06/10/2024

Η Ταϊβάν είναι πράγματι το πιο επικίνδυνο μέρος του κόσμου

Δημιουργός: Alan Wu Πνευματικά δικαιώματα: © Alan Wu

Γράφει ο  Ιωάννης Κουτζούμης*


Η περιοχή της Ανατολικής Ασίας ή αλλιώς του Ινδο-Ειρηνικού, ως πιο νεωτεριστική έννοια που έγινε δημοφιλής λόγω της πρόσφατης συμφωνίας AUKUS, είναι χωρίς αμφιβολία η πιο θερμή περιοχή του πλανήτη. Πρόκειται για το γεωπολιτικό πεδίο στο οποίο οι ηγεμονικές φιλοδοξίες της Κίνας αλληλεπιδρούν με την στρατηγική της ανάσχεση από τις ΗΠΑ και τους περιφερειακούς τους συμμάχους. Έτσι λοιπόν η ανάδυση αντίρροπων δυνάμεων μεταξύ του ανερχόμενου και του κυρίαρχου δρώντα για την ανατροπή ή την διατήρηση της ισορροπίας ισχύος αντίστοιχα (η λεγόμενη «Παγίδα του Θουκυδίδη»), μετατρέπει το περιβάλλον ευάλωτο σε κρίσεις και απρόβλεπτο στις συνέπειες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού θυμίζει έντονα μια περιφερειακή μικρογραφία του Ψυχρού Πολέμου. Δύο αντίπαλα μπλοκ υπερδυνάμεων τα οποία είναι οπλισμένα με πυρηνικά και στην μέση μια ομάδα από τρίτα κράτη τα οποία έχουν μόνο δύο επιλογές: να συμμαχήσουν είτε με την Κίνα, είτε με τις ΗΠΑ. Αν και ο κορυφαίος εισηγητής του νεοραλισμού Kenneth Waltz υποστήριζε πως η διπολική δομή είναι η δικλείδα ασφαλείας για την πιο ομαλή συνύπαρξη των κρατών, η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν φαίνεται να ισχύει στην εξεταζόμενη περιοχή καθώς οι εκατέρωθεν απειλές, η απρόσκοπτη στρατιωτικοποίηση και το απτόητο μπρα ντε φερ αντιμαχόμενων συμμαχικών δικτύων και στρατηγικών που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της, αποτελούν δεδομένα που προβλέπουν παρατεταμένη αστάθεια μέχρι και ενδεχομένη σινοαμερικανική σύρραξη στο μέλλον. Η Ταϊβάν χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό «The Economist» ως το πιο επικίνδυνο μέρος του κόσμου επειδή εικάζεται ότι αποτελεί τον πιθανότερο παράγοντα που θα εκπυρσοκροτήσει την σύγκρουση Κίνας-ΗΠΑ.

To νησί της Ταϊβάν μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως παγκόσμιο φαινόμενο. Πρόκειται για ένα νησιωτικό «κράτος» με έκταση περίπου 3,5 φορές μικρότερη της Ελλάδας και συνολικό πληθυσμό 23,5 εκατομμύρια κατοίκους. Τα νούμερα αυτά είναι κάτι παραπάνω από μηδαμινά εάν εξεταστούν σε σχέση με την εδαφική έκταση της Κίνας των 1,4 κατοίκων που ξεπερνάει την αντίστοιχη της Ευρώπης και σίγουρα εντυπωσιακά, εάν αναλογιστούμε την δυναμική στάση που έχει επιδείξει στις επιδιώξεις του κινεζικού γίγαντα. Σε ιστορικό επίπεδο, η Ταϊβάν έχει περάσει από τρεις φάσεις. Η πρώτη διήρκησε δύο αιώνες (1683-1894) βρίσκοντάς την ως έδαφος της Αυτοκρατορικής Κίνας της δυναστείας των Qing, ανήκοντας στην επαρχία της Fujian. Έπειτα αποτέλεσε το λάφυρο του πρώτου σινοιαπωνικού πολέμου το 1895 με την Ιαπωνία να την προσαρτά στην υπερπόντια αυτοκρατορία της μέχρι και το σημείο της άνευ όρων παράδοσης της, το οποίο επισφράγισε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1895-1945). Η τρίτη ιστορική φάση στην οποία βρίσκεται τώρα η Ταϊβάν (1949 – ), είναι προϊόν του κινεζικού εμφυλίου όταν οι κινέζοι εθνικιστές του Τσιανγκ Κάι Σεκ αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και τελικά να βρουν καταφύγιο στην Ταιβάν, εξαιτίας της επέλασης και της οριστικής επικράτησης του Μάο Τσε Τουνγκ στην κινεζική ενδοχώρα. Έτσι λοιπόν η ώριμη τρίτη ιστορική περίοδος βρίσκει την Ταϊβάν πιο εκδημοκρατισμένη από ποτέ, αλλά ταυτόχρονα ανήμπορη να απαλλαχθεί από τα υβριδικά χαρακτηριστικά που κληρονόμησε επτά δεκαετίες νωρίτερα. Πρόκειται για ένα de facto αλλά όχι de jure κράτος, με την έννοια ότι διαθέτει εθνική κυβέρνηση που είναι πολιτικά ανεξάρτητη και κυρίαρχη εντός της εδαφικής επικράτειας, χωρίς ωστόσο να είναι νομικά αναγνωρισμένη οντότητα από την πλευρά της διεθνούς κοινότητας με αποτέλεσμα να μην αποτελεί κράτος-μέλος του ΟΗΕ. Όπως προαναφέρθηκε, παρά τα δυσανάλογα μεγέθη που χαρακτηρίζουν την ισορροπία Κίνας-Ταιβάν, η τελευταία δεν διστάζει να υιοθετεί μια όλο και περισσότερο δυναμική φωνή σε βαθμό που πολλοί την μεταφράζουν ως σημείο καμπής που ουσιαστικά προαναγγέλλει το τέταρτο στάδιο ιστορικής εξέλιξης στο οποίο θα αποτελεί ανεξάρτητο και ισότιμο κράτος-μέλος του ΟΗΕ. Πράγματι οι ενδείξεις που προκύπτουν από το κομματικό ψήφισμα της Ταιβάν του 2007 υπέρ της υιοθέτησης δικής της εθνικής ταυτότητας ξεχωριστής από την κινεζική και σε συνδυασμό με την ρητορική της πρωθυπουργού Τσάι Ινγκ Γουέν που δεν διστάζει να θίγει το άκρως ευαίσθητο ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, μπορούν να ερμηνευθούν ως σημάδια ιστορικής μετάβασης. Ωστόσο, η εξέταση των ισορροπιών, των τάσεων και των στρατηγικών διακυβευμάτων της Ανατολικής Ασίας, θα ήταν άγονη εάν χρησιμοποιούσε την Ταϊβάν ως αποκλειστικό επίπεδο ανάλυσης. Και αυτό γιατί οι οποιεσδήποτε αποφάσεις ή κινήσεις της Ταιβάν, είναι αδύνατο να ερμηνευθούν χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας στην εν λόγω περιφέρεια.   

Από την πλευρά της Κίνας, η Ταϊβάν δεν είναι τίποτα άλλο από μία ιστορική ανωμαλία. Η τελευταία θεωρείται ως φυσική προέκταση της κινεζικής επικράτειας που μια σειρά από εσωτερικές και εξωτερικές συγκυρίες του παρελθόντος, συνέβαλλαν στον «περιστασιακό διαχωρισμό» της από την ηπειρωτική Κίνα. Ο κοινός παρονομαστής στο κινεζικό θυμικό είναι ότι το νησιωτικό σύμπλεγμα που για δύο αιώνες ήταν αναπόσπαστο τμήμα της «Ουράνιας Αυτοκρατορίας», αποτέλεσε καταφύγιο για τους αντιπάλους του καθεστώτος που μέχρι σήμερα κυβερνάει την Κίνα και ότι η συντήρηση της μετεμφυλιακής κατάστασης ευνοήθηκε από τις δομικές αδυναμίες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας να πραγματοποιήσει την επανένωση, όπως απέδειξαν και οι τρεις ατελέσφορες κρίσεις των Στενών της Ταιβάν (1955, 1958 και 1996). Παρ’ όλα αυτά, τα δεδομένα έχουν αλλάξει σε δραματικό βαθμό από τότε. Η Κίνα είναι πλέον η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, ο στρατός της είναι ο πολυπληθέστερος σε ότι αφορά το ενεργό προσωπικό (2.185.000), οι στρατιωτικές πλατφόρμες με τα στρατηγικά δόγματα εκσυγχρονίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται, ενώ οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες της έχουν αναβαθμιστεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι εύλογο πια ότι η Ταϊβάν για την Κίνα, δεν είναι μόνο εκείνο το συναισθηματικό ζήτημα που θα ολοκληρώσει το εθνικό πεπρωμένο ή θα ξορκίσει τα τελευταία φαντάσματα από τον αιώνα της ντροπής, αλλά κυρίως το γεωπολιτικό κλειδί για την περιφερειακή ηγεμονία της Κίνας. Στο (μακρινό) σενάριο που η Κίνα είχε την Ταϊβάν υπό τον έλεγχο της, θα γινόταν αυτομάτως ο ναυτικός κυρίαρχος του μεγαλύτερου μέρους του Δυτικού Ειρηνικού. Η στρατηγική θέση που κατέχει η Ταϊβάν θα έδινε την δυνατότητα στην Κίνα να ελέγχει τις θαλάσσιες εμπορικές οδούς σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Νότιας Σινικής Θάλασσας και επίσης, θα ήταν σε θέση να στρατιωτικοποιήσει την «πρώτη νησιωτική αλυσίδα», δηλαδή τον θαλάσσιο δακτύλιο που εκτείνεται από τις Κουρίλες Νήσους μέχρι το βόρειο αρχιπέλαγος των Φιλιππίνων. Το όνειρο της Κίνας περί εμπορικής και στρατιωτικής κυριαρχίας σε μια τόσο εκτεταμένη υδάτινη περιοχή, φαντάζει εφιάλτης για τις ΗΠΑ. Επομένως, σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, διαπιστώνεται ότι η Ταιβάν αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της ισορροπίας ισχύος για την Ανατολική Ασία. Εάν ο θεμέλιος λίθος παραμείνει αμετάβλητος και συνεχιστεί η μακροημέρευση των σχέσεων ΗΠΑ-Ταϊβάν τότε το status quo του Δυτικού Ειρηνικού θα μείνει ως έχει. Εάν όμως ο θεμέλιος λίθος περάσει στα χέρια της Κίνας τότε αυτομάτως η ισχύουσα τάξη στον Ινδό-Ειρηνικό θα καταρρεύσει και θα ξαναγραφτεί από την αρχή με κινέζικους όρους. Βέβαια, πρέπει να θυμόμαστε πάντα ότι οι περισσότερες περιπτώσεις «αλλαγών» και «μεταβάσεων από κάποιο παλιό σε ένα καινούργιο status quo» στην διεθνή πολιτική, προέρχονται από διακρατική συμπλοκή ή πόλεμο. Αυτό δεν οδηγεί στο ντετερμινιστικό συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα θα πολεμήσουν για την Ταϊβάν. Ωστόσο οι υπάρχουσες τάσεις προμηνύουν ότι η γεωπολιτική σπουδαιότητα της τελευταίας για τα ρεαλιστικά διακυβεύματα της Κίνας και των ΗΠΑ στην περιοχή, ενδέχεται να τις σύρει στο πεδίο της σύγκρουσης.

 

https://www.economist.com/china/2017/01/19/chinas-first-aircraft-carrier-bares-its-teeth

 

Από την στρατηγική ματιά των Ηνωμένων Πολιτειών, η Ταϊβάν είναι η κόκκινη γραμμή στην περιφερειακή επέκταση της Κίνας και παράλληλα τεστ αξιοπιστίας της αμερικανικής ισχύος ως προς το εταιρικό δίκτυο που οικοδόμησε στον Ειρηνικό μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο σενάριο που η Αμερική θα υποχωρήσει στην κινεζική προσάρτηση της Ταιβάν είτε λόγω αδράνειας, είτε επειδή θα υποκύψει στην πυρηνική ομηρεία των δυτικών της πολιτειών από την Κίνα, οι μεταβολές στον Ειρηνικό θα ήταν κοσμογονικές και ιδιαίτερα απεχθείς για τα αμερικανικά συμφέροντα. Η Κίνα θα μετέτρεπε την πρώτη νησιωτική αλυσίδα σε θάλασσα κινεζικής δικαιοδοσίας όπου θα έλεγχε το εμπόριο και τις μεταφορές ενεργειακών πόρων από και προς τα κράτη του Ειρηνικού. Τα συγκεκριμένα κράτη δεν θα είχαν άλλη ρεαλιστική διέξοδο από το να κατευνάζουν την Κίνα, συνθέτοντας με αυτόν τον τρόπο μια περιφερειακή κατάσταση φινλανδοποίησης. Η άλλη εκδοχή για τα συγκεκριμένα κράτη θα ήταν να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα, γεγονός που ίσως οδηγούσε στην στρατιωτική τους αυτονομία από τις ΗΠΑ. Δεδομένου ότι τόσο η Ταϊβάν όσο και η Ιαπωνία έχουν εξετάσει την πυρηνικοποιημένη προοπτική τους στο παρελθόν, σε ένα σενάριο στο οποίο η Κίνα θα μονοπωλούσε στρατιωτικά στην Νότια Σινική Θάλασσα όπου η Ταϊβάν θα έπαιζε τον ρόλο του ναυτικού της προμαχώνα και η Βόρεια Κορέα ως κινεζικό buffer-state θα κατείχε τελειοποιημένο πυρηνικό οπλοστάσιο, θα ενεργοποιούσε μία αλυσιδωτή αντίδραση πυρηνικής διάδοσης. Επίσης, σε περίπτωση που οι ΗΠΑ δεν θα επέλεγαν να ρισκάρουν την σύγκρουση τους με την Κίνα για ένα απομακρυσμένο νησί, η κρίση φερεγγυότητας για τους συμμαχικούς θεσμούς που οι ίδιες εγκαθίδρυσαν θα ήταν σχεδόν σίγουρη. Οι τριβές εντός της ANZUS θα έβγαιναν στην επιφάνεια ενώ συμφωνίες με πιο πρόσφατο παράδειγμα την AUKUS, ενδεχομένως να ήταν πια άνευ ουσίας. Τα σενάρια αυτά αν και απαισιόδοξα, σαφώς και είναι γνωστά στους κόλπους των ΗΠΑ. Ως πεπειραμένος παγκόσμιος παίκτης. η Αμερική απορρίπτει το σκεπτικό ότι το ζήτημα της Ταιβάν είναι πολύ μακριά για να την απασχολεί και σίγουρα δεν χρειάζεται την Ιαπωνία για να της υπενθυμίζει ότι “αν πέσει η Ταϊβάν, σειρά μετά θα έχει η Οκινάουα”. Άρα λοιπόν όπως για την Κίνα, έτσι και για τις ΗΠΑ το διακύβευμα της Ταϊβάν είναι τεράστιο. Οι πιθανότητες των ΗΠΑ να πολεμήσουν για την τελευταία είναι συντριπτικά περισσότερες από το να την αφήσουν ανυπεράσπιστη σε κινέζικη εισβολή.  

Στις διεθνείς σχέσεις υπάρχουν περιπτώσεις «προβλημάτων» και περιπτώσεις «καταστάσεων». Τα «προβλήματα» μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διευθέτησης, ενώ οι «καταστάσεις» αντικείμενο διαχείρισης. Η Ταϊβάν είναι ξεκάθαρα μία συνθήκη «κατάστασης» που συναρτάται από τις προθέσεις διαχείρισης των ΗΠΑ και της Κίνας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ευνοούνται από την διαιώνιση του υβριδικού status quo της Ταϊβάν επειδή αποτρέπει την εισβολή της Κίνας σε αυτήν και ταυτόχρονα συμβάλλει στην παράκαμψη δυνητικών κρίσεων που πολύ εύκολα θα οδηγούσαν σε σινοαμερικανικό πόλεμο. Η Κίνα από την άλλη επιδιώκει να διαφοροποιήσει το περιφερειακό status quo μέσω της επανένωσης της  «επαρχίας-στασιαστή» με την μητέρα πατρίδα, όμως κρίνει ότι το κόστος υλοποίησης αυτού του σεναρίου θα είναι μεγαλύτερο από το κέρδος για αυτό και μέχρι στιγμής δεν το πράττει. Επιπροσθέτως, το συγκεκριμένο παίγνιο είναι ακόμη πιο επικίνδυνο επειδή παίζεται από έναν και μόνο γνωστό κανόνα που λέει ότι η επίσημη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν αποτελεί casus belli για την Κίνα και αιτία εισβολής. Όλα τα υπόλοιπα ύδατα είναι αχαρτογράφητα. Ακόμη και η πρόθεση της Αμερικής να πολεμήσει για την Ταιβάν είναι αμφιλεγόμενη, αφού δεν υπάρχει αμοιβαία συμφωνία που να είναι ανάλογη με τα πρότυπα των αμερικανικών δεσμεύσεων προς την άμυνα της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας. Έτσι λοιπόν υπό τέτοιες ομιχλώδεις συνθήκες, τα περιθώρια για απρόβλεπτες ενέργειες είναι μεγαλύτερα την ώρα που οι κοινά αποδεκτές και μη αποδεκτές πράξεις είναι ουσιαστικά άγνωστες.

Η ανησυχία και η καχυποψία είναι κυρίαρχα χαρακτηριστικά αυτή τη στιγμή. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μία αναφορά του Γραφείου Ναυτικών Πληροφοριών των ΗΠΑ τον περασμένο Μάρτιο, έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου επειδή συμπέραινε ότι τα 297 πλοία μάχης του Αμερικανικού Ναυτικού αριθμητικά υπολείπονται των 360 πλοίων του κινέζικου στόλου. Επίσης τον Απρίλιο του 2021, ένα προπαγανδιστικό βίντεο του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού προκάλεσε αίσθηση επειδή απειλούσε ευθέως την Ιαπωνία ότι στην περίπτωση που θα έστελνε έστω και έναν στρατιώτη για να εμποδίσει την ένωση Ταϊβάν-Κίνας, η τελευταία θα απαντούσε με μαζικά πυρηνικά πλήγματα κατά της Ιαπωνίας τα οποία θα συντελούσαν στην δεύτερη άνευ όρων παράδοσή της. Τέλος, οι πρακτικές των κυβερνοεπιθέσεων, της διάδοσης fake news, των στρατιωτικών υπερπτήσεων και του οικονομικού εξαναγκασμού που εφαρμόζει η Κίνα κατά της Ταϊβάν, αποτελούν περισσότερο μέρος της κινεζικής υψηλής στρατηγικής και λιγότερο μεμονωμένες πράξεις δολιοφθοράς. Η Ταϊβάν είναι όντως το πιο επικίνδυνο μέρος του κόσμου επειδή βρίσκεται στην καρδιά του παιγνίου μηδενικού αθροίσματος Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών, αποτελώντας τον εγκέλαδο της Θουκιδίδειας Παγίδας η οποία σύμφωνα με τον Graham Alisson, είναι μάλλον μη αναστρέψιμη.

 

*Τελειόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας  

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024