Η Τουρκία αλλάζει τη Μέση Ανατολή και οι ΗΠΑ δεν έχουν πάρει χαμπάρι
Του Hussein Ibish
Bloomberg
Η Μέση Ανατολή αλλάζει γρήγορα, αλλά οι ΗΠΑ δείχνουν να είναι η τελευταία κυβέρνηση που το συνειδητοποιεί και απαντά.
Για τουλάχιστον 10 χρόνια, η περιοχή φαινόταν σαν να είναι χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα: έναν φιλο-ιρανικό συνασπισμό και μια πιο χαλαρή αλλά μεγαλύτερη ομάδα που αντιτίθετο στις φιλοδοξίες του Ιράν. Πολλές φορές ο διαχωρισμός ανόητα περιοριζόταν στο θρησκευτικό χάσμα Σουνιτών-Σιιτών.
Αυτό αποτελούσε πάντοτε στρέβλωση και γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι, ενώ υπάρχουν τα “στρατόπεδα” υπέρ και κατά των Ιρανών, υπάρχει και ένα ξεχωριστό τρίτο μπλοκ που αναδύεται, με σουνιστικό ισλαμιστικό προσανατολισμό, υπό την ηγεσία της Τουρκίας. Η Άγκυρα μετατρέπεται σε σημαντικό περιφερειακό παράγοντα με δική της ατζέντα, φιλοδοξίες, ιδεολογία και συμμάχους.
Οι βασικοί παίκτες στην αντι-ιρανική ομάδα είναι φιλο-αμερικανοί: αραβικά κράτη όπως η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αίγυπτος, η Ιορδανία και το Ισραήλ. Ο πόλεμος της Συρίας ένωσε αυτή την ομάδα με την Τουρκία και τους συμμάχους της, αρχής γενομένης το 2011, με κοινή στάση κατά του δικτάτορα που υποστηρίζεται από το Ιράν Bashar Assad.
Όταν όμως περιοχές του Χαλεπίου που είχαν καταληφθεί από αντάρτες έπεσαν στα χέρια δυνάμεων που υποστηρίζουν τον Assad τον Δεκέμβριο του 2016, ο πόλεμος της Συρίας τερματίστηκε μαζί με το ενωμένο μέτωπο ενάντια στο Ιράν. Η Τουρκία, αντιθέτως, άρχισε να επικεντρώνεται στον περιορισμό των κουρδικών πολιτοφυλακών στη βόρεια Συρία και στη σύναψη συνεργασίας με τη Ρωσία, το Ιράν και τον Assad. Δεν θεωρεί πλέον το Ιράν ως αντίπαλο, αλλά ως ανταγωνιστή ή, ορισμένες φορές, ως εταίρο.
Ο ρόλος της Τουρκίας στο επίκεντρο μιας νέας συμμαχίας στη Μέση Ανατολή εδραιώθηκε από το μποϊκοτάζ του Κατάρ το 2017 από τη Σαουδική Αραβία, τα ΗΑΕ, το Μπαχρέιν και την Αίγυπτο. Το Κατάρ στηρίχθηκε στην Τουρκία, η οποία διατηρεί στρατιωτική βάση στη χώρα, για την υποστήριξη έναντι του μποϊκοτάζ. Το Κατάρ πρέπει επίσης να διατηρήσει εγκάρδιες σχέσεις με το Ιράν επειδή οι χώρες αυτές μοιράζονται ένα πεδίο φυσικού αερίου που εγγυάται στο Κατάρ το τεράστιο κατά κεφαλήν του εισόδημα.
Το Κατάρ και η Τουρκία υποστηρίζουν επίσης το τοπικό σουνιτικό, ισλαμιστικό κίνημα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και η υποστήριξή του προς τις οργανώσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένης της Χαμάς, ήταν μια σημαντική αιτία για το μποϊκοτάζ. Κατά τη διάρκεια του Συριακού πολέμου, η Χαμάς έπρεπε να επιλέξει μεταξύ της σουνιτικής ισλαμικής της ταυτότητας και της συμμαχίας της με το Σιιτικό Ιράν και την Αλαουτική Συρία, όπου είχε την έδρα της. Τελικά έφυγε από τη Συρία, εγκαταλείποντας τα περιουσιακά της στοιχεία και τις ιδιοκτησίες.
Αλλά τώρα, που τόσο η Τουρκία όσο και το Κατάρ πλησιάζουν όλο και περισσότερο στο Ιράν, η Χαμάς ανανεώνει τους δεσμούς της με το Ιράν.
Το Ισραήλ και τα περισσότερα φιλοαμερικανικά αραβικά κράτη αντιμετωπίζουν επιφυλακτικά την εδραίωση αυτού του συνασπισμού, του οποίου ηγείται η Τουρκία, εν μέρει επειδή αποδυναμώνει το αντι-ιρανικό στρατόπεδο.
Επιπλέον, αν η Τουρκία – που τελικά απομακρύνεται από την Ευρώπη μετά από έναν αιώνα ανεπιτυχών προσπαθειών για ενσωμάτωση με τη Δύση – στρέψει το βλέμμα της προς τα ανατολικά, θα μπορούσε να γίνει ένας ηγεμόνας στην περιφέρεια τόσο φιλόδοξος όσο το Ιράν και πιο αποτελεσματικός.
Η Τουρκία έχει μεγαλύτερη οικονομία, πιο εξελιγμένη τεχνολογία και ισχυρότερο στρατό. Παραμένει επίσης μέλος του ΝΑΤΟ. Η Τουρκία δεν είναι τόσο ταραχοποιό στοιχείο όσο το Ιράν, αλλά θα μπορούσε να γίνει, ή τουλάχιστον θα μπορούσε να γίνει εξίσου αυταρχική, μακροπρόθεσμα.
Η Τουρκία δεν έχει κρύψει την αυξανόμενη φιλοδοξία της να αναβιώσει την κυριαρχία που η Οθωμανική Αυτοκρατορία απολάμβανε σε μεγάλο μέρος του ισλαμικού κόσμου. Πρόσφατα ο υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας Σουλεϊμάν Σοϊλού δήλωσε: “Δεν είμαστε μόνο Τουρκία, αλλά και Δαμασκός, Χαλέπι, Κίρκουκ, Ιερουσαλήμ, Παλαιστίνη, Μέκκα και Μεντίνα”.
Οι πρώην αξιωματούχοι των ΗΠΑ που συμμετέχουν σε εκστρατείες κατά της τρομοκρατίας στην περιοχή λένε ότι έχουν δει χάρτες της τουρκικής κυβέρνησης που δείχνουν τις σφαίρες επιρροής τους που επεκτείνονται στη Σαουδική Αραβία και στη Βάστρα του Ιράκ.
Η μακροχρόνια αντιπαλότητα της Τουρκίας με τη Σαουδική Αραβία, η οποία χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα, ξέσπασε εκ νέου και ήταν εμφανέστατη κατά τη διάρκεια της διπλωματικής κρίσης για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι από Σαουδάραβες πράκτορες στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη στις 2 Οκτωβρίου 2018 .
Βέβαια, η Τουρκία πρόσεξε να μην σπάσει όλους τους δεσμούς με το Ριάντ. Αλλά η κυβέρνησή της έκανε ό,τι μπορούσε για να ντροπιάσει και να αποδυναμώσει τον πρίγκιπα της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν.
Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι “η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που μπορεί να ηγηθεί του μουσουλμανικού κόσμου”. Αυτή είναι μια άμεση απόρριψη του σιωπηρού ισχυρισμού της Σαουδικής Αραβίας και της ρητής διεκδίκησης του Ιράν στην παγκόσμια ισλαμική ηγεσία.
Τα ετήσια συνέδρια στην Τουρκία φέρνουν κοντά το κόμμα ΑΚΡ του Ερντογάν με Άραβες Μουσουλμάνους Αδελφούς από όλη την περιοχή για να προωθήσουν μια ηγετική τουρκική ισλαμική πολιτική ατζέντα.
Το Ισραήλ και οι αραβικές χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Αίγυπτος ανησυχούν ότι όχι μόνο θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την επέκταση της ιρανικής επιρροής, αλλά τώρα αντιμετωπίζουν μια σουνιτική ισλαμική συμμαχία της οποίας ηγείται η Τουρκία και χρηματοδοτείται από το Κατάρ.
Και φοβούνται ότι εάν αυτός ο συνασπισμός ευδοκιμήσει, θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να συμπεριλάβει κράτη που προς το παρόν είναι φιλο-αμερικανικά όπως η Ιορδανία και το Κουβέιτ.
Η κυβέρνηση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ αντιδρά αργά. Παρά τις προειδοποιήσεις των διπλωματικών εμπειρογνωμόνων και των εμπειρογνωμόνων ασφαλείας που εργάστηκαν στο παρελθόν για τον Τραμπ, δεν υπάρχει κανένα σημάδι ότι οι βασικοί ηγέτες των ΗΠΑ, όπως ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζον Μπόλτον και ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, έχουν καταλάβει πώς να ανταποκριθούν.
Τώρα που η Τουρκία δεν είναι πλέον εταίρος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και έχει μια ατζέντα που συγκρούεται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των Ισραηλινών και Αράβων συμμάχων της, απαιτούνται αλλαγές στη στάση των ΗΠΑ. Αυτό συνεπάγεται την ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων στην αεροπορική βάση Incirlik στη νότια Τουρκία και τη μείωση της στρατιωτικής συνεργασίας και προμηθειών, ιδίως λόγω της προκλητικής απόφασης της Τουρκίας να αγοράσει ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400.
Οι ΗΠΑ πρέπει να ξεκαθαρίσουν τις δικές τους προσδοκίες και να αξιοποιήσουν τη συνεργασία την οποία εξακολουθεί να χρειάζεται η Τουρκία για να διασφαλίσουν ότι ο Ερντογάν θα σεβαστεί τα συμφέροντα της πρωτοβουλίας “Middle East partnership”, της οποίας ηγούνται οι ΗΠΑ.