28/11/2024

Θα πυροδοτήσει έναν απερίσκεπτο πόλεμο η Τουρκία;

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*

Όσοι ασχολούνται με τη στρατηγική ανάλυση και την εθνική ασφάλεια γνωρίζουν ότι οι πόλεμοι σπάνια ακολουθούν την αρχική σχεδίαση, ειδικά αν πιστεύεις τη δική σου ρητορική. Καθώς προσπαθούμε να αναλύσουμε τις καθημερινές με σταθερό ρυθμό προκλήσεις εναντίον του Ελληνισμού από την Τουρκία, μπορεί να είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει και πού μπορεί να οδηγήσουν όλα αυτά. Δεν υπάρχει έλλειψη πληροφοριών, αλλά πολλές από αυτές προέρχονται είτε από αξιωματούχους του τουρκικού καθεστώτος ή από ακραίους εθνικιστές, οι οποίοι δεν είναι όλοι αξιόπιστοι και αυτοί από τη φύση τους δεν μπορούν να παρέχουν τη μεγάλη εικόνα. Ακόμη και στην ψηφιακή εποχή «η ομίχλη του πολέμου» δεν εξαφανίζεται ποτέ. Ωστόσο, υπάρχει η σταθερά απειλή πολέμου για να εξαχθεί το ασφαλές συμπέρασμα, ότι η Τουρκία κινείται με πολεμική διάθεση εναντίον του Ελληνισμού και ότι προσπαθεί μετ’ επιτάσεως να προκληθεί θερμό επεισόδιο, είτε με εμπλοκή στρατιωτικών μονάδων ή με κάποια προβοκατόρικη ενέργεια.

Το μεγάλο πλεονέκτημα της Τουρκίας είναι η γεωγραφική στρατηγική της θέση που την καθιστά απαραίτητη στο ΝΑΤΟ. Επίσης διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στη συμμαχία, μετά τις ΗΠΑ. Επομένως, μπορεί να προβάλει ισχύ στο Αιγαίο, στη Μαύρη και στη Μεσόγειο Θάλασσα, καθώς και στη νοτιοανατολική Ευρώπη, τη Bόρεια Αφρική, τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή. Η προσπάθεια να καταλάβουμε τι πραγματικά θέλει το τουρκικό κατεστημένο έχει γίνει, επομένως, εμμονή όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη συμμαχία. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι: Προσπαθεί ο Ερντογάν απλά να συνενώσει τους ψηφοφόρους του με εθνικιστικές κορόνες εναντίον του Ελληνισμού ενόψει εκλογών; Προσπαθεί να εκβιάσει στρατιωτικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ; Θέλει πραγματικά να ανοικοδομήσει την Τουρκία με την εικόνα των Οθωμανών, όπως ο Πούτιν φαντασιώνεται την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας των Τσάρων; Μα πάνω από όλα, επιθυμεί η Τουρκία έναν πόλεμο με την Ελλάδα;

Παρά την ποσοτική ανωτερότητα των τουρκικών δυνάμεων, έναντι των ελληνικών έχουν χάσει τα πλεονεκτήματα του τακτικού αιφνιδιασμού και του δυνητικά συντριπτικού αριθμού, καθώς το τρίπτυχο των Ελληνικών Ένοπλων Δυνάμεων (ΕΕΔ) εδράζεται στο ότι: Πρέπει να βρισκόμαστε εκεί. Πρέπει να αποκτήσουμε ανώτερη δύναμη πυρός. Και πρέπει να μείνουμε όσο χρειαστεί. Έτσι η επιχειρησιακή ανάγκη της Ελλάδας για την αποτροπή, δημιούργησε εξαιρετικά βιώσιμα δίκτυα ακριβείας, κατά μήκος των συνόρων του Έβρου και της αλυσίδας των νησιών απέναντι από τις τουρκικές ακτές, με αυξημένες δυνατότητες επίγειων όπλων. Αυτά τα δίκτυα είναι λειτουργικά αποκεντρωμένα και γεωγραφικά κατανεμημένα κατά μήκος των χερσαίων συνόρων και του αρχιπελάγους του Ανατολικού Αιγαίου επιτρέποντας στις ΕΕΔ να αποτρέψουν και να υπερασπιστούν την εθνική κυριαρχία αντιστρέφοντας τις δυνατότητες αντι-πρόσβασης και εναέριας άρνησης (A2/AD) του αντιπάλου που θα προσπαθούσε να περιορίσει την ελευθερία δράσης της Ελλάδας ή τη πρόσβαση σε ζωτικές πλωτές οδούς και εναέριο χώρο. Επίσης η Ελλάδα ανέπτυξε τις αεροναυτικές δυνατότητές της με την απόκτηση νέων εξελιγμένων τεχνολογικά όπλων για όλα τα θέατρα επιχειρήσεων, όπως το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, και το πιο σημαντικό, από μια θέση σχετικής αδυναμίας σε αριθμό πλοίων και αεροσκαφών, σε σύγκριση με τους Τούρκους αντιπάλους, αποκτώντας όμως μια ποιοτική υπεροχή.

Με αυτές τις προϋποθέσεις είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς εάν ο Ερντογάν επιθυμεί να ξεκινήσει έναν πόλεμο που δεν μπορεί να κερδίσει.

Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους οι πόλεμοι μπορούν να εξελιχθούν άσχημα, ακόμη και όταν έχουν ξεκινήσει με σιγουριά, είναι η υποτίμηση του εχθρού, και αντίστοιχα η υπερτίμηση των ικανοτήτων μας. Το είδος της προκατάληψης της αισιοδοξίας που οδηγεί σε προβλέψεις για μια νίκη εξαρτάται από τις υποθέσεις ενός παρακμιακού πολιτικά και υποδεέστερου στρατιωτικού αντιπάλου, έτοιμου να συνθηκολογήσει με την πρώτη μυρωδιά του κινδύνου. Κάτι παρόμοιο συνέβη το 1996 στην περιοχή των Ιμίων.

Η απόφαση για την έναρξη αυτού του πολέμου στηρίζεται στους ώμους ενός ανθρώπου. Όπως βλέπουμε το καθεστώς της Τουρκίας έχει αποκτήσει εμμονή με την Ελλάδα και είναι επιρρεπές σε εξωφρενικές θεωρίες που εμφανίζονται ως προσχήματα για πόλεμο, αλλά που μπορεί επίσης να αντικατοπτρίζουν τις απόψεις του ηγέτη τους. Έτσι οι απρόσκοπτες απειλές του Ερντογάν και οι επακόλουθες δηλώσεις των αυλικών του μας βοηθούν να καταλάβουμε όχι μόνο το σκεπτικό που απειλεί με πόλεμο, αλλά και γιατί πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει.

Έχει καταφέρει να αποκτήσει την νομιμοποίηση στο εσωτερικό του ακροατήριο, ισχυριζόμενος, ότι τα νησιά του Αιγαίου είναι ένα δημιούργημα συνθηκών, που η κυβέρνηση των Αθηνών παράνομα εξοπλίζει, καταπατώντας τις διεθνείς συνθήκες, και απειλούνε την Τουρκία. Επίσης απευθυνόμενος προς το εξωτερικό, η απειλή μιας τουρκικής επίθεσης στην Ελλάδα εκτιμά ότι θα αναγκάσει την ηγέτιδα δύναμη της συμμαχίας, τις ΗΠΑ, να αντιμετωπίσουν διάφορα ανεπιθύμητα σενάρια. Εάν ο Ερντογάν σκοπεύει να διεξαγάγει πόλεμο, η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας από μέρους της Ουάσινκτον θα καταστεί αδύνατο να διατηρηθεί. Οπότε οι ΗΠΑ πιθανώς θα αναγκασθούν να καταλήξουν στην επιλογή να πιέσουν την Αθήνα να παραχωρήσει πτυχές της κυριαρχίας της. Επιπλέον, η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα μπορούσε να εγκαταλείψει αιφνίδια τη συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας με την Ελλάδα. Αυτή η εκτίμηση του Ερτνογάν απορρέει καθώς πιστεύει ότι εάν οι ΗΠΑ δεν έχουν άλλη εναλλακτική από το να ενεργήσουν ως de facto εγγυητές της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας, πιέζουν τους Αμερικανούς πολιτικούς στην αντιφατική θέση να πρέπει να σχεδιάσουν μια πιθανή στρατιωτική σύγκρουση με ένα συμμαχικό κράτος. Αυτό αναμφίβολα θα εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ακεραιότητα της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, πόσο μάλλον το μέλλον της Τουρκίας ως εταίρου των ΗΠΑ.

Το τουρκικό καθεστώς μας υπενθυμίζει ότι ο αυταρχισμός μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλα λάθη, αλλά και η φιλελεύθερη δημοκρατία σε καμία περίπτωση δεν μας αποκλείει να κάνουμε τα δικά μας λάθη. Έχουμε τουλάχιστον τις ευκαιρίες να προχωρήσουμε γρήγορα σε νέες στρατηγικές. Το θέμα με τους πολέμους είναι ότι σπάνια ακολουθούνται σύμφωνα με το σχέδιο. Τυχαία γεγονότα ή κακοεκτελεσμένες επιχειρήσεις μπορεί να απαιτούν ξαφνικές αλλαγές στη στρατηγική. Οι ανεπιθύμητες συνέπειες μπορεί να είναι εξίσου σημαντικές με τις επιδιωκόμενες. Αυτές είναι οι παγίδες που περιβάλλουν όλους τους πολέμους. Από τη δική μας πλευρά έχουμε πλέον αντιληφθεί ότι απαιτείται η αποφυγή μιας πλαδαρής πολιτικής, η ασυνέπεια στον εκσυγχρονισμό των οπλικών συστημάτων, η στρατηγική μυωπία και η αδράνεια της λήψης των αποφάσεών μας. Όλα αυτά για να μην επιτρέψουμε τον αυταρχικό Ερντογάν που σκέφτεται ότι μπορεί να μας ξεγελάσει σκεπτόμενος μακροπρόθεσμα να κάνει τολμηρά βήματα χωρίς να χρειάζεται να πείσει ένα σκεπτικιστικό κοινό.

 

*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Είναι επιστημονικός συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security (INIS) και του Think Tank, Strategy International. Δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου.

 

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024