Συμπληρωματικές οι πολιτικές κρίσεις σε Γερμανία και Ιταλία
Του Κώστα Ράπτη
Ακόμη και αν έλειπαν οι ανησυχίες της ΕΚΤ για την πορεία της οικονομίας, η κατάσταση στο πολιτικό πεδίο επιβεβαιώνει ότι η ευρωζώνη απέχει πολύ από το να έχει αποσταθεροποιηθεί.
Οι κυβερνητικές κρίσεις σε Γερμανία και Ιταλία μπορούν να διαβαστούν συμπληρωματικά, καθώς τα πολιτικά ήθη του Βορρά αρχίζουν και θυμίζουν ολοένα και περισσότερο τον απρόβλεπτο μεσογειακό Νότο.
Η παραίτηση της Αντρέα Νάλες από την ηγεσία του SPD, μετά το νέο καταστροφικό για το κόμμα αποτέλεσμα των ευρωεκλογών (και της αναμέτρησης στη Βρέμη), θέτει εν αμφιβόλω την επιβίωση του “μεγάλου συνασπισμού”, άρα και την παραμονή της Άγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία. Το μόνο γεγονός που επιβραδύνει τις εξελίξεις είναι το πολύ πιο οδυνηρό αποτέλεσμα που προεξοφλείται ότι αναμένει τους Σοσιαλδημοκράτες στις εκλογές τριών ανατολικογερμανικών κρατιδίων το φθινόπωρο, οπότε και η προβλεπόμενη κομματική διαδικασία αποτίμησης της εμπειρίας της συγκυβέρνησης. Πρόθυμοι να αναλάβουν την ηγεσία του SPD δεν προβάλλουν στον ορίζοντα όσο δεν έχει ολοκληρωθεί το έργο της “δημιουργικής” (ελπίζεται) “καταστροφής” – ούτε όμως και πιθανοί νέοι κυβερνητικοί εταίροι της εν αποδρομή Μέρκελ, προτού μεσολαβήσει μία εκλογική “επανεκκίνηση” του πολιτικού σκηνικού, μετά την οποία, πάντως, φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να εξασφαλιστεί κυβερνητική λύση με τη σύμπραξη μόνο δύο κομμάτων.
Στα δυτικά της χώρας η άνοδος των Πρασίνων μοιάζει πλέον ακαταμάχητη, απηχώντας την κόπωση των μεσοστρωμάτων από ένα τοπίο μακράς στασιμότητας, αλλά και την καθυστερημένη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι το γερμανικό αναπτυξιακό μοντέλο θα πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες πραγματικότητες της κλιματικής μεταβολής, της ψηφιακής οικονομίας και του εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού. Την ίδια στιγμή, το ανατολικό τμήμα της Γερμανίας κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση, με την ακροδεξιά AfD να αναδεικνύεται σε πρώτη δύναμη, αποδεικνύοντας ότι ένα αόρατο τείχος εξακολουθεί να διαιρεί τη χώρα.
Νέοι πρωταγωνιστές και νέες διαιρέσεις αναδύονται στη θέση της παραδοσιακής διάκρισης κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς – όπως έχει ήδη συμβεί στην Ιταλία.
Νοτίως των Άλπεων, όμως, το τελεσίγραφο που απηύθυνε με τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου ο πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε προς τα συγκυβερνώντα κόμματα των Πέντε Αστέρων και της Λέγκας είτε να επιβεβαιώσουν τη συνεργασία τους, επιτρέποντας την απρόσκοπτη προετοιμασία του νέου προϋπολογισμού, είτε να επιταχύνουν τις εξελίξεις, μοιάζει σαν αρχή του τέλους για την παρούσα κυβέρνηση της Ρώμης.
Ο πειρασμός για τον μεγάλο νικητή των ευρωεκλογών Ματέο Σαλβίνι είναι μεγάλος, όσο και αν ο ίδιος δηλώνει απορροφημένος από την ανάγκη προώθησης του κυβερνητικού έργου. Πόσο μάλλον που οι εταίροι του (και οι τεχνοκράτες που αυτοί προώθησαν στην πρωθυπουργία και το υπουργείο Οικονομικών) μοιάζουν να έχουν μεταμορφωθεί σε κήρυκες της δημοσιονομικής υπευθυνότητας, παρεμποδίζοντας τα σχέδιά του για περισσότερο επεκτατική πολιτική, προσανατολισμένη στις φοροαπαλλαγές.
Το πόσο ακόμη θα παρακολουθούν οι αγορές ψύχραιμα αυτές τις εξελίξεις μένει να φανεί.
Σε κάθε περίπτωση, η θερινή περίοδος, που προβλέπεται να αφιερωθεί στην επιλογή ηγεσίας και προσανατολισμού των κοινοτικών οργάνων για την επόμενη πενταετία, θα εκτυλιχθεί εν μέσω αυτής της αβεβαιότητας. Η αισιοδοξία που γέννησε στις Βρυξέλλες η σχετικά συγκρατημένη άνοδος των λαϊκιστικών δυνάμεων στις ευρωεκλογές δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι οι κυριότερες προκλήσεις στην υφιστάμενη ευρωπαϊκή συναίνεση προκύπτουν σε εθνικό επίπεδο και προορίζονται να βρουν αντανάκλαση στο Συμβούλιο.