Stratfor: Τα λάθη που εγκλώβισαν τη Ρωσία στον ουκρανικό πόλεμο
Matthew Orr*
Όταν ο Βλαντίμιρ Πούτιν εξαπέλυσε την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» του στην Ουκρανία, πιθανότατα οραματίζονταν πως η ετήσια ομιλία του στους βουλευτές το 2023 θα ήταν μια ομιλία θριάμβου μετά την επιτυχημένη «επιστροφή» μεγάλων τμημάτων της Ουκρανίας στον «ρωσικό πολιτισμό». Αλλά μετά από έναν χρόνο κτηνώδους μάχης, η Ρωσία βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν κοστοβόρο πόλεμο κατά του Κιέβου και των δυτικών του συμμάχων χωρίς να διαφαίνεται πως θα υπάρξει γρήγορα τέλος –μια πραγματικότητα που αντανακλάται στην ομιλία που εκφώνησε ο Πούτιν στις 21 Φεβρουαρίου.
Ο Ρώσος ηγέτης επανέλαβε τη βαθιά του αντιπάθεια για τη Δύση και συγκεκριμένα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αντηχώντας τα θέματα της ομιλίας που είχε εκφωνήσει ακριβώς πριν από έναν χρόνο. Το αξιοσημείωτο όμως είναι πως δεν έδωσε έναν ξεκάθαρο οδικό χάρτη για μια ρωσική νίκη στην Ουκρανία, πέραν των διαβεβαιώσεων πως η Ρωσία είναι προετοιμασμένη για μακροχρόνια αντιπαράθεση με τη Δύση.
Σε μια «ανταγωνιστική» ομιλία που πραγματοποιήθηκε λίγες ώρες αργότερα στη Βαρσοβία, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ομοίως τόνισε την ετοιμότητα της χώρας του για παρατεταμένη σύρραξη, δεσμευόμενος να διασφαλίσει πως η Ουκρανία «δεν θα είναι ποτέ νίκη για τη Ρωσία». Αυτό συνέβη μόλις μια μέρα μετά την ιστορική επίσκεψη του Μπάιντεν στο Κίεβο εν όψει της επετείου ενός έτους από τη ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου στην Ουκρανία, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Μπάιντεν επιβεβαίωσε πως ο Πούτιν «νόμιζε πως θα μπορούσε να αντέξει περισσότερο από εμάς. Δεν νομίζω πως το σκέφτεται αυτό τώρα».
Καθώς ο πόλεμος εισέρχεται στον δεύτερο χρόνο του, θεώρησα πως θα ήταν συναφές να εξετάσουμε τις τακτικές και στρατηγικές αποτυχίες της Ρωσίας στην Ουκρανία (που επιβεβαιώνουν γιατί πολλοί, εμού συμπεριλαμβανομένου, θεωρήσαμε πως μια ολοκληρωτική εισβολή ήταν σχετικά απίθανη εξ αρχής), μαζί με τους τρόπους που η σύγκρουση έχει επηρεάσει τις ζωές των Ρώσων και αντανακλά τις αντιλήψεις των ηγετών τους για τον κόσμο.
Γιατί έμοιαζε απίθανη η εισβολή
Κοιτάζοντας πίσω, πριν από έναν χρόνο εδώ στη RANE αναγνωρίζαμε απόλυτα την πιθανότητα μιας εισβολής, αλλά δεν φαίνονταν το πιθανότερο σενάριο μέχρι την ομιλία του Πούτιν στις 22 Φεβρουαρίου στην οποία ουσιαστικά παραδέχονταν την πρόθεσή του να κυριαρχήσει την Ουκρανία και να αντικαταστήσει την ηγεσία της. Και έναν χρόνο μετά την έναρξη της εισβολής, οι αναποδιές της Ρωσίας στον πόλεμο υπογραμμίζουν πολλούς από τους λόγους για τους οποίους δεν νόμιζα πως ήταν το πιθανότερο σενάριο εξ αρχής, καθώς και ορισμένους τομείς στους οποίους οι ρωσικές προσπάθειες ξεπέρασαν τις προσδοκίες μου.
Το ότι το Κρεμλίνο ονειρεύονταν την επιστροφή του ρωσικού ελέγχου στην Ουκρανία ήταν ξεκάθαρο, ιδιαίτερα μετά την γεμάτη ψεύδη έκθεση που δημοσιοποιήθηκε με το όνομα του Πούτιν τον Ιούλιο του 2022, όπου υποστηρίζονταν πως η Ουκρανία δεν είναι πραγματική χώρα. Και δεν ήταν μυστικό πως ο Πούτιν επεδίωκε να εκδικηθεί για την ήττα της Ρωσίας στον Ψυχρό Πόλεμο με το να ταπεινώσει τις ΗΠΑ, υπονομεύοντας ταυτόχρονα τη δημοκρατία και το μεταπολεμικό διεθνές νομικό πλαίσιο –κάτι που θα συνεπάγονταν μια επιτυχημένη κατάληψη, κατοχή και προσάρτηση μεγάλων τμημάτων της Ουκρανίας από τη Ρωσία.
Αλλά το πρόβλημα ήταν πως η ολοκληρωτική εισβολή και αλλαγή καθεστώτος στο Κίεβο –με τα οποία απειλούσε η ρητορική του Κρεμλίνου και η συγκέντρωση Ρώσων στρατιωτών- δεν είχε αρκετούς πόρους για να είναι επιτυχημένη. Μου ήταν ασαφές το πώς μια ρωσική δύναμη εισβολής μικρότερη των 300.000 ατόμων, που ήταν συγκεντρωμένη στη Λευκορωσία και όλη τη συνοριογραμμή σε πολλαπλούς άξονες προέλασης, θα μπορούσε με επιτυχία να καταλάβει μια χώρα με περισσότερους από 40 εκατ. κατοίκους και η οποία σχεδίαζε να επιστρατεύσει 700.000 ή και περισσότερους μαχητές σε περίπτωση εισβολής.
Το θράσος του σχεδίου της Ρωσίας τονίζονταν από το γεγονός πως οι προθέσεις της Ρωσίας να εισβάλει, και ακόμα και το ίδιο το βασικό σχέδιο, κυκλοφορούσαν ευρέως στον ουκρανικό και δυτικό τύπο για σχεδόν τέσσερις μήνες πριν την εισβολή – με αποτέλεσμα η Ρωσία να μην έχει κάποιον στρατηγικό αιφνιδιασμό, ο ουκρανικός στρατός να έχει χρόνο να προετοιμαστεί και η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν να έχει ευκαιρία να συσπειρώσει έναν ευρύ συνασπισμό για να υποστηρίξει την Ουκρανία. Αλλά ο κόσμος και πάλι σοκαρίστηκε όταν συνέβη, σε μεγάλο βαθμό επειδή ήταν μια τόσο μεγάλη παραβίαση της κοινής ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ιδέας πως τα κράτη δεν μπορούν εισβάλλουν και να προσαρτούν τους γείτονές τους, επικαλούμενα τα «ιστορικά εδάφη» τους.
Με βάση τις δημόσιες αναφορές, ήταν ξεκάθαρο πως το σχέδιο της Ρωσίας θα έπρεπε να βασιστεί σε μεγάλο βαθμό σε πολιτικές μηχανορραφίες και σε προδότες εντός των θεσμών της Ουκρανίας, προκειμένου να έχει την οποιαδήποτε ευκαιρία να πετύχει την σαρωτική νίκη πάνω στην οποία βασίζονταν. Μυριάδες παρασκηνιακά πολιτικά σχέδια θα χρειάζονταν προκειμένου να απομακρυνθεί η κυβέρνηση της Ουκρανίας και να αντικατασταθεί με πιο ευεπηρέαστους ηγέτες, καθώς και με φιλορώσους πολιτικούς, γραφειοκράτες και προσωπικό των υπηρεσιών ασφαλείας, που θα αποστατούσαν στη Ρωσία για να βοηθήσουν τον στρατό εισβολής και πολιτική και διοικητική υποστήριξη για τις ενέργειές της.
Σε ορισμένα μέρη οι προσπάθειες αυτές ήταν αποτελεσματικές. Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο οι ρωσικές δυνάμεις ξέφυγαν τόσο εύκολα από την Κριμαία και κατέλαβαν την άθικτη γέφυρα Αντονόφσκι για να διασχίσουν τον ποταμό Δνείπερο προς τη Χερσώνα κατά τις πρώτες ημέρες της εισβολής ήταν πιθανότατα το αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών. Ωστόσο, οι πολύ πιο σημαντικές πολιτικές προσπάθειες στο Κίεβο που αφορούσαν την αντικατάσταση της κυβέρνησης της Ουκρανίας με φιλορωσική ηγεσία ήταν φανταστικές και εκείνη την εποχή ήξερα ότι ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν, δεδομένης της απόλυτης περιφρόνησης της συντριπτικής πλειοψηφίας του ουκρανικού λαού αναφορικά με την πρώτη εισβολή της Ρωσίας το 2014.
Οι περισσότερες λεπτομέρειες για το πώς ακριβώς η Μόσχα πίστευε ότι θα μπορούσε να το επιτύχει αυτό είναι ακόμη ασαφείς. Αλλά ήταν ήδη εντελώς απίθανο ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα μπορούσαν να περικυκλώσουν το Κίεβο και στη συνέχεια να εγκαταστήσουν (και πόσο μάλλον να διατηρήσουν) μια φιλορωσική κυβέρνηση-μαριονέτα, η οποία θα βασιζόταν χαλαρά στο καθεστώς του Αλεξάντερ Λουκασένκο στη Λευκορωσία και η οποία θα παρέδιδε μέρος της κυριαρχίας της χώρας στη Ρωσία, ή ακόμη και θα ανάγκαζε την υπάρχουσα ηγεσία της Ουκρανίας να δεχτεί μια διπλωματική διευθέτηση.
Αυτό οδήγησε αναλυτές σαν κι εμένα να αναζητήσουν και να σταθμίσουν εναλλακτικά σενάρια. Τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της εισβολής της 24ης Φεβρουαρίου, Αμερικανοί αξιωματούχοι, τους οποίους επικαλούνταν δημοσιεύματα στα μέσα ενημέρωσης, υποστήριζαν ότι το Κίεβο και το ουκρανικό κράτος θα μπορούσαν να πέσουν μέσα σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες αν η Ρωσία εξαπέλυε μια εισβολή πλήρους κλίμακας.
Δεδομένης της προφανώς υπερβολικής αντίληψης των ΗΠΑ για τη στρατιωτική ισχύ και την ικανότητα της Ρωσίας να ασκεί επιτυχή πολιτικό εξαναγκασμό στην Ουκρανία, ίσως ο Πούτιν πίστευε ότι θα μπορούσε να αποσπάσει αποτελεσματικά μονομερείς παραχωρήσεις από τη Δύση ή τους ηγέτες της Ουκρανίας χωρίς να χρειαστεί να καταλάβει το Κίεβο. Και αν αυτό δεν λειτουργούσε, ο Πούτιν θα μπορούσε απλώς να μην πραγματοποιήσει καθόλου την εισβολή, προβάλλοντας αντίθετα τη Ρωσία ως θύμα της αλαζονείας της Δύσης και της απροθυμίας της να λάβει σοβαρά υπόψη της τις «νόμιμες» ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλεια.
Η απλή απειλή μιας εισβολής θα εξακολουθούσε να κλονίζει την οικονομία της Ουκρανίας και την ενότητα της Δύσης, δημιουργώντας ζημιές που ο Πούτιν θα προσπαθούσε στη συνέχεια να κάνει ημιμόνιμες με την κατασκευή νέων βάσεων και την ανάπτυξη νέων όπλων στις περιοχές που συνορεύουν με την Ουκρανία. Αυτό θα επέτρεπε ουσιαστικά στη Μόσχα να ασκεί συνεχή διπλωματική και στρατιωτική πίεση στο Kίεβο και στη Δύση με χαμηλότερο κόστος από ό,τι μια εισβολή, ενώ παράλληλα θα κέρδιζε χρόνο για τη Ρωσία για να κινητοποιήσει αρκετούς στρατιώτες ώστε να εξασφαλίσει τη νίκη όταν θα ήταν έτοιμη να εξαπολύσει μια εισβολή στην Ουκρανία.
Το εναλλακτικό σενάριο –στο οποίο η Μόσχα οικειοθελώς και προληπτικά θα έπεφτε στο τέλμα ενός μεγάλου μακροχρόνιου πολέμου –εξακολουθεί να μοιάζει αμφίβολο επειδή ακόμα και ένας απομονωμένος τύραννος όπως ο Πούτιν, που ισχυρίζεται πως γνωρίζει την ιστορία της Ρωσίας, θα αντιλαμβάνονταν τον τεράστιο κίνδυνο που θα αποτελούσε κάτι τέτοιο τόσο για τον ίδιο όσο και για τη Ρωσία.
Σε πολλές περιπτώσεις, καταστροφικοί πόλεμοι έχουν βοηθήσει ώστε να προκληθούν τεράστιες πολιτικές αλλαγές σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, και η Ρωσία δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα πισωγυρίσματα στις συρράξεις κατά τη διάρκεια της ιστορίας της Ρωσίας –είτε πρόκειται για τον πόλεμο της Λιβονίας υπό τον Ιβάν τον Τρομερό, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπό τον Τσάρο Νικόλαο τον Β’, ή ακόμα και την σχετικά μικρής κλίμακας εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν -και οι συνεπαγόμενες απώλειες έχουν οδηγήσει σε σημαντική πολιτική αστάθεια και ακόμα και σε αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία, που λειτουργεί ως προειδοποίηση για τους τωρινούς ηγέτες της χώρας.
Αλλά οι πόλεμοι μπορεί συχνά να χρειαστούν πολλά χρόνια προτού θεωρηθούν ευρύτερα ως στρατηγικοί βάλτοι. Πράγματι, ο Πούτιν πίστευε (και πιθανότατα εξακολουθεί να πιστεύει) πως έχει προετοιμάσει μοναδικά τη Ρωσία για να ξεπεράσει τους εσωτερικούς πολιτικούς κινδύνους μακροπρόθεσμα. Αυτό που δεν ήταν σαφές όταν εξαπέλησε αρχικά την εισβολή στην Ουκρανία, ήταν η έκταση στην οποία το σύμπλεγμα του Μεσία που έχει ο Πούτιν, η παράνοια και ο κυνισμός των άλλων –χαρακτηριστικά που συχνά αποδίδονται σε τυράννους – είχαν «καταλάβει» τη διαδικασία λήψης αποφάσεών του, κάνοντας τον ουσιαστικά να βλέπει την ανάγκη για εισβολή υπό το πρίσμα της προσωπικής ασφάλειας ή της ασφάλειας καθεστώτος.
Ο Πούτιν πιθανότατα ένοιωθε πως μια ανεξάρτητη Ουκρανία που θα πραγματοποιούσε δημοκρατικές μεταβιβάσεις εξουσίας και θα ενσωματώνονταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση- που ήταν η πορεία την οποία είχε πάρει η Ουκρανία πριν την εισβολή της Ρωσίας- ήταν απειλή για τη δική του διακυβέρνηση και διατήρηση της δύναμης της ιδεολογίας του στη Ρωσία.
Μια αποτυχημένη εισβολή, ωστόσο, θα αύξανε τον κατάλογο των ανησυχιών του Πούτιν για την ασφάλεια στην Ουκρανία, που εκφράστηκαν στις δύο προπολεμικές ομιλίες του. Συνεπώς, το να δοθεί η εντολή για εισβολή δεν θα ήταν απαραίτητα προς το συμφέρον του ρωσικού κράτους. Πράγματι, μια τέτοια εγωιστική, απερίσκεπτη συμπεριφορά θα υπονόμευε την προσεκτικά καλλιεργημένη εικόνα του Πούτιν ως ψυχρού «ιδιοφυούς γεωπολιτικού» στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Αλλά τελικά επέλεξε να εγκαταλείψει αυτή την εικόνα υπέρ του να είναι ο «συλλέκτης των ρωσικών εδαφών».
Αυτό που επίσης δεν ήταν απολύτως σαφές κατά την έναρξη της εισβολής ήταν ακριβώς ο βαθμός στον οποίο ο Πούτιν τροφοδοτούνταν με εντελώς διαστρεβλωμένες πληροφορίες για την Ουκρανία από τους συμβούλους του και τις υπηρεσίες ασφαλείας του, πιθανότατα κατά τη διάρκεια πολλών ετών, γεγονός που πιθανότατα οδήγησε σε μια βαθιά διαστρεβλωμένη εικόνα της Ουκρανίας, ιδιαίτερα δεδομένου ότι ο Πούτιν δεν χρησιμοποιεί το διαδίκτυο και φέρεται να διαβάζει μόνο τις περιλήψεις που του έχουν διατεθεί.
Η ρητορική του Πούτιν πριν και αμέσως μετά την εισβολή φάνηκε να είναι κολλημένη με τις αντιλήψεις για την Ουκρανία και τη στάση του λαού της όχι μόνο από το 2014, το έτος της αρχικής εισβολής της Ρωσίας, αλλά και από το 2004, το έτος που ο φιλορώσος επιχειρηματίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς εξελέγη ουκρανός πρόεδρος αφού ο Πούτιν έκανε εκστρατεία υπέρ του, προκαλώντας την πορτοκαλί επανάσταση της Ουκρανίας και επαναληπτικές εκλογές που έχασε ο Γιανουκόβιτς.
Πριν και μετά την εισβολή, ο Πούτιν απηύθυνε διάφορες ομιλίες προς τον ουκρανικό λαό και τους αξιωματούχους στις οποίες φαινόταν να πιστεύει ότι θα κατέθεταν τα όπλα ή θα καλωσόριζαν τη Ρωσία, αναδεικνύοντας πόσο εκτός πραγματικότητας είχε γίνει. Μόλις τη δεύτερη ημέρα της εισβολής, ο Πούτιν κάλεσε επίσης ντροπιαστικά τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις και τους ηγέτες τους να «πάρουν την εξουσία στα χέρια τους» και να ανατρέψουν την ουκρανική κυβέρνηση, προφανώς έχοντας ενημερωθεί από τους συμβούλους του ότι μια τέτοια ομιλία θα μπορούσε πράγματι να λειτουργήσει ή να έχει κάποιο άλλο ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Συνοπτικά, ένα χρόνο αφότου η Ρωσία ανακοίνωσε την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» της, οι βασικοί λόγοι για τους οποίους πιστεύαμε ότι η εισβολή δεν θα γινόταν όπως απειλούνταν και ότι ο Πούτιν ήταν πιο πιθανό να κλιμακώσει την υπάρχουσα σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία ή να προσπαθήσει να επεκτείνει μια καταναγκαστική πολιτική στρατηγική στη χώρα, έχουν επιβεβαιωθεί σε μεγάλο βαθμό.
Πρώτον, εκτός από τα στρατηγικά και πολιτικά ασήμαντα κέρδη της στην ανατολική περιοχή της Ουκρανίας, την Ντονμπάς, η Μόσχα προσκολλάται επί του παρόντος σε έναν χερσαίο διάδρομο προς την Κριμαία – την ελάχιστη αντίληψη για τη νίκη στην οποία οι περισσότεροι Ρώσοι θα αντιληφθούν ότι ο πόλεμος αξίζει το τεράστιο κόστος του, αφήνοντας στο Κρεμλίνο σχεδόν κανένα έδαφος να δώσει στην Ουκρανία. Δεύτερον, η εισβολή έκανε ελάχιστα πράγματα για να προωθήσει τα συμφέροντα της Ρωσίας, επιτυγχάνοντας αντίθετα πολλά από τα ίδια πράγματα που η Μόσχα υποστήριζε δημοσίως, ξανά και ξανά, ότι ήθελε να αποφύγει. Σε αυτά περιλαμβάνεται το σταμάτημα της περαιτέρω επέκτασης του ΝΑΤΟ και της μετακίνησης δυνάμεων και οπλικών συστημάτων του ΝΑΤΟ προς τα σύνορα της Ρωσίας, καθώς η εισβολή είδε αντ’ αυτού τη Σουηδία και τη Φινλανδία να κινούνται προς την ένταξη στη δυτική συμμαχία ασφαλείας και την Ουκρανία να λαμβάνει στρατηγικά συστήματα όπως οι πύραυλοι Patriot.
Η Μόσχα επέμενε επίσης ότι ήθελε να αποτρέψει την Ουκρανία από το να γίνει «αντιρωσική», αλλά η εισβολή της οδήγησε ακριβώς σε αυτό το αποτέλεσμα, με την Ουκρανία να είναι βέβαιο ότι θα γίνει, στο διηνεκές, το παγκόσμιο προπύργιο του αντιρωσικού αισθήματος. Επιπλέον, οι σχεδόν 200.000 απώλειες πολέμου που έχει υποστεί η Ρωσία στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τους πάνω από ένα εκατομμύριο Ρώσους που εγκατέλειψαν τη χώρα μετά την εισβολή από φόβο μήπως επιστρατευτούν, έχουν επιταχύνει σημαντικά τη δημογραφική παρακμή της Ρωσίας (και το brain drain) – μια απειλή που ο Πούτιν δήλωσε το 2019 ότι είναι το μόνο πράγμα που τον «στοιχειώνει». Και αυτή η τάση θα βαθαίνει μόνο καθώς η Ρωσία συνεχίζει να κινητοποιεί περισσότερα στρατεύματα για να στηρίξει τον συνεχιζόμενο πόλεμό της στην Ουκρανία.
Τέταρτον και τελευταίο, όλες αυτές οι εξελίξεις συμβαίνουν ενώ η χώρα εξαρτάται επικίνδυνα από μια άλλη παγκόσμια δύναμη, την Κίνα, για βασικές εισαγωγές και εξαγωγές. Καθώς οι δυτικές κυρώσεις συνεχίζουν να «δαγκώνουν» και η Μόσχα αγωνίζεται να βρει άλλους εταίρους πρόθυμους να παράσχουν σημαντικές επενδύσεις ή κρίσιμες τεχνολογίες, η πλέον τεράστια διαπραγματευτική επιρροή της Κίνας έναντι της Ρωσίας θα αυξηθεί πιθανότατα τα επόμενα χρόνια, υπονομεύοντας σοβαρά την εικόνα που η Μόσχα επιδιώκει να προβάλει ως ανεξάρτητη παγκόσμια δύναμη.
Η κυρίαρχη ιδεολογία της εθνικής δυσαρέσκειας στη Ρωσία
Είναι δύσκολο να επιλέξουμε από πού να αρχίσουμε όταν περιγράφουμε τις μνημειώδεις αλλαγές που έχουν σημειωθεί εντός της Ρωσίας τον τελευταίο χρόνο. Οι ξένοι παρατηρητές συνεχώς υποτιμούν τη σημασία της εσωτερικής πολιτικής στην εξήγηση της συμπεριφοράς της Ρωσίας του Πούτιν. Αλλά ενώ το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία της Ρωσίας μπορεί να φαίνονται σε μεγάλο βαθμό τα ίδια από απόσταση, ωστόσο η αλήθεια είναι πως ο πόλεμος έχει σταθεροποιήσει μια θεμελιώδη αλλαγή στην ιδεολογία του καθεστώτος, καθώς και τα βιώματα των καθημερινών ανθρώπων στη χώρα.
Πράγματι, ήταν πολύ ταιριαστό το γεγονός ότι ο σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ απεβίωσε τον Αύγουστο του 2022, επειδή ο Γκορμπατσόφ φέρεται να είπε ότι ο Πούτιν «κατέστρεψε το έργο της ζωής του» με την εισβολή στην Ουκρανία. Ο Γκορμπατσόφ και ο μετέπειτα Ρώσος πρόεδρος Μπόρις Γέλτσιν αντιπροσώπευαν μια πρώην κυρίαρχη ιδεολογία στη Ρωσία (και τη Σοβιετική Ένωση) μεταξύ των ελίτ που ουσιαστικά έβλεπαν τη χώρα τους ως μια ευρωπαϊκή οντότητα. Φυσικά, η αντίληψη αυτή εξακολουθούσε να αναγνωρίζει τα μοναδικά ευρασιατικά γεωγραφικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της Ρωσίας, αλλά έβλεπε την ταυτότητα της χώρας ως άρρηκτα συνδεδεμένη με την ευρωπαϊκή και την ευρύτερη δυτική πολιτική, ιδεολογική, ηθική, νομική και συναφή σφαίρα. Αυτή η άποψη για τη ρωσική ταυτότητα περιθωριοποιήθηκε όλο και περισσότερο υπό την εξουσία του Πούτιν, και μετά την εισβολή του στην Ουκρανία το 2022, είναι πλέον σχεδόν εντελώς απαράδεκτη στο δημόσιο διάλογο.
Ο Πούτιν, κατά τα πρώτα χρόνια της προεδρίας του, αρχικά πλαισίωσε τον εαυτό του ως οπαδό της ευρωπαϊκής ρωσικής κοσμοθεωρίας. Αλλά για να δικαιολογήσει την ολοένα και πιο ολοκληρωτική εξουσία και τη διεφθαρμένη διακυβέρνησή του, σύντομα υποστήριξε και άρχισε ενεργά να καθιστά mainstream μια πιο σκοτεινή και τελικά κυρίαρχη ιδεολογία· αυτή βασίστηκε στις δυσαρέσκειες σε ολόκληρη τη ρωσική κοινωνία για την ήττα της χώρας στον Ψυχρό Πόλεμο και το επακόλουθο χάος και τη διάβρωση του βιοτικού επιπέδου τη δεκαετία του 1990 που συνόδευσαν την κατάρρευση της σοβιετικής ιδεολογίας.
Σήμερα, η κυρίαρχη πλέον ιδεολογία του Πούτιν λειτουργεί παρόμοια με τον μύθο της «μαχαιριάς στην πλάτη» της Γερμανίας που προέκυψε μετά την ήττα της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πουτινισμός ισχυρίζεται ότι η αφελής πεποίθηση του Γέλτσιν και του Γκορμπατσόφ ότι η συνεργασία της Ρωσίας με τη Δύση μείωσε τη δόξα της Ρωσίας στερώντας της τη νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο και σχεδόν κατέστρεψε τη ρωσική ταυτότητα και τον πολιτισμό – και ότι τα μέσα ενημέρωσης, οι οργανώσεις και τα άτομα που προωθούσαν την εναντίωση αποτελούσαν επομένως απειλή για το κράτος. Η εισβολή στην Ουκρανία ήταν η προσπάθεια του Πούτιν να διαβεβαιώσει ότι η Ρωσία ξεπέρασε αυτές τις προδοσίες και αναδείχθηκε ισχυρότερη.
Σε γενικές γραμμές, το χρονικό πλαίσιο για το πότε αυτή η ιδεολογία έγινε λίγο πολύ κυρίαρχη ήταν μετά την επιστροφή του Πούτιν στην προεδρία το 2011 (αν και το εναλλακτικό όραμα μιας ευρωπαϊκής, φιλελεύθερης Ρωσίας ήταν ακόμα κάπως παρόν τότε). Μετά την αρχική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2014, η υπεράσπιση μιας ευρωπαϊκής ρωσικής ταυτότητας χλευάστηκε όλο και περισσότερο στα κρατικά μέσα ενημέρωσης και στο εκπαιδευτικό σύστημα και εκδιώχθηκε από το δημόσιο προσκήνιο. Αλλά η ιδεολογία αυτή εξακολουθούσε να είναι ευρέως διαδεδομένη μεταξύ πολλών ελίτ και εύκολα προσβάσιμη σε όσους την αναζητούσαν.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2010, ωστόσο, η καταστολή της Ρωσίας κατά των ανεξάρτητων και διαφορετικών φωνών, καθώς και της ξένης τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αυξανόταν σε ρυθμό και έκταση κάθε χρόνο. Από την εισβολή του 2022, εκατοντάδες εξέχοντα άτομα και οργανώσεις θεωρήθηκαν ξένοι πράκτορες, τους επιβλήθηκε μια συγκεκριμένη «ταμπέλα» και έπρεπε να δίνουν αναφορά με σκοπό να σταματήσουν τις δραστηριότητές τους. Η Meduza, ένα από τα κορυφαία ανεξάρτητα δημοσιογραφικά πρακτορεία της χώρας, κηρύχθηκε ανεπιθύμητη οργάνωση·πολυάριθμες δυτικές πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όπως η Meta, χαρακτηρίστηκαν εξτρεμιστικές ομάδες· ιστορικές οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η Ομάδα Ελσίνκι της Μόσχας και το Memorial, η σημαντικότερη οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα της Ρωσίας που ιδρύθηκε αρχικά για να καταγράψει τα εγκλήματα του Στάλιν, ουσιαστικά δεν μπορούν πλέον να λειτουργήσουν μετά από πολυάριθμες δικαστικές αποφάσεις·και άτομα που αντιτίθενται δημόσια στον πόλεμο (ή ακόμη άτομα που τον αποκαλούν πόλεμο και όχι ειδική στρατιωτική επιχείρηση) αντιμετωπίζουν άμεσα κράτηση και ενδεχομένως πολυετή φυλάκιση.
Πριν από τον πόλεμο, πολλοί αναλυτές προέβλεπαν ότι μια ολοκληρωτική σύρραξη στην Ουκρανία θα οδηγούσε γρήγορα σε μαζικές διαδηλώσεις στη Ρωσία, λαμβάνοντας υπόψη ότι τέτοιες διαδηλώσεις ήταν συνηθισμένες στη χώρα κατά τη διάρκεια της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης και ότι ο φυλακισμένος ηγέτης της αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι (ο οποίος βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα από τον Ιανουάριο του 2021) και η πολιτική του οργάνωση ήταν σε θέση να οργανώνουν τακτικά εθνικές διαδηλώσεις τα χρόνια που προηγήθηκαν της εισβολής στην Ουκρανία.
Αυτό το ιστορικό διαμαρτυριών -σε συνδυασμό με την προσδοκία ότι οι κυρώσεις θα επέφεραν πολύ μεγαλύτερο αρχικό πλήγμα στη ρωσική οικονομία από ό,τι πραγματικά έκαναν- οδήγησε πολλούς να πιστέψουν ότι μετά από μια εισβολή στην Ουκρανία, οι Ρώσοι πολίτες θα οργάνωναν ένα αντιπολεμικό κίνημα που θα ήταν σε θέση να επηρεάσει περισσότερο την κοινή γνώμη. Αλλά αυτή η υπόθεση δεν έλαβε υπόψη πόσο μεγάλη πρόοδο είχε σημειώσει το Κρεμλίνο τα χρόνια που προηγήθηκαν της εισβολής, καθιστώντας τις ανεξάρτητες και διαφορετικές απόψεις όλο και περισσότερο περιθωριοποιημένες και απρόσιτες – τόσο με τεχνικά όσο και με πολιτικά μέσα, και καθιστώντας την ιδεολογία της δυσαρέσκειας του κυρίαρχη, αν όχι τη μόνη αποδεκτή, στη δημόσια σφαίρα.
Επίσης, πολλοί αναλυτές δεν αντιλήφθηκαν ότι τα χρόνια της ολοένα και πιο φρικιαστικής προπαγάνδας μέρα-νύχτα (που είχε μετατραπεί σε ανούσιο θόρυβο στο παρασκήνιο για πολλούς Ρώσους και παρατηρητές όπως εγώ) είχαν στην πραγματικότητα κάνει σημαντική πρόοδο στον εμβολιασμό μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των νέων Ρώσων που είχαν μεγαλώσει στην εποχή Πούτιν, και στη στροφή των ανθρώπων ενάντια στα φιλοευρωπαϊκά, αντιπολεμικά μηνύματα και συναισθήματα.
Μεταξύ των δρακόντειων ποινών φυλάκισης, των εκτεταμένων ρωσικών δυνάμεων καταστολής και του σχεδόν πλήρους αποκλεισμού της πρόσβασης σε εναλλακτικές απόψεις (εκτός από τα μέσα ενημέρωσης που έχουν εγκαταλείψει τη Ρωσία ή τις δυτικές πλατφόρμες όπως το YouTube, το οποίο απειλείται όλο και περισσότερο με αποκλεισμό), πολλοί Ρώσοι που τάσσονται κατά του πολέμου δεν βλέπουν μια ρεαλιστική οδό για να υποστηρίξουν τη διαφωνία.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι Ρώσοι αξιωματούχοι και η προπαγάνδα θα συνεχίσουν να επιτίθενται στην κληρονομιά του Γκορμπατσόφ και του Γέλτσιν, μεταξύ άλλων τονίζοντας την ανάγκη αποτροπής της πολιτικής αλλαγής ή οποιασδήποτε επανάληψης μεταρρυθμίσεων που θυμίζουν την Περεστρόικα (αναδιάρθρωση) του Γκορμπατσόφ, ως κεντρικό δόγμα της πουτινικής ιδεολογίας.
Αλλά ενώ είναι πλέον σαφές ότι η Ρωσία δεν είναι απλώς μια αποτυχημένη δημοκρατία, αλλά μια εναλλακτική λύση στη δημοκρατία, ο πουτινισμός θα συνεχίσει να αυτοαποκαλείται δημοκρατία ακριβώς επειδή η ιδεολογία (ή, όπως άλλοι θα υποστήριζαν, η έλλειψη ιδεολογίας συνολικά) του πουτινισμού δεν έχει κατά τα άλλα κανένα θετικό όραμα για το μέλλον ή ελκυστική προοπτική να προσφέρει στο ξένο και εγχώριο κοινό.
Η ομιλία του Πούτιν στο έθνος νωρίτερα αυτή την εβδομάδα υπογράμμισε τον θεμελιώδη απομονωτισμό της ιδεολογίας, τονίζοντας ότι θεωρεί τους μη δυτικούς εταίρους της Ρωσίας (για να μην αναφέρουμε τα πρώην σοβιετικά κράτη στην Κεντρική Ασία και τον Καύκασο), μόνο ως αγορές αγαθών και ως οδούς διέλευσης – όχι ως οντότητες με τις οποίες η Ρωσία μπορεί να ενσωματωθεί σοβαρά ή να ενωθεί πραγματικά προς έναν ευρύτερο σκοπό, όπως η εναντίωση στη Δύση.
Η κυρίαρχη ιδεολογία της δυσαρέσκειας της Ρωσίας είναι απίθανο να αποβληθεί, εκτός εάν η Ρωσία ηττηθεί αποφασιστικά στρατιωτικά στην Ουκρανία, πράγμα που φαίνεται απίθανο στο εγγύς μέλλον. Και επειδή η ιδεολογία της δυσαρέσκειας της Ρωσίας είναι πλέον σχεδόν ολοκληρωτική και περιστρέφεται γύρω από παράπονα που προηγούνται του Πούτιν, φαίνεται ότι η ιδεολογία μπορεί να διατηρήσει την αποδοχή της κοινής γνώμης και να τροφοδοτήσει τη νεο-ιμπεριαλιστική προσπάθεια της Ρωσίας να ελέγξει τους γείτονές της, ανεξάρτητα από το αν ο Πούτιν παραμείνει στην εξουσία.
Η κορυφαία προτεραιότητα του Πούτιν θα είναι η προσπάθεια δημιουργίας ενός συστήματος διαδοχής, σύμφωνα με το οποίο η προθυμία και η ικανότητα επιβεβαίωσης αυτής της ιδεολογίας της δυσαρέσκειας θα είναι τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά ενός πιθανού διαδόχου, καθώς ο Πούτιν και οι σκληροπυρηνικοί γύρω του θα επιμένουν ότι οποιαδήποτε πραγματική φιλελευθεροποίηση θα αποδυναμώσει και πάλι την ισχύ της Ρωσίας (και θα τους θέσει σε φυσικό κίνδυνο).
Πιστεύοντας ότι μπορεί να διατηρήσει τα πράγματα σταθερά στο εσωτερικό μέτωπο και να αντέξει περισσότερο από τη Δύση, ο Πούτιν θα κάνει πιθανότατα την κατάληψη όλο και περισσότερων περιοχών της Ουκρανίας το πρωταρχικό του καθήκον για όσο διάστημα κυβερνά τη Ρωσία. Πιθανότατα φαντασιώνεται ότι θα περιμένει απλώς να έρθουν στην εξουσία νέοι ηγέτες στη Δύση που θα μειώσουν την υποστήριξη προς την Ουκρανία.
Πράγματι, ο Πούτιν δεν έχει άλλη επιλογή, δεδομένου του τεράστιου κινδύνου που θα δημιουργούσε για τον ίδιο και τον στενό του κύκλο η υποχώρηση ή η αποκλιμάκωση τώρα, καθώς και της δυσκολίας που αντιμετωπίζει η Ρωσία να επιβάλει οποιαδήποτε πολιτική διευθέτηση στο Κίεβο. Και αν ο Πούτιν περιμένει επιτυχώς τη Δύση, επιτρέποντάς του ουσιαστικά να αρπάξει τη νίκη από τα σαγόνια της ήττας λόγω της επιφυλακτικότητας και της έλλειψης στρατηγικού οράματος των δυτικών ηγετών, ο Πούτιν ή οι ομοϊδεάτες του απλώς θα προχωρήσουν στον επόμενο προφανή στόχο, δηλαδή το Καζακστάν, ακολουθούμενο από την υπόλοιπη Κεντρική Ασία και τον Καύκασο.
Αν και είναι δύσκολο να φανταστούμε την κυρίαρχη αντιδυτική ιδεολογία του Πούτιν να λειτουργεί και να διαιωνίζεται μακροχρόνια, είναι επίσης δύσκολο να δούμε πώς ακριβώς θα καταρρεύσει, εκτός και αν υπάρξει ξεκάθαρη ήττα στην Ουκρανία. Ως εκ τούτου, η Δύση πρέπει να είναι εξίσου προετοιμασμένη και για τα δυο σενάρια, αλλά πρωτίστως να επικεντρωθεί στο να καταφέρει μια στρατηγική ήττα στην ιδεολογία του Πούτιν όσο ακόμα έχει την ευκαιρία.
*Matthew Orr is a Eurasia analyst at RANE, focusing on analysis of geopolitical, political, economic and security issues in Eurasia. Prior to RANE, Matt lived and worked in Russia, where he taught English through the Fulbright English Teaching Assistant program. Matt holds a bachelor’s in Russian Language and Literature from George Washington University and dual master’s degrees in Global Policy Studies and Russian, East European and Eurasian Studies at the University of Texas at Austin. He is fluent in English, Russian and Ukrainian. You can follow him on Twitter at @More_Orr