28/03/2024

Ορθόδοξοι μύθοι: Η ρεαλιστική προσέγγιση της Ελλάδας προς τη Ρωσία

Του Κωνσταντίνου Φίλη
European Council on Foreign Relations 

Τον Ιούλιο ανέκυψε ότι η Ελλάδα είχε απελάσει δύο Ρώσους διπλωμάτες και είχε απαγορεύσει την είσοδο στη χώρα σε περισσότερους Ρώσους. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει έκπληξη σε κάποιον στο εξωτερικό: η ιδέα της Ελλάδας ως συμμάχου της Ρωσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έχει πεθάνει. Αλλά η ελληνική κυβέρνηση έκανε μια πολύ συγκεκριμένη δήλωση για τις ρωσικές προσπάθειες υπονόμευσης τη συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ. Διαρροές από υψηλόβαθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους στην Αθήνα μάλιστα, κατηγορούσαν τη Μόσχα ότι επιχείρησε να αποσταθεροποιήσει τον κυβερνητικό συνασπισμό, προσπαθώντας να δωροδοκήσει βουλευτές του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου, των ΑΝΕΛ, που δεν υποστηρίζει τη συμφωνία.

Είναι αλήθεια ότι υπάρχει ένας πραγματισμός στις αποφάσεις της Αθήνας, που κυριαρχεί γενικότερα έναντι της υποτιθέμενης εγγύτητας μεταξύ Ρωσίας και Ελλάδας. Η φήμη τους ως ομοϊδεάτες στο πνεύμα αν όχι στην πράξη, βρίσκονται στους κοινούς δεσμούς της ορθοδοξίας και σε μια δημοφιλή άποψη μεταξύ των Ελλήνων ότι η Ρωσία ανέκαθεν υποστήριζε την Ελλάδα στις πιο δύσκολες στιγμές της. Ο εσωτερικός αντί-αμερικανισμός αυξήθηκε στη σύγχρονη δημοκρατική εποχή εξαιτίας της αντίληψης ότι η Ουάσιγκτον ήταν υπεύθυνη για την ελληνική χούντα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Από την πλευρά τους, οι Έλληνες πολιτικοί έχουν συχνά επικαλεστεί τη Ρωσία ως μέρος μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.

Παρόλα αυτά, οι διμερείς τους σχέσεις ποτέ δεν κατόρθωσαν να φτάσουν σε στρατηγικό επίπεδο και η Αθήνα δεν έχει γίνει ποτέ προνομιούχος εταίρος της Μόσχας. Οι αριθμοί λένε τη δική τους ιστορία. Το εμπορικό ισοζύγιο εμφανίζει ένα τεράστιο έλλειμμα για την Ελλάδα, λόγω των ενεργειακών εισαγωγών από τη Ρωσία. Οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων στη Ρωσία είναι αναιμικές, περίπου στο 1% του συνόλου των εξαγωγών. Οι ρωσικές άμεσες επενδύσεις στην ελληνική οικονομία είναι μικρής σημασίας: το 0,1% όλων των άμεσων ξένων επενδύσεων και το 0,2% από το σύνολο των ρωσικών άμεσων επενδύσεων στο εξωτερικό. Ακόμη και οι τουριστικοί αριθμοί είναι μέτριοι: το 2017 είχαν φθάσει τους 900.000, από τις 27 εκατ. αφίξεις.

Η Ελλάδα και η Ρωσία είχαν και τις καλές τους ημέρες, στην περίοδο 2006-2008. Αλλά ακόμη και τότε, οι δύο χώρες δεν πέτυχαν πραγματική εμβάθυνση ή πρακτικά μακροπρόθεσμα κέρδη. Σε μια προσπάθεια να αποδείξουν ότι η συνεργασία τους απέδιδε καρπούς, αξιοποιώντας το θετικό momentum, οι δύο πλευρές προώθησαν ενεργειακές και στρατιωτικές συμφωνίες, όπως τον αγωγό πετρελαίου Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, το project φυσικού αερίου South Stream και την εξαγορά 415 αρμάτων μάχης ΒΜΡ-3, τα οποία έκτοτε έχουν μείνει αδρανή.

Οι σχέσεις με το Κρεμλίνο έπεσαν σε περαιτέρω δυσμένεια την περίοδο 2010-2015, όταν η Αθήνα προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την οικονομική θύελλα. Η Ρωσία παρέμεινε κυρίως ουδέτερη στον αντίκτυπο της κρίσης στην Ελλάδα, χωρίς να παράσχει ανοιχτά στήριξη. Ως αποτέλεσμα, οι σχέσεις με τη Μόσχα υποχώρησαν στην ατζέντα της Αθήνας. Τότε όπως και τώρα, η Ρωσία προφανώς δίνει προτεραιότητα στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και με τα πιο ισχυρά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο δύσκολες μπορεί να γίνουν αυτές κάποιες φορές. Επιπλέον, με τις δικές της πιέσεις στο εσωτερικό και τις δεσμεύσεις στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένης της κρίσης στην Ουκρανία, η Ρωσία δεν είχε κανένα λόγο να εισέλθει στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της.

Ορισμένα μέλη της πρώτης κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν πήραν το μάθημα ωστόσο, νομίζοντας ότι η Ρωσία θα παρείχε οικονομική βοήθεια για να μετριαστούν οι ευρωπαϊκές πιέσεις. Άλλοι στον συνασπισμό είδαν τη Μόσχα ως αντίβαρο στις διαπραγματεύσεις, αλλά ποτέ ως πραγματική εναλλακτική για την Ελλάδα, έναντι των πιστωτών και εταίρων. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι η σύμπνοια απόψεων μεταξύ του ορθοδόξου στρατοπέδου και του κομμουνιστικού, αποτυπώθηκε στην παρουσία στην κυβέρνηση των ΑΝΕΛ (για το πρώτο) και του ΣΥΡΙΖΑ (για το δεύτερο). ΟΙ πρώτοι είδαν στη Μόσχα μια προστάτιδα δύναμη του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας και οι δεύτεροι μια ευκαιρία να διορθωθεί “η ιστορική αδικία” της πτώσης της κομμουνιστικής Σοβιετικής Ένωσης. Κάποιες μεμονωμένες κυβερνητικές πολιτικές στη Ρωσία αποτύπωσαν αυτή την φαινομενική επανευθυγράμμιση: ο τότε υπουργός Ενέργειας επέδειξε μια προφανή εμμονή στο να προωθήσει το Νότιο Ευρωπαϊκό Διάδρομο (Turkish Stream) με κάθε κόστος, ενάντια στις ευρωπαϊκές επιθυμίες και κυρίως, χωρίς συμμαχίες ή το απαραίτητο lobbying στις Βρυξέλλες.

Σήμερα το κλίμα έχει αλλάξει σημαντικά. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει υιοθετήσει μια αισθητά πιο συνετή στάση προς τις Βρυξέλλες, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη πειθαρχία στην εφαρμογή των αποφάσεων της ΕΕ και στην πιο εποικοδομητική συμμετοχή στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Χωρίς να βρίσκεται πλέον υπό την αυστηρή εποπτεία που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από το 2010 μέχρι το 2018, η κυβέρνηση ενεργεί πιο προβλέψιμα και περισσότερο σαν εταίρος προς τους δυτικούς συμμάχους της.

Στο μεταξύ η φερόμενη εμπλοκή της Μόσχας στη διαφωνία για το όνομα της ΠΓΔΜ, έχει δημιουργήσει ένταση στις ελληνορωσικές σχέσεις. Μέσω διαρροών στον Τύπο, η Αθήνα ισχυρίστηκε πως η Ρωσία χρησιμοποίησε υλικά και οικονομικά κίνητρα για να προσπαθήσει και να επηρεάσει δήμους και μητροπολίτες, συμπεριλαμβανομένης και της προώθησης της ατζέντας της στο Άγιο Όρος. Αναφέρθηκε στην Ιερά Ορθόδοξη Παλαιστινιακή Κοινωνία και στον πρώην πρόξενο της Ρωσίας στην Ελλάδα ως βασικά μέσα για τη χειραγώγηση αυτή. Εμφανίστηκαν επίσης δημοσιεύματα μιας αποτυχημένης ρωσικής προσπάθειας να δωροδοκήσει κρατικούς αξιωματούχους. Υποστηρίζοντας ότι οι προθέσεις της απέναντι στη Μόσχα είναι ουσιαστικά καλές, στον απόηχο της υπόθεσης Skripal η Αθήνα προσπάθησε να επισημάνει ότι δεν συμφωνεί με την πολιτική των απελάσεων που υιοθετήθηκε από πολλά δυτικά κράτη. Παρόλα αυτά, οι κατηγορίες που απηύθυνε η ελληνική κυβέρνηση είναι σοβαρές και απηχούν δυτικούς ισχυρισμούς για ρωσική παρέμβαση σε εσωτερικές υποθέσεις. Αρκετοί λόγοι βρίσκονται πίσω από την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης:

-Ρώσοι πράκτορες επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν τις ευαισθησίες της βορειοελλαδίτικης κοινότητας για το εκκρεμές ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ, “πατώντας” πάνω στα θρησκευτικά και εθνικά τους αντανακλαστικά

-για να απευθύνει (η ελληνική κυβέρνηση) μια προειδοποίηση ώστε να αποθαρρύνει άλλους από το να επιχειρήσουν να υπονομεύσουν την συμφωνία των Πρεσπών, η οποία -παρά τις αρνητικές αντιδράσεις- αποτελεί βασικό κομμάτι αυτού που η σημερινή κυβέρνηση ελπίζει να αφήσει ως την πολιτιστική της κληρονομιά

-για να κάνει μια χειρονομία καλής θέλησης προς την Ουάσιγκτον, δεδομένης της περιόδου του μέλιτος που απολαμβάνουν επί του παρόντος οι δύο πλευρές, επιβεβαιώνοντας τον σταθερό δυτικό προσανατολισμό της Αθήνας

-να στιγματίσει εκείνους που διαφωνούν με τον συμβιβασμό με την ΠΓΔΜ, προσδιορίζοντάς τους ως έχοντες εξωτερικά συμφέροντα και με τον τρόπο αυτό να μετριάσει κάπως τις εσωτερικές αμφιβολίες/αντιδράσεις.

Ακόμη κι αν η Ελλάδα και η Ρωσία δεν είχαν ποτέ το δικό τους μήνα του μέλιτος στη σύγχρονη εποχή, οι κατηγορίες της Αθήνας παρόλα αυτά έχουν ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα επειδή η Ελλάδα έχει εδώ και καιρό τη φήμη ότι είναι θετικά διακείμενη προς τη Ρωσία. Αυτό δίνει κάποια δόση αληθείας σε όσους κατηγορούν τη Ρωσία ότι είναι μια ρεβιζιονιστική δύναμη.

Η ελληνική κυβέρνηση έχει μετριάσει την ρητορική της μετά από τις απελάσεις, εκδίδοντας επίσημες ανακοινώσεις υπέρ της επαναπροσέγγισης. Αλλά η ρωσική ηγεσία τώρα φαίνεται να βλέπει την Αθήνα ως βραχίονα της Ουάσιγκτον: στην κορύφωση της διαμάχης τον Ιούλιο, η Ρωσία κατηγόρησε τις ΗΠΑ για την επιδείνωση των ελληνό-ρωσικών σχέσεων. Δεν θέλει ωστόσο να διακόψει τους δεσμούς εντελώς. Με τις σχέσεις της με την Τουρκία να γίνονται πιο στρατηγικής φύσεως (ενέργεια, εμπόριο και ρεβιζιονισμός είναι κοινοί παρανομαστές), η Ρωσία πρέπει να διατηρήσει μια ισορροπία -με την Ελλάδα και την Κύπρο- για να διασφαλίσει την ενισχυμένη θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο. Επομένως, το κλίμα στις ελληνό-ρωσικές σχέσεις έχει αλλάξει από ουδέτερο-θετικό και ουδέτερο-αρνητικό, αλλά η επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη Μόσχα το Δεκέμβριο δημιουργεί ήδη μια πιο θετική ατμόσφαιρα. Η πρόσφατη παραίτηση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, θα πρέπει επίσης να αλλάξει τα πράγματα. Η κρίση του Ιουλίου έχει αρχίσει να παίρνει τη μορφή μιας εκστρατείας μεταξύ του Κοτζιά και της Ρωσίας. Μετά από τις απελάσεις, ο Κοτζιάς κατηγόρησε τη Ρωσία δημοσίως ότι είναι “σύντροφος στα όπλα” της Τουρκίας και ότι προδίδει το επίπεδο της ελληνό-ρωσικής φιλίας που επιτεύχθηκε τα τελευταία 190 χρόνια, υπονοώντας ότι η Μόσχα και η Άγκυρα ενώνουν τις δυνάμεις τους ενάντια στην Αθήνα.

Παρά τους προφανείς περιορισμούς στις σχέσεις Ελλάδας-Ρωσίας, μια περαιτέρω επιδείνωση δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό, ιδιαίτερα σε μια περίοδο γενικής ρευστότητας και στο μέσον της προσπάθειας της Ελλάδας να επιστρέψει στην κανονικότητα και να προσελκύσει επενδύσεις. Η Αθήνα χρειάζεται να είναι προσεκτική, ώστε να αποφύγει να βρεθεί μέρος ευκαιριακών κοινοπραξιών τις οποίες οι Ρωσία θα μπορούσε να εκλάβει ως επιθετικής φύσεως, είτε αυτές είναι εναντίον της ίδιας της Ρωσίας είτε έναντι του Ιράν. Ακόμη και στα πιο σκληρά λόγια του ο Κοτζιάς άφησε να εννοηθεί μια υποτιθέμενη εγγύτητα μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας. Υπό ορισμένες συνθήκες, η Αθήνα μπορεί να δυσκολευτεί να υιοθετήσει μια αυστηρή στάση έναντι της Μόσχας, δεδομένης της συγκρουσιακής τάσης στις δυτικό-ρωσικές σχέσεις.

Capital.gr 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024