26/04/2024

Κατανοώντας το δίδυμο Ερντογάν Πούτιν

πηγή: Kremlin's website

Μark Pierini *
Carnegie Europe 


Από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Τουρκία έχει ακολουθήσει μια «ισορροπημένη προσέγγιση» ανάμεσα στη Μόσχα και το Κίεβο και διαδραματίζει βασικό ρόλο με διάφορους τρόπους.  Καταδίκασε την εισβολή και έκλεισε τα Τουρκικά Στενά. Διευκολύνει τον διάλογο μεταξύ των εμπόλεμων μερών. Και έχει καλλιεργήσει και επιτηρεί μια συμφωνία για τις εξαγωγές σιτηρών μαζί με τον ΟΗΕ.

Ο ρόλος αυτός της Τουρκίας είναι ευπρόσδεκτος δεδομένων των τραγικών συνθηκών που έχει προκαλέσει ο πόλεμος. Ωστόσο, μια τέτοιου είδους ισορροπία αποτελεί ριψοκίνδυνο στοίχημα, όχι μόνο για την Άγκυρα αλλά και για τη διεθνή κοινότητα.

Ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν φείδεται προσπαθειών προκειμένου να αναλάβει τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στη Ρωσία και στην Ουκρανία: διεξάγοντας τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, επισκέψεις, διαμεσολαβήσεις και διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία σιτηρών – συμπεριλαμβανομένων της λειτουργίας του κέντρου παρακολούθησης της συμφωνίας στην Κωνσταντινούπολη και της συνοδείας των πλοίων μεταφοράς των σιτηρών.

Μέσω μιας προσεκτικά σχεδιασμένης επικοινωνιακής πολιτικής προβάλλεται μια θετική εικόνα για τον ρόλο που διαδραματίζει ο Τούρκος πρόεδρος, η οποία αναμένεται να βοηθήσει και στη βελτίωση της εικόνας του στην εγχώρια πολιτική σκηνή ενόψει των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου 2023. Παρότι οι προσπάθειες της Τουρκίας παρουσιάζονται κάπως διογκωμένες προς τέρψη του εσωτερικού ακροατηρίου, οι Δυτικοί θεωρούν ότι κάθε ψήγμα καλής θέλησης είναι ευπρόσδεκτο και ως εκ τούτου επαινούν τις προσπάθειες της Άγκυρας.

Αυτή η διπλωματική χορογραφία έχει, ωστόσο, και δύο άλλες πτυχές: πίσω από τις ειρηνευτικές προσπάθειες της Τουρκίας κρύβονται σημαντικά οικονομικά κίνητρα, ενώ και η Ρωσία επιδιώκει σημαντικά, στρατηγικής σημασίας, κέρδη.

Τα πρόσθετα οφέλη από τις διπλωματικές προσπάθειες της Τουρκίας είναι αξιοσημείωτα. Για παράδειγμα, τα τέλη για τα εμπορικά πλοία που διέρχονται από τα Στενά του Βοσπόρου έχουν πενταπλασιαστεί καθώς η θαλάσσια κυκλοφορία αυξάνεται και πάλι.

Ο δε αριθμός των Ρώσων ομογενών που διαμένουν στην Τουρκία, καθώς και οι επενδύσεις τους σε ακίνητα, όπως και οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές τους με τις τουρκικές τράπεζες έχουν αυξηθεί σημαντικά. Επιπρόσθετα, υπάρχει η υποψία ότι η Ρωσία προσπαθεί να παρακάμψει ορισμένες από τις επιπτώσεις των δυτικών κυρώσεων μέσω της Τουρκίας, ιδίως μέσω της απόκτησης ποσοστών συμμετοχής σε τουρκικές πετρελαϊκές επιχειρήσεις, καθώς οι κοινές εταιρείες βοηθούν να θολώσει το τοπίο στην εμπορία πετρελαίου.

Και το πιο σημαντικό: Ουκρανοί εμπειρογνώμονες έχουν ισχυριστεί ότι ορισμένες ποσότητας από τα σιτηρά που έχουν εξαχθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας που έχει συναφθεί, στην πραγματικότητα είχαν κλαπεί από ουκρανικές εγκαταστάσεις στην κατεχόμενη από τους Ρώσους περιοχή του Ντονμπάς. Παρότι αυτό είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί, κάτι τέτοιο δεν θα προκαλούσε έκπληξη δεδομένων των διεθνών εμπορικών κυρώσεων.

Την ίδια ώρα, η Τουρκία προσπαθεί σκληρά να διατηρήσει και να αναπτύξει τη σχέση της με την ουκρανική στρατιωτική βιομηχανία, μεταξύ άλλων πουλώντας και επανεφοδιάζοντας το Κίεβο με μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar, με απώτερο στόχο να λάβει ως “αντάλλαγμα” από την ουκρανική αεροδιαστημική βιομηχανία κινητήρες αεροσκαφών για την κάλυψη των δικών της αναγκών. Παρά τον κίνδυνο να προκαλέσει με αυτόν τον τρόπο την οργή του Κρεμλίνου, μια τέτοια σχέση είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη της τουρκικής βιομηχανίας drones, η οποία επί του παρόντος υπερέχει αυτής της Ευρώπης.

Ακόμη πιο σημαντικό είναι όμως το γεγονός ότι η Τουρκία έχει συνάψει οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία.

Δεδομένης της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα, η οποία μάλιστα επιδεινώνεται από την παράλογη πολιτική επιτοκίων που ακολουθεί, η Άγκυρα προσπαθεί πολύ σκληρά να εξασφαλίσει συμφωνίες χρηματοοικονομικής διευκόλυνσης ή ανταλλαγής νομισμάτων με εταίρους όπως η Κίνα, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρει το Bloomberg, έχει συνάψει οικονομική συμφωνία με τη Ρωσία για την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας Akkuyu, η οποία απέφερε στην Άγκυρα μια προκαταβολή ύψους 15 δισ. δολαρίων από τη ρωσική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας Rosatom, προκειμένου να προμηθευτεί άμεσα η τουρκική εταίρος της κρίσιμο εξοπλισμό για την κατασκευή της μονάδας και έτσι να αποφευχθούν τυχόν κυρώσεις. Η εισροή σκληρού νομίσματος κατά την επόμενη διετία στο πλαίσιο της συμφωνίας αποτελεί μια ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη, βραχυπρόθεσμη εξέλιξη για την Άγκυρα καθώς θα τονώσει τα εξαντλημένα συναλλαγματικά αποθέματά της.

Όμως, και τα οφέλη της Ρωσίας από τη σχέση αυτή κάθε άλλο παρά ασήμαντα είναι.

Πρώτον, η συμφωνία για τα σιτηρά που εκπόνησαν η Τουρκία από κοινού με τον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών καλλιεργεί μια εικόνα συμφιλιωτικής στάσης από την πλευρά της Ρωσίας, παρότι δεν επιβλήθηκαν ποτέ κυρώσεις στις εξαγωγές τροφίμων από τη Ρωσία ή τα κατεχόμενα από τη Μόσχα ουκρανικά εδάφη. Η συμφωνία, επίσης, προβλέπει τη συμμετοχή των ρωσικών αρχών στον πολυμερή μηχανισμό παρακολούθησης της συμφωνίας που εδράζεται στην Κωνσταντινούπολη, μετριάζοντας την αντίληψη περί διπλωματικής απομόνωσης της Μόσχας.

Δεύτερον, η χρηματοοικονομική συμφωνία που έχει συνάψει η Rosatom αποτελεί έναν όχι και τόσο “υπόγειο” τρόπο για τη Ρωσία να εφαρμόσει μια πολύ δύσκολη επιχειρηματική συμφωνία με την Τουρκία, αποφεύγοντας παράλληλα προβλέψιμες κυρώσεις στην προμήθεια κρίσιμου εξοπλισμού. Στο ίδιο πλαίσιο, παρέχει στον Ερντογάν μια ευπρόσδεκτη οικονομική ανάσα – μια χείρα βοηθείας με πιθανά εκλογικά οφέλη για τον Τούρκο πρόεδρο.

Τρίτον, αρνούμενο να δώσει στην Άγκυρα το πράσινο φως για μια νέα στρατιωτική επιχείρηση στη βορειοανατολική Συρία, το Κρεμλίνο υποχρεώνει την Τουρκία να ξεκινήσει έναν “διακριτικό” διάλογο με το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ – σε αντίθεση με την μέχρι τώρα αρνητική στάση που διατηρούσε ο Τούρκος πρόεδρος, ο οποίος υποστήριζε ακόμη και την απομάκρυνση του Άσαντ από την εξουσία.

Τέλος, το σημαντικότερο ίσως κέρδος για τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι ότι κρατώντας τον Ερντογάν στο πλευρό του (παρά τις πολλές διαφωνίες τους σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο), εδραιώνει αυτό που κατάφερε το 2009 με την πώληση του πυραυλικού συστήματος S-400 στην Τουρκία, να δημιουργήσει ρήγμα μεταξύ των εταίρων του ΝΑΤΟ.

Η πολιτική που ακολουθεί το Κρεμλίνο είναι ιδιαιτέρως ρεαλιστική: γνωρίζοντας ότι οι εταίροι της Άγκυρας στο ΝΑΤΟ επιθυμούν να κρατήσουν την Τουρκία στη Βορειοατλαντική Συμμαχία αλλά και ότι η Άγκυρα έχει συμφέρον να παραμείνει στους κόλπους της, στόχος του Πούτιν είναι να “δένει” τον Ερντογάν όλο και πιο σφικτά στο άρμα της Ρωσίας μέσω ενός ευρέως φάσματος, αμοιβαία επωφελών συνεργασιών στους τομείς της άμυνας, της ενέργειας, του εμπορίου και του χρηματοοικονομικού τομέα.

Με αυτόν τον τρόπο, ο Πούτιν παρέχει χείρα βοηθείας στον πιεζόμενο Τούρκο πρόεδρο και ενισχύει εμφανώς τη θέση του Ερντογάν εν όψει των επερχόμενων εκλογών. Και την ίδια στιγμή, ο υπόλοιπος κόσμος βλέπει, εκτός από την απομάκρυνση του Ερντογάν από τους παραδοσιακούς εταίρους του στη Δύση, τον Ρώσο πρόεδρο να χρησιμοποιεί την Τουρκία για ίδιον όφελος.

 

*Συνεργάτης στο Carnegie Europe- η έρευνά του επικεντρώνεται στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και την Τουρκία μέσα από την ευρωπαϊκή προοπτική.

 

Σημείωση: Η μετάφραση δεν αποτελεί προϊόν επίσημης συνεργασίας. 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024