28/03/2024

Ελλάδα-Ρωσία: Επανεκκίνηση ή οπισθοδρόμηση;

Του Δρ.Κωνσταντίνου Φίλη,
Διευθυντή Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων & συγγραφέα του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν»

Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα κατέδειξε πως η αναθέρμανση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Χαρτογραφώντας τις σχέσεις, εντοπίζουμε σειρά ζητημάτων που οι απόψεις Αθήνας-Μόσχας διίστανται.

Καταρχάς, στην επίλυση του ονοματολογικού με τη FYROM, η Ρωσία έχει χρησιμοποιήσει βαρείς χαρακτηρισμούς, οι οποίοι μπορεί να μην ακουμπούν ευθέως την Ελλάδα αλλά ασφαλώς δείχνουν πως η πρώτη θεωρεί τη δική μας πλευρά ως ενεργούμενο των ΗΠΑ. Κυρίως γιατί σε μία τέτοια περίπτωση (της διευθέτησης) θα κλείσει ο πρώτος κύκλος ένταξης χωρών των δυτικών Βαλκανίων (Αλβανία, Μαυροβούνιο, FYROM) στο ΝΑΤΟ, συρρικνώνοντας περαιτέρω τη ρωσική επιρροή. Επιπρόσθετα, η ενδυνάμωση των δεσμών Αθήνας-Ουάσιγκτον και Μόσχας-Άγκυρας δημιουργεί συνθήκες καχυποψίας μεταξύ Μαξίμου-Κρεμλίνου, ενώ η κατάσταση επιδεινώθηκε από τις απελάσεις των Ρώσων διπλωματών αλλά και τη διαφαινόμενη πώληση S-400 και την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου στο Ακουγιού. Μάλιστα, η προειδοποιητική βολή της εκπροσώπου τύπου του ρωσικού ΥΠΕΞ, Ζαχάροβα, προς τη Λευκωσία για επικράτηση συνθηκών αποσταθεροποίησης σε περίπτωση που προχωρήσει η στρατιωτική συνεργασία Λευκωσίας-Ουάσιγκτον, θα μπορούσε να θεωρηθεί μίνι-δώρο προς την Άγκυρα.

Κατά δεύτερον, οι κυρώσεις της ΕΕ σε βάρος της Ρωσίας επέδρασαν αρνητικά στις ελληνικές εξαγωγές λόγω των ρωσικών αντιμέτρων που ακολούθησαν. Μάλιστα, ενώ υπήρχε η αίσθηση ότι οι Βρυξέλλες εξέταζαν το ενδεχόμενο να μετριάσουν τις κυρώσεις μετά το καλοκαίρι του 2019, μετά τα γεγονότα στην Αζοφική Θάλασσα, δύσκολα θα το πράξουν. Έτσι, μπορεί κάποιες επιχειρήσεις (και ελληνικές) να έχουν βρει τρόπους να παρακάμψουν τις κυρώσεις (μέσω τριγωνικών συναλλαγών), ωστόσο, το κενό που εύλογα δημιουργήθηκε στη ρωσική αγορά αγροτικών προϊόντων τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει καλυφθεί από άλλες χώρες, όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος.

Στο πεδίο της οικονομίας υπάρχει ένα καλό και ένα κακό νέο: το αρνητικό είναι πως στις εμπορικές συναλλαγές προκύπτει συνεχές έλλειμμα σε βάρος της Ελλάδας καθώς και ότι οι ρωσικές επενδύσεις στην Ελλάδα εξελίσσονται, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σε κενό γράμμα. Ακόμη και τα τουριστικά ρεύματα είναι χαμηλότερα του αναμενόμενου, παρά την αμφίπλευρα καλή σχέση/εικόνα σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών αλλά και το γεγονός ότι είμαστε ομόδοξα έθνη. Βέβαια, εντοπίζονται και τεχνικά εμπόδια με την παροχή βίζας σε Ρώσους πολίτες, με την κατάσταση πάντως, να έχει βελτιωθεί αισθητά. Παρόλα αυτά, οι περίπου 900 χιλιάδες Ρώσοι που επισκέφτηκαν φέτος τη χώρα μας σε σύνολο σχεδόν 30 εκατ., σε σύγκριση με τα πάνω από 5,5 εκατ. Ρώσους που επισκέφτηκαν την Τουρκία, είναι ένα νούμερο που χρήζει σημαντικής βελτίωσης. Το καλό υπό τις παρούσες συνθήκες είναι πως τα περιθώρια ανάκαμψης των ελληνορωσικών σχέσεων στο οικονομικό πεδίο είναι μεγάλα και πρέπει επιτελούς να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση. Άλλωστε, τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, που είναι μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, με πρώτη τη Γερμανία, συνεργάζονται στενά είτε εξ’ανάγκης (βλ. ενεργειακά σχέδια) είτε κατ’επιλογήν με τη Ρωσία, αναπτύσσοντας σταθερά τις οικονομικές/εμπορικές σχέσεις τους. Άρα, κάθε φορά που μας κουνάνε το δάχτυλο για δήθεν «ειδική σχέση» Αθήνας-Μόσχας, αρκεί η παράθεση των οικονομικών στοιχείων για να αποδείξει ότι αυτή απέχει πολύ απ’το να χαρακτηριστεί στρατηγική.

Τέλος, στην ενέργεια, η κατάσταση είναι πιο σύνθετη. Λαμβάνοντας υπόψη τις αστοχίες του παρελθόντος, πρέπει να κινηθούμε προσεκτικά και μακριά από τις υπερβολές του παρελθόντος. Πράγματι, ο Έλληνας πρωθυπουργός απέφυγε να υψώσει τον πήχη των προσδοκιών, παρά την αναφορά του στην προοπτική επέκταση του Turkish Stream στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Εξίσου, ο Ρώσος πρόεδρος κράτησε μικρό καλάθι, αν και έδειξε την αποφασιστικότητα της Μόσχας να προωθήσει το εν λόγω σχέδιο. Στην πράξη, η συναίνεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αναγκαία συνθήκη για τυχόν υλοποίηση του έργου. Εδώ έχουμε ενθαρρυντικές και αποθαρρυντικές ενδείξεις: από τη μία, το ενδιαφέρον της Ιταλίας να συμμετάσχει στο έργο και η έμμεση θετική εμπλοκή της Γαλλίας (καθότι εταιρείες της έχουν επενδύσει στην αγορά ενέργειας της Ιταλίας και κατέχουν πλειοψηφικό πακέτο της Edison) συντείνουν στη δημιουργία μπλοκ υποστήριξης του project και δη με ισχυρά ερείσματα στα ευρωπαϊκά fora. Από την άλλη, η εν εξελίξει ενδοευρωπαϊκή αντιπαράθεση με αφορμή τον αγωγό Βορείου Ρεύματος 2, την ολοκλήρωση του οποίου επιθυμεί διακαώς η Γερμανία, θα φέρει (τουλάχιστον στο προβλεπτό μέλλον) τα δύο projects σε αντιπαράθεση. Δεδομένης της επιρροής του Βερολίνου στα ευρωπαϊκά δρώμενα αλλά και της σθεναρά αρνητικής στάσης της Ουάσιγκτον, οι πιθανότητες αυτή τη στιγμή δεν είναι με το μέρος μας (όχι πως δεν πρέπει να τις εξαντλήσουμε). Μη λησμονούμε πως και η Βουλγαρία ενδιαφέρεται για να αποτελέσει την πύλη εισόδου του ρωσικού αερίου, οπότε θα δεχθούμε και από εκεί ανταγωνισμό, αν και η εκ μέρους της ακύρωση του South Stream έχει εντείνει την καχυποψία του Κρεμλίνου.

Κοντολογίς, αν υποθέσουμε ότι κατά την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού λύθηκαν κάποιες παρεξηγήσεις και επανήλθε μία σχετική κανονικότητα, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει πως αυτή τη στιγμή οι ελληνορωσικές σχέσεις δοκιμάζονται σοβαρά σε διάφορα επίπεδα. Υπό τις παρούσες συνθήκες, το καλύτερο σενάριο είναι η επίτευξη ενός λειτουργικού συμβιβασμού, αναγνωρίζοντας τις σοβαρές διαφορές και προτάσσοντας τα σημεία κοινού ενδιαφέροντος (κυρίως περί την οικονομία). Η Ρωσία έχει ανάλογη «τεχνογνωσία» με τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη και η Αθήνα θα πρέπει να μάθει να συνεργάζεται με τη Μόσχα ακόμη και σε μία περίοδο (πιθανόν παρατεταμένη) όπου οι θέσεις τους δεν θα «συναντώνται».

πηγή:GRTIMES 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024