Τι εξηγεί το αδιέξοδο στη Σύνοδο των “28”
Του Κώστα Ράπτη
Αυτή τη φορά δεν δούλεψε ούτε το ύστατο όπλο για την επίτευξη ευρωπαϊκών συναινέσεων: η αϋπνία, που καθιστά τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων πρόθυμους από ένα σημείο και μετά να παραμερίσουν τις διαφωνίες τους.
Μετά από ένα δείπνο των “28” που έδωσε τη θέση του σε ολονυκτία ιδιαίτερων επαφών και κατόπιν σε ένα πρόγευμα εργασίας σε πλήρη σύνθεση, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ ανακοίνωσε τη διακοπή των εργασιών, δίνοντας νέο ραντεβού για τηνΤρίτη στις 11.00, ώρα Βρυξελλών.
Το περιώνυμο “17ώρο” της ελληνικής διαπραγμάτευσης τον Ιούλιο του 2015 μοιάζει συγκριτικώς απλώς υπόθεση. Στο προσκήνιο έρχονται οι μνήμες της περιπετειώδους Συνόδου της Νίκαιας τον Δεκέμβριο του 2000, η οποία διήρκεσε πέντε ημέρες και οδήγησε τα μέλη των εθνικών αντιπροσωπειών να αναζητούν επειγόντως εφεδρικά πουκάμισα.
Η δυστοκία στην εξεύρεση των προσώπων που θα ηγηθούν των κοινοτικών θεσμών την επόμενη πενταετία, παραπέμπει σε κάτι βαθύτερο από το σύνηθες ευρωπαϊκό παζάρι, που προορίζεται, παρά τις καθυστερήσεις, να καταλήξει σε έναν συμβιβασμό ικανοποιητικό για όλες τις πλευρές.
Το παιχνίδι των ισορροπιών μεταξύ μεγάλων και μικρών, παλαιών και νέων κρατών-μελών, Βορρά και Νότου, κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς και πλέον ανδρών και γυναικών είναι εξ ορισμού περίπλοκο. Καθίσταται όμως γόρδιος δεσμός λόγω της παρεμβολής τεσσάρων νέων δεδομένων.
Το πρώτο είναι ότι ο γαλλογερμανικός άξονας όχι απλώς δεν λειτουργεί, αλλά αποτελεί εστία ανταγωνισμού (όπως συνέβαινε και στη Σύνοδο της Νίκαιας). Ο Εμανουέλ Μακρόν έχει κάθε λόγο να διαταράξει τον αυτοματισμό της διαδικασίας των Spitzenkandidaten (ήτοι της επιλογής του προέδρου της Κομισιόν από τους επικεφαλής των ψηφοδελτίων των πολιτικών ομάδων στις ευρωεκλογές), ο οποίος προσλαμβάνεται πλέον από πολλούς ως μέσο προβολής της γερμανικής ισχύος.
Έχοντας κατά νου την μέγιστη πρόκληση που συνιστά για την Γαλλία γενικά και για την προεδρία του ειδικότερα το “βέτο” της Γερμανίας και της νέας “Χανσεατικής Ομάδας” περί την Ολλανδία στις προτάσεις του για την εμβάθυνση της νομισματικής και οικονομικής ένωσης, ο ένοικος των Ηλυσίων οχυρώνεται πίσω από τα κυριαρχικά δικαιώματα του Συμβουλίου (αλλά και το γεγονός ότι ο ίδιος δεν προέρχεται από μια κλασική πολιτική ομάδα) και επιχειρεί μαξιμαλιστικά να μπλοκάρει την ανάρρηση των εκλεκτών του Βερολίνου τόσο στην ηγεσία της Κομισιόν όσο και στην προεδρία της ΕΚΤ.
Ο δεύτερος παράγοντας που δυσχεραίνει τη διαπραγμάτευση είναι η αποδυνάμωση, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ, η οποία συνηθιζόταν να δίνει τον τόνο των αποφάσεων του Συμβουλίου. Τα τελευταία 24ωρα, στο περιθώριο της Συνόδου της G20 στην Οζάκα επιχείρησε να βρεί κοινό τόπο με τον Μακρόν, εγκαταλείποντας την υποψηφιότητα του Βαυαρού Μάνφρεντ Βέμπερ του ΕΛΚ για την Κομισιόν και συναινώντας στην λύση του Ολλανδού Σοσιαλιστή Φρανς Τίμερμανς, ώστε να σωθούν τα προσχήματα της τήρησης της διαδικασίας των Spitzenkandidaten (και με τη φιλοδοξία πιθανότατα να εξαργυρωθεί το τίμημα στην επιλογή του νέου κεντρικού τραπεζίτη). Βρέθηκε ωστόσο έκθετη απέναντι στην ίδια την πολιτική της οικογένεια, την οποία και δεν καθίσταται ικανή να πειθαρχήσει.
Η επιμονή, ειδικότερα, με την οποία αντιστέκονται στην λύση Τίμερμανς οι χώρες της “Ομάδας Βίζεγκραντ” υπενθυμίζει το ρήγμα που έχει ανοίξει στα ανατολικά της Ευρώπης και επανέρχεται με κάθε δυνατή ευκαιρία. Είναι αυτός ο τρίτος παράγοντας που κάνει αυτή τη φορά τα πράγματα τόσο διαφορετικά.
Τέλος, ο μεγαλύτερος πολιτικός κατακερματισμός (με την ενίσχυση των Φιλελεύθερων, των Πράσινων αλλά και των δεξιών λαϊκιστών) καθιστά τους συσχετισμούς τόσο στο Συμβούλιο, όσο και στο Ευρωκοινοβούλιο πολύ πιο σύνθετους, ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται με τις συνήθεις συμφωνίες ΕΛΚ και Σοσιαλιστών.
Το αποτέλεσμα είναι αφενός τα κράτη μέλη να αντιστέκονται περισσότερο σε συνταγές “διευθυντηρίου”, σαν αυτές που εκπονήθηκαν στην Οζάκα, αφετέρου οι πολιτικές ομάδες να μην ευθυγραμμίζονται εύκολα.
Κυρίως, όμως, λείπει μια αίσθηση κοινού προσανατολισμού στα ζητήματα ουσίας, πέρα από την επιλογή των προσώπων: ποιος θα είναι ο εφεξής ο ρόλος της ΕΚΤ, ποια βήματα εμβάθυνσης θα ακολουθηθούν, για πόσο θα συνεχίζονται οι περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές, ποιες πολιτικές θα ήταν προτιμότερο να επανεθνικοποιηθούν, πώς θα υπερασπιστεί η Ε.Ε. τα συμφέροντά της σε ένα περισσότερο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. Η επιλογή της Γερμανίας να “εξαγοράζει χρόνο” οδηγεί σε εξάντληση.