Η Αμερική αδυνατεί να βρει πολιτική λύση
Του Κώστα Ράπτη
Οι προβλέψεις, σύμφωνα με ένα γνωστό ευφυολόγημα, αποτελούν πολύ δύσκολη υπόθεση, ιδίως αν αφορούν το… μέλλον. Ακόμη περισσότερο, αν αφορούν, θα πρόσθετε κανείς, κάτι τόσο ρευστό όσο η αμερικανική εκλογική σκηνή. Οι περισσότεροι σχολιαστές τις ημέρες που διανύουμε μοιάζει να έχουν ξεχάσει αυτόν τον κανόνα, καθώς αντιμετωπίζουν ως προεξοφλημένο το αποτέλεσμα της κάλπης στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, δεδομένης της δημοσκοπικής υστέρησης του Ντόναλντ Τραμπ, εν μέσω συνεχιζόμενης πανδημίας και οικονομικής καταβύθισης.
Υπάρχουν όμως και οι αιρετικοί. Όπως ο καθηγητής του πανεπιστημίου Stony Brook, Χέλμουτ Νόρποθ, ο οποίος, σύμφωνα με όσα δήλωσε την Τετάρτη, υποστηρίζει ότι οι πιθανότητες επανεκλογής του Τραμπ υπολογίζονται σε 91%. Ο Νόρποθ είχε επιτυχώς προβλέψει την εκλογική νίκη του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου το 2016, εννέα μήνες πριν από τις εκλογές, όταν αυτή φάνταζε εντελώς απίθανη. Και τώρα υποστηρίζει ότι σε επίπεδο Εκλεκτορικού Κολεγίου οι συσχετισμοί ενδέχεται να είναι ακόμη ευνοϊκότεροι για τον Νεοϋορκέζο μεγιστάνα από το προηγούμενο σκορ των 362 ψήφων, έναντι 304 για τη Χίλαρι Κλίντον.
Αξιόπιστο μοντέλο
Το μοντέλο που έχει εκπονήσει ο Νόρποθ στηρίζεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στις επιδόσεις των υποψηφίων κατά τις προκριματικές εκλογές για το χρίσμα του κόμματός τους – και βρίσκει εφαρμογή στο τελικό αποτέλεσμα της προεδρικής κάλπης στις 25 από τις 27 αναμετρήσεις μετά το 1912 (οπότε καθιερώθηκαν οι προκριματικές), εξαιρουμένων των οριακών νικών του Κένεντι το 1960 και του Μπους τζούνιορ το 2000.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής του Stony Brook, η τωρινή δημοσκοπική εικόνα δεν σημαίνει πολλά πράγματα, καθώς η αμερικανική ιστορία βρίθει υποψηφίων οι οποίοι κατά την άνοιξη του εκλογικού έτους είχαν άνετο προβάδισμα, μόνο και μόνο για να χάσουν το φθινόπωρο, π.χ. ο Ντιούι το 1948, ο Νίξον το 1960, ο Κάρτερ το 1980, ο Δουκάκης το 1988, ο Μπους το 1992 και ο Κέρι το 2004.
Σε αυτούς θα μπορούσε να προστεθεί και ο τωρινός εκλεκτός των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν – και ο λόγος έγκειται στις εξαιρετικά αδύναμες επιδόσεις του στις προκριματικές της Άιοβα και του Νιου Χάμσαϊρ, όπου κατετάγη τέταρτος και πέμπτος αντιστοίχως, προτού ανακάμψει στη Νότιο Καρολίνα. Η έλλειψη ενθουσιασμού στη βάση των Δημοκρατικών για τον 78χρονο προεδρικό υποψήφιο του κόμματος είναι πράγματι εμφανής – και η ευαλωτότητα του εξαφανισμένου καθ’ όλη την πανδημία Μπάιντεν εντείνει τον προβληματισμό.
Τα δύσκολα για τον Τραμπ
Προς το παρόν, ωστόσο, ο άλλοτε αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα εμφανίζεται ως ο ευνοημένος όλων των δημοσκοπήσεων. Ο μέσος όρος του προβαδίσματός του, όπως τον υπολόγισε το Real Clear Politics, ανέρχεται σε 8,7 ποσοστιαίες μονάδες – κατά δε το ρεπουμπλικανικών προτιμήσεων δίκτυο Fox News, o Τραμπ θα πρέπει να καλύψει διαφορά 12 ολόκληρων μονάδων. Το μη στρατευμένο Cook Political Report προέβλεψε την Τετάρτη “τσουνάμι” τον Νοέμβριο, με το Ουισκόνσιν και την Πενσιλβάνια (που αποτέλεσαν το μυστικό της νίκης του Τραμπ το 2016) να κατακτώνται από τον Μπάιντεν, ενώ και στην Τζόρτζια, την Αριζόνα, τη Βόρειο Καρολίνα και τη Φλόριντα το αποτέλεσμα θεωρείται αμφίρροπο. Η μάχη για την “ψήφο των προαστίων”, ιδίως τη γυναικεία, εμφανίζεται κρισιμότερη από ποτέ.
Η πιο πρόσφατη μεγάλη δημοσκόπηση, του πανεπιστημίου Quinnipiac, φέρει τον Μπάιντεν να προηγείται έναντι του Τραμπ με 52% έναντι 37% σε εθνικό επίπεδο, τρεις μήνες προτού στηθούν οι κάλπες στις ΗΠΑ. Το ανησυχητικότερο για τον Ρεπουμπλικάνο είναι πως κατά τη συγκεκριμένη έρευνα, ο Δημοκρατικός αντίπαλός του τον ξεπερνά πλέον ακόμη και σε ερωτήσεις ως προς το ποιον θεωρούν οι ψηφοφόροι καταλληλότερο για τη διαχείριση της οικονομίας, μέχρι τώρα “δυνατό χαρτί” του Τραμπ.
Είναι σε αυτό το φόντο που ο ένοικος του Λευκού Οίκου ανακοίνωσε την Τετάρτη τον διορισμό ως νέου διευθυντή στην προεκλογική του εκστρατεία του Μπιλ Στέπιεν, σε αντικατάσταση του Μπραντ Πάρσκεϊλ, συνεργάτη του Τραμπ από το 2015, ο οποίος υποβιβάζεται σε σύμβουλο για θέματα ψηφιακής παρουσίας της καμπάνιας. Προφανώς ο Πάρσκεϊλ χρεώθηκε την αποτυχημένη προεκλογική συγκέντρωση στην Τάλσα της Οκλαχόμα, όταν στο κλειστό γήπεδο όπου μίλησε ο πρόεδρος περίσσευαν οι κενές θέσεις.
“Πολεμικό” το κλίμα της αντιπαράθεσης
Είναι σε αυτό το φόντο που διακινούνται φήμες ακόμη και ότι ο Τραμπ θα εγκαταλείψει την προσπάθεια, καθώς το εγώ του δεν θα άντεχε την ήττα. Όμως, αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Με την “πολεμική” ομιλία του στο Όρος Ράσμορ την παραμονή της 4ης Ιουλίου, ο πρόεδρος ανεβάζει τους τόνους της πολιτικο-ιδεολογικής αντιπαράθεσης με την αμερικανική αριστερά, αποβλέποντας στην παρούσα φάση στο “μπετονάρισμα” της στενής βάσης του. Άλλωστε, το πλήθος του Black Lives Matters που τον καταγγέλλει καθημερινά στους δρόμους ουδέποτε ανήκε στο ακροατήριό του, ενώ, μετά την απώλεια του επιχειρήματος της ανθούσας οικονομίας, οι “πόλεμοι των συμβόλων και των αξιών” είναι, όπως και το 2016, το “χαρτί” της προτίμησής του. Του έκαναν, άλλωστε, αυτό το δώρο πρώτοι οι Δημοκρατικοί, απωθώντας κάθε συζήτηση αναδιανομής, προς όφελος μιας αποκλειστικής επικέντρωσης στο ζήτημα του αντιρατσισμού.
Η αντιπαράθεση τις τελευταίες ημέρες για το άνοιγμα των σχολείων τον Σεπτέμβριο, αποτελεί τον τρόπο του Τραμπ να απευθυνθεί, όσο θα πλησιάζουν οι εκλογές, σε εκείνους τους ψηφοφόρους που προσδοκούν οικονομική και κοινωνική “κανονικότητα”.
Αμφισβήτηση εκ των προτέρων
Μόνο που όλα αυτά δεν επιλύουν το βασικό πρόβλημα της χώρας. Ότι δηλ. αδυνατεί να βρει πολιτική λύση στην παρούσα πολυεπίπεδη κρίση, εφόσον η πόλωση είναι τέτοια που κανένα αποτέλεσμα δεν θα νομιμοποιηθεί στη συνείδηση της χαμένης πλευράς. Το ότι οι Ρεπουμπλικανοί καταγγέλλουν ήδη σε όλους τους τόνους την εμμονή, λόγω πανδημίας, των Δημοκρατικών κυβερνητών και νομοθετών στην εξ αποστάσεως ψηφοφορία ως πρόκριμα νοθείας, προοιωνίζεται τις αμφισβητήσεις που πρόκειται να υπάρξουν, ξεπερνώντας κατά πολύ το “θρίλερ της καταμέτρησης” του 2000. Η δε εμφάνιση στην Τζόρτζια πολιτοφυλακής 500 αυτοοργανωμένων Αφροαμερικανών με βαρύ οπλισμό σε ιδιόμορφη “παρέλαση”, την ίδια ώρα που, από την άλλη πλευρά, πληθαίνουν οι εφορμήσεις ακροδεξιών με τα αυτοκίνητά τους εναντίον διαδηλωτών, υποδηλώνει ότι οι εντάσεις δεν θα μείνουν απαραίτητα στο πολιτικό και μόνο πεδίο.
Δύο διαφορετικές Αμερικές, χωρίς πια σημεία επαφής, έχουν αποδυθεί σε αγώνα μέχρις εσχάτων. Όμως, ο “τραμπισμός” ήρθε για να μείνει. Ακόμη και αν ο πρωταγωνιστής του τον Νοέμβριο ηττηθεί, η στροφή προς τον συντηρητικό λαϊκισμό που εκφράζει τη λευκή ενδοχώρα θα συνεχίσει να εκφράζεται, πιθανότατα μάλιστα από παίκτες με καλύτερη γνώση των μηχανισμών και των κανόνων του παιχνιδιού της Ουάσινγκτον.
Με το βλέμμα στραμμένο στις ευρωασιατικές δυνάμεις
Ποιο θα είναι το κατεξοχήν αντικείμενο προεκλογικής αντιπαράθεσης; Αν κρίνουμε από την εμφάνιση του Ντόναλντ Τραμπ την Τρίτη στον Λευκό Οίκο, αυτό θα είναι η Κίνα. Ο Αμερικανός πρόεδρος είναι σαφές ότι στο ανέβασμα των τόνων της ρητορικής αντιπαράθεσης με τον ασιατικό γίγαντα διακρίνει τον κατάλληλο “αποδιοπομπαίο τράγο” για όσα κλυδωνίζουν την προεδρία του (πανδημία, ύφεση κτλ.), αλλά και την ευκολότερη συμπύκνωση του “εθνικοκεντρικού” πολιτικού του στίγματος. Επιχειρώντας εκ παραλλήλου, εννοείται, να εμφανίσει τον Δημοκρατικό αντίπαλό του Τζο Μπάιντεν, ως “μαλακό απέναντι στην Κίνα” και ως θιασώτη των πολιτικών της παγκοσμιοποίησης που τόσο αποδυνάμωσαν τη “βαθιά Αμερική”.
“Εκατοντάδες εκατομμυρίων δολαρίων έφυγαν από το Ταμείο των Ηνωμένων Πολιτειών για την ανοικοδόμηση της Κίνας”, η οποία “γνώριζε οικονομική στασιμότητα πριν εξασφαλίσει την είσοδό της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001” υποστήριξε, με τυπικά χαλαρή ερμηνεία των πραγματικών δεδομένων ο Τραμπ, την στιγμή που οι σχέσεις με το Πεκίνο ακολουθούν διαρκώς καθοδική τροχιά. Μετά την υιοθέτηση του νέου κινεζικού νόμου εθνικής ασφαλείας σχετικά με το Χονγκ Κονγκ, η αμερικανική κυβέρνηση αφαίρεσε από την πρώην βρετανική αποικία το προτιμησιακό καθεστώς που είχε αναγνωρίσει λόγω της αυτονομίας της και του ρόλου της ως διεθνούς χρηματοπιστωτικού κέντρου, ενώ ταυτόχρονα επέβαλλε απαγόρευση βίζας σε ορισμένες κατηγορίες Κινέζων εργαζομένων στον τομέα της τεχνολογίας και επιπλέον διατύπωσε την επίσημη αμερικανική αντίθεση στις διεκδικήσεις της Λαϊκής Δημοκρατίας στη Νότια Σινική Θάλασσα, που αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εστίες γεωπολιτικής έντασης στον πλανήτη.
Δεν πρόκειται απλώς για λόγια. Η αποστολή δύο αμερικανικών αεροπλανοφόρων στην περιοχή, όπου πιθανότατα θα συνδράμουν και βρετανικές δυνάμεις, δίνει αξιοπιστία στον αμερικανικό ισχυρισμό ότι “θα χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα” για να παρεμποδισθούν οι κινεζικές διεκδικήσεις. Ρισκάρει, ωστόσο, σε μία φάση κατά την οποία η εξουσία του Σι Τζινπίνγκ στηρίζεται όλο και πιο πολύ στην καλλιέργεια εθνικιστικών αισθημάτων, μια θερμή ανάφλεξη, αντίστοιχη αυτής που αντιπαρέθεσε κινεζικές και ινδικές δυνάμεις στις διαφιλονικούμενες μεθοριακές περιοχές των Ιμαλαΐων.
Η επιλογή του Πεκίνου να απειλήσει με κυρώσεις πρόσωπα και οντότητες των ΗΠΑ που θα εμπλακούν στην εφαρμογή των νέων αμερικανικών νόμων περί Χονγκ Κονγκ δείχνει και την πρωτοφανή αυτοπεποίθηση με την οποία προσέρχεται στην αντιπαράθεση η κινεζική ηγεσία. Η ανάγνωση του επίσημου κομματικού τύπου της Κίνας αποτυπώνει ανάγλυφα την εμπεδωμένη στους ιθύνοντες του Πεκίνου πεποίθηση ότι η Ουάσινγκτον αποτελεί εχθρική δύναμη, παγιδευμένη σε μακρά παρακμή την οποία επιχειρεί να καθυστερήσει, φέρνοντας αθέμιτα προσκόμματα στην κινεζική ανάδυση.
Με άλλα λόγια, επί των ημερών του Τραμπ, σημειώνονται οι σημαντικότερες αλλαγές στις σινο-αμερικανικές σχέσεις εδώ και μισόν αιώνα – από τότε δηλ. που οι Νίξον και Κίσινγκερ πραγματοποίησαν το θρυλικό άνοιγμά τους στη χώρα του Μάο.
Το ότι οι Δημοκρατικοί ελίσσονται σε αυτή την προεκλογική συγκυρία επαναφέροντας, με τη βοήθεια ανθρώπων των υπηρεσιών και φιλικών μέσων ενημέρωσης, ευφάνταστα σενάρια περί επιστράτευσης στην επανεκλογή του Τραμπ ενός “ρωσικού δακτύλου”, ικανού υποτίθεται, σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα να χρηματοδοτήσει τους Ταλιμπάν για επιθέσεις εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν δείχνει και τις νεοψυχροπολεμικές περιπλοκές που προορίζεται να φέρει παγκοσμίως το εκλογικό θρίλερ των ΗΠΑ. Είτε με αντικινεζικό είτε με αντιρωσικό πρόσημο (είτε πιθανότητα με μία σύνθεση και των δύο στη λογική του πολιτικού “ελάχιστου κοινού παρονομαστή” στην Ουάσινγκτον) η επόμενη μέρα της κάλπης του Νοεμβρίου προδιαγράφεται τεταμένη – και οι δύο ευρασιατικές δυνάμεις αναπόφευκτα έρχονται όλο και πιο κοντά.