συναντήθηκε με τον ΥΠΕΞ της Ρωσίας και όχι τον ομόλογό του, δείχνει πως η Μόσχα δεν επιθυμούσε να ενισχύσει τους δεσμούς μαζί του, αλλά περισσότερο να τον «ενημερώσει» για την κατάσταση στο λιβυκό ζήτημα.

Εν ολίγοις, η Ρωσία δήλωσε στον λίβυο Π/Θ πως ήρθε για να μείνει στη Λιβύη και ως εκ τούτου ο HAFTAR, που αποτελεί τον άνθρωπό της στη χώρα, θα έπρεπε να λάβει κάποιο ρόλο στην επόμενη ημέρα της Λιβύης. Ως προς το ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο ρόλος, αποτελεί ένα ζήτημα που η Ρωσία εναποθέτει στη σφαίρα των συζητήσεων μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, προϋποθέτοντας ότι η λύση αυτή θα εξεταστεί και από τον ίδιο το λιβυκό λαό, δηλαδή μέσω της εκλογικής διαδικασίας η οποία επί του παρόντος ευνοεί τον λίβυο Στγο. Επίσης η Μόσχα απέκλεισε οποιοδήποτε ενδεχόμενο διάσπασης της χώρας, δηλαδή διεμήνυσε στον SARRAJ πως λύσεις τύπου «Ανατολική» και «Δυτική» Λιβύη δεν είναι αποδεκτές. O λίβυος Π/Θ διαθέτει στα χέρια του την επιλογή της λύσης μέσω συνεργασίας με τον HAFTAR ή της μετωπικής αντιπαράθεσης μαζί του.

Οι Άραβες περιπλέκουν το Λιβυκό

O Γ.Γ. του «Αραβικού Συνδέσμου», Α. ΑΒOUL GHEIT, στην 147η Σύνοδο του Οργανισμού στο Κάιρο ανέφερε ότι πεποίθησή του είναι πως το πρόβλημα θα διευθετηθεί αν πραγματοποιηθεί ευρύς διάλογος και ταυτόχρονα επιτευχθεί η συμφιλίωση όλων των Λίβυων. O «ευρύς διάλογος» που ανέφερε ο GHEIT περιελάμβανε την Ε.Ε., τον «Αραβικό Σύνδεσμο» και την «Αφρικανική Ένωση», οργανισμούς που θα προστεθούν στις Τυνησία, Αίγυπτο και Αλγερία.

Τουτέστιν ο Γ.Γ. αναγνωρίζει πως οι τρεις χώρες από μόνες τους δε μπορούν να πετύχουν διευθέτηση του ζητήματος, από τη στιγμή που Αλγερία και Αίγυπτος είναι στα αντίθετα άκρα, ελέω «ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ» και η Τυνησία, που θα μπορούσε να θεωρηθεί διαιτητής επηρεάζεται από την εσωτερική πολιτική κρίση που εισάγεται μαζί με τους εξτρεμιστές.

O ΥΠΕΞ της Αλγερίας προχώρησε τις δηλώσεις του GHEIT ένα βήμα περεταίρω, συμπεριλαμβάνοντας και τον ΟΗΕ στο ζήτημα. Παρά το γεγονός πως τα Η.Ε. διαθέτουν επίτροπο στη Λιβύη που ασχολείται με την επίλυση του Λιβυκού, η Αλγερία, η οποία διαθέτει ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με τη Γερμανία, βλέπει πως το πρόβλημα της Λιβύης οφείλεται στην απουσία ενιαίου στρατού και στην τρομοκρατία. Επί της ουσίας η Αλγερία κάνει λόγο για επέμβαση κυανόκρανων που θα εξασφαλίσουν την ειρήνη στην περιοχή και την πολιτική επιβίωση της κυβέρνησης SARRAJ.

O τρίτος αστάθμητος παράγοντας

Πέραν του SARRAJ και του HAFTAR στη Λιβύη υπάρχει και ένας τρίτος πόλος εξουσίας, αυτός των ισλαμιστών που στήριξαν την ανατροπή QADDAFI. Το σημαντικό στοιχείο σε αυτόν τον πόλο είναι πως υποστηρίχθηκε στο παρελθόν από ΗΠΑ και Ην. Βασίλειο, ωστόσο από το 2014 έχει καταδικαστεί ως τρομοκρατική οργάνωση, επειδή δεν αποδέχτηκε την εισαγόμενη λύση ειρήνης της Washington.

Το GENERAL NATIONAL CONGRESS είναι ένα σώμα πολιτικών που έχασε τις εκλογές του Ιουνίου του 2014, με αποτέλεσμα να ανακηρύξει δική του κυβέρνηση στην Τρίπολη την οποία ονόμασε ΝΑΤΙΟΝΑL SALVATION GOVERNMENT. Το σημαντικό στοιχείο για την GNC είναι πως αποτελεί παρακλάδι της «ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ » και ως εκ τούτου διαθέτει καλές σχέσεις με την Αλγερία. Η GNC διαθέτει στρατιωτικές πτέρυγες, όπως είναι η «LIBYAN FIGHTING GROUP» και η «LΙΒΥΑ SHIELD FORCE», οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί ως εξτρεμιστικές και παρακλάδια της «ΑL QAEEDA» στη Λιβύη. Κάπως έτσι εξηγείται και η επιχειρησιακή δράση των οργανώσεων αυτών εναντίον των τζιχαντιστών της «IS», από τη στιγμή που οι δύο μητρικές οργανώσεις είχαν κηρύξει τον μεταξύ τους πόλεμο.

Παρά τις καλές σχέσεις του GNC με τη «ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ», οι διώξεις που έχουν ασκηθεί εναντίον της οργάνωσης έχουν οδηγήσει σε διάσπαση αυτής με αποτέλεσμα και η GNC να βρεθεί σε πολιτικά διλήμματα. Έτσι εμφανίζεται πολλές φορές ένας εμφύλιος μεταξύ των ισλαμιστών της Λιβύης, όπως παρατηρήθηκε και από το γεγονός πως αρκετοί βουλευτές που εκλέχθηκαν το 2012 με την GNC αρνήθηκαν να την ακολουθήσουν στη δημιουργία εναλλακτικής κυβέρνησης στην Τρίπολη και παρέμειναν στο διεθνώς αναγνωρισμένο λιβυκό κοινοβούλιο.

Στις 07-03-17, ένοπλοι παραστρατιωτικοί, φίλα προσκείμενοι στην ισλαμική οργάνωση «LΙΒΥΑΝ FIGHTING GROUP», ανέλαβαν τον έλεγχο της Υπηρεσίας Πληροφοριών της χώρας, μετά από έξι χρόνια ενόπλων αντιπαραθέσεων μεταξύ της «ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ» και της προαναφερόμενης οργάνωσης. Η οργάνωση «LIBYAN FIGHTING GROUP» δεν έχει, μέχρι στιγμής, αναλάβει την ευθύνη για την επίθεση και κατάληψη της Υπηρεσίας Πληροφοριών, ωστόσο αξιωματούχοι της Υπηρεσίας δήλωσαν ότι της επίθεσης ηγήθηκε ο επικεφαλής της «LIBYAN FIGHTING GROUP». H ομάδα, η οποία έπληξε το κτήριο, αποτελείτο από 20 ένοπλους άνδρες, 5 οχήματα και 2 T/Θ οχήματα, δείγμα της αδυναμίας προστασίας κρίσιμων εγκαταστάσεων από τη λιβυκή κυβέρνηση.

Η Υπηρεσία Πληροφοριών διαθέτει Βάση Δεδομένων με όλα τα διαβατήρια καθώς και πληροφορίες για την είσοδο και έξοδο Λίβυων και αλλοδαπών στη χώρα. Επιπλέον, διαθέτει ένα τεράστιο αρχείο με στοιχεία για όλες τις εξτρεμιστικές οργανώσεις, τους πολιτικούς, τους κατασκόπους και κατάδικους για διάφορα εγκλήματα. Προ δύο μηνών ο επικεφαλής του Προεδρικού Συμβουλίου αποφάσισε να συμπεριλάβει την Υπηρεσία Πληροφοριών στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου, διατηρώντας παράλληλα την ιεραρχία της Υπηρεσίας και δη τον Σχη BASHIR LAMIN ως επικεφαλής της, ο οποίος κατείχε το εν λόγω αξίωμα από το καθεστώς QADDAFFI.

Οι συνέπειες που πιθανόν θα έχει η επίθεση σχετικά με το μέλλον του SARRAJ και του προεδρικού Συμβουλίου της Λιβύης δύναται να είναι καταστροφικές. Τη στιγμή που άπαντες ασχολούνται με τα διυλιστήρια πετρελαίου και τις διαμάχες μεταξύ οργανώσεων προσκείμενων στην «AL QAEDA» και Δυνάμεων του Στρατού, η επίθεση στο κτήριο της Υπηρεσίας Πληροφοριών δείχνει πως η πτέρυγα της οργάνωσης στην Τρίπολη προχωρά στη στρατηγική ελέγχου της πόλης.

Εξτρεμιστές στην Τρίπολη χορήγησαν σε χιλιάδες ξένους υπηκόους λιβυκή υπηκοότητα, προκειμένου να τους συνδράμουν στον αγώνα τους. Η εν λόγω επίθεση θα επιτρέψει στους εξτρεμιστές να καταστρέψουν έγγραφα στα οποία αναγράφονται οι πραγματικές υπηκοότητές τους. Την ίδια όμως στιγμή θα τους δώσει πρόσβαση σε κάθε έγγραφο που μπορούν να χρησιμοποιήσουν εναντίον του SARRAJ για την υπονόμευσή του. Εν τέλει, η κατάσταση στη Λιβύη δείχνει περίπλοκη για να επιλυθεί χωρίς την ολοκληρωτική στρατιωτική επικράτηση ενός και μόνο πόλου, θυμίζοντας σε όλους πως το παρελθόν της χώρας δείχνει ποιο είναι και το μέλλον της.

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024