26/04/2024

Σεπτεμβριανά: Οι τραγικές μαρτυρίες των επιζώντων


«Ο ιερέας της εκκλησίας του Γενή Μαχαλά αφού γυµνώθηκε, δέθηκε σ΄ ένα φορτηγό και τον γυρνούσαν στους δρόµους, όπου το πλήθος τον έφτυνε. Από όσα είδα και άκουσα, δε µου µένει καµία αµφιβολία ότι η επίθεση του τουρκικού όχλου κατά των ελληνικών περιουσιών έχει προµελετηθεί και προετοιµαστεί µε επιµέλεια».
(Νόελ Μπαρµπές, της «Ντέιλι Μέιλ» Λονδίνου) 

«Βρισκόµασταν µόνοι στο σπίτι µόλις άρχισαν τα φοβερά γεγονότα. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, όταν ξαφνικά ακούσαµε ασυνήθιστο θόρυβο, ιδιαίτερα δυνατό. Φοβηθήκαµε, αλλά δεν µπορούσαµε να αντιδράσουµε. Ο θόρυβος δυνάµωνε συνεχώς και ο φόβος µας γινόταν εντονότερος. Στην κεντρική είσοδο είχα βάλει µια µεγάλη µπάρα, ενώ είχαµε κλείσει τα παράθυρα. Στο διπλανό σπίτι είχαν ήδη αρχίσει τη λεηλασία. Ακούσαµε φωνές να ζητάνε βοήθεια. Τελικά, µπήκαν από την πόρτα του κήπου. Την είχαν σπάσει µε κασµάδες. Μόλις µε είδαν, ρώτησαν µε δυνατή φωνή και απειλητικό ύφος: «Τούρκοι είσαστε εσείς;» Όλοι απαντήσαµε: «Είµαστε Ρωµιοί µέχρι τα κεραµίδια». Τον ένα όροφο του σπιτιού τον λεηλάτησαν. ∆εν άφησαν τίποτε στο πέρασµά τους. Έσπειραν τον πανικό και την καταστροφή. Έφυγα µε τη γυναίκα µου για να γλιτώσουµε. Είχε πάθει σοκ και έκλαιγε ασταµάτητα. Στο δρόµο επικρατούσε πανικός, οι εκκλησίες είχαν λεηλατηθεί, τα σπίτια και τα καταστήµατα είχαν γίνει κάρβουνο…».
(Σωτήρης Μισαηλίδης)

«Εκείνο το βράδυ, ένας φίλος του πατέρα µου Τούρκος, ήρθε να µας ειδοποιήσει ότι θα συµβεί κάτι πολύ κακό. Ήρθε ταραγµένος και έντροµος από το σπίτι του, που βρισκόταν σε περιοχή τρεις ώρες µακριά από το δικό µας. Οι φόβοι του επαληθεύτηκαν µόλις άρχισε να σουρουπώνει. Ακούστηκαν βουητά και φασαρία από µακριά. Όλοι αναρωτιόµασταν για τους θορύβους και δεν θέλαµε να πιστέψουµε ότι τα λόγια του φίλου µας θα βγαίναν αληθινά. Μετά από λίγα λεπτά, οι βάνδαλοι εισέβαλαν στο σπίτι µας. Άρχισαν να σπάνε, να καίνε και να καταστρέφουν ό,τι έβρισκαν µπροστά τους. Στο σπίτι µας έµειναν µόνοι οι τέσσερις τοίχοι. Κινδύνεψε, όµως, και η ίδιά µας η ζωή. Εµένα και τη µητέρα µου αποπειράθηκαν να µας βιάσουν. Μας κυνηγούσαν µέσα στο σπίτι και όταν µας έπιασαν άρχισαν να µας σκίζουν τα ρούχα. Φώναζα, «βοήθεια, µάς σκοτώνουν». Ευτυχώς, ένας γείτονας από το απέναντι σπίτι µάς έσωσε. Ο αδελφός µου, τροµοκρατηµένος πήδηξε σε διπλανή οικοδοµή από ύψος έξι µέτρων. Την επόµενη µέρα το βρήκαµε λιπόθυµο και τραυµατισµένο σοβαρά στο κεφάλι. Ο µικρότερος αδελφός µου έπαθε ψυχολογικά προβλήµατα και πέρασε µια δεκαετία για να συνέλθει…».
(∆έσποινα Ισαακίδου)

«Οι δρόµοι της Πόλης είχαν βουλιάξει από τα ελληνικά υπάρχοντα που πέταξαν οι Τούρκοι. Όλοι αυτοί οι τύποι που µπήκαν στα σπίτια µας, ήταν µαζεµένοι στις γωνιές και µοίραζαν τα «λάφυρα». Έβλεπες αυτούς τους ανθρώπους, µε τα κουρελιασµένα ρούχα να φορούν κάτι ακριβό: Ένα χρυσό ρολόι, ολοκαίνουργια παπούτσια, ένα ακριβό καπέλο. Ο Μεντερές, ο Πρωθυπουργός, είχε βγει για επιθεώρηση στους δρόµους και έβλεπες το πλήθος των φανατισµένων Τούρκων να του φωνάζει: «Αφέντη, δεν µας έµειναν ρόπαλα»!».
(Γιώργος Λεύκαρος) 

«Εκείνο το βράδυ, δεν έµεινε κατάστηµα για κατάστηµα που να µην έχει λεηλατηθεί. Τους λέγαµε «τσαπατσούληδες», δηλαδή άνθρωποι πολλών κατηγοριών χωρίς να έχουν θέµα αξιοπρέπειας, οι οποίοι γυρνούσαν, έσπαγαν ένα µαγαζί, φορούσαν τσαρούχια, έβγαζαν τα τσαρούχια, έβαζαν παπούτσια αν ήταν κατάστηµα που πουλούσε παπούτσια, φορούσαν τα παπούτσια, πετούσαν και τα άλλα στον δρόµο και έφευγαν. Πήγαιναν σε κάποιο κατάστηµα που είχε τρόφιµα έτρωγαν καλά καλά, ό,τι περίσσευε στο δρόµο κι αυτά. Πήγαιναν σε άλλα που είχαν ενδύσεις, ντυνόντουσαν ωραία-ωραία, πετούσαν τα υπόλοιπα στον δρόµο, σπάσανε, ρηµάξανε, καταστρέψανε σχεδόν το ¼ των εκκλησιών που υπήρχανε στην Κωνσταντινούπολη, τα ρηµάξανε όλα».
(Αλέξανδρος Μαζαράκης, πρόεδρος Ένωσης Κωνσταντινουπολιτών) 

Ο Μιχάλης Βασιλειάδης , διευθυντής της εφηµερίδας «Απογευµατινή» της Κωνσταντινούπολης , αφηγείται ότι την ηµέρα των γεγονότων στην αγορά, επικρατούσε µια περίεργη κατάσταση καθώς οι Τούρκοι µαγαζάτορες προειδοποίησαν τους µη µουσουλµάνους συναδέλφους τους να κλείσουν τα µαγαζιά, ενώ στους δρόµους κυκλοφορούσαν άγνωστοι τύποι που έκαναν τους πελάτες. «Ο πατέρας µου ήταν οδοντίατρος και το ιατρείο του ήταν στο σπίτι. Στην πολυκατοικία έµεναν οι ιδιοκτήτες των διαµερισµάτων, µια Αρµένια κυρία και οι άλλοι Ρωµιοί γείτονες. Όταν πλησίασα το σπίτι, ο Αχµέτ εφέντης, ο θυρωρός, µε κάλεσε µε βιάση. Έκλεισε την πόρτα, πήρε τη σηµαία και βγήκε έξω. Εκείνη στη στιγµή άρχισε να έρχεται ένα µεγάλο πλήθος φωνάζοντας. Στο µεταξύ είχε κυκλοφορήσει η εφηµερίδα «Εξπρές» (σσ η εφηµερίδα που δηµοσίευε την είδηση για τη βοµβιστική ενέργεια και υποκινούσε τον κόσµο να ξεσηκωθεί). Ο κόσµος ξεσηκώθηκε και άρχισε να επιτίθεται δεξιά αριστερά. Όταν έφτασαν στο σπίτι µας, ο Αχµέτ εφέντης είπε: «Αυτό είναι σπίτι µουσουλµάνων, δεν υπάρχουν Ρωµιοί». Όταν έφυγαν, ο Αχµέτ εφέντης πήρε στη σηµαία και τον καζµά και τους ακολούθησε για να καταστρέψει τα σπίτια των Ρωµιών και να λεηλατήσει. Αυτός ο άνθρωπος µας έβλεπε ως τους ανθρώπους των οποίων κάνει τα ψώνια, παίρνει το µπαχσίσι τους και όταν µαγειρεύουν φαγητό στο σπίτι, του δίνουν και αυτού. Ενώ οι άλλοι, εκείνοι που δεν γνώριζε, ήταν Ρωµιοί. Του είχε υποβληθεί ότι οι Ρωµιοί ήταν εχθροί. Αν µας έβλεπε µε τη ρωµέικη ταυτότητά µας ίσως να µη µας έσωζε» λέει ο Μιχάλης Βασιλειάδης.

Ο Σταύρος Γιουσουφίδης µέσα απ’ το Γηροκοµείο του Ελληνικού Νοσοκοµείου του Μπαλουκλί, αφηγείται: «Μέναµε στο Αϊβάνσαραϊ. Εργαζόµουν σε ένα κατάστηµα χονδρικής στο Εµίνονου. Το βράδυ της 6ης Σεπτεµβρίου ακούσαµε ένα µεγάλο θόρυβο. Μία πολυπληθής οµάδα φώναζε συνθήµατα. Οι πρώτες καταστροφές άρχισαν από την εκκλησία στο Εντιρνέκαπι. Έρχονταν χτυπώντας και σπάζοντας. Όταν έφτασαν στο σπίτι µας, µας προφύλαξε ο παιδικός µου φίλος Ισµαήλ Τσαβούς. Στη συνέχεια πήγε στη πίσω γειτονιά να προστατέψει τον αδελφό του που ζούσε µε µια Ρωµιά. Όταν έφυγε µία οµάδα κατέστρεψε το µπροστινό µέρος του σπιτιού µας. Η γειτονιά µας καταστράφηκε. Παρά το γεγονός ότι κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συνέχισαν να καταστρέφουν. Αποχώρησαν µε το πρωινό εζάνι (πρόσκληση για προσευχή). Αργότερα συγκεντρωθήκαµε στο Φανάρι. Μετά τα επεισόδια πολλοί από τους Ρωµιούς έφυγαν στο εξωτερικό. Μας έδωσαν αποζηµίωση αλλά δεν θυµάµαι πόσο ήταν».

Η Ευσεβεία Αδόσογλου, οµοίως µέσα απ’ το Γηροκοµείο του Ελληνικού Νοσοκοµείου του Μπαλουκλί, θυµάται: «Μέναµε σε ένα σπίτι στο Μπακίρκιοϊ (Μακροχώρι). Ο πατέρας µου ασχολούνταν µε µεταφορές. Ο µικρότερος αδελφός του ο Βασίλης δούλευε σε ένα εργοστάσιο στο Ζεϊτίνµπουρνου. Οι γείτονές µας µας αγαπούσαν πολύ. Ο αδελφός µου ο Βασίλης που έµαθε ότι θα γίνει κάτι, ήρθε µαζί µε φίλους του από το εργοστάσιο το βράδυ της 6ης Σεπτεµβρίου µπροστά στο σπίτι µας. Εγώ επειδή δεν κατάλαβα τι γινόταν κάλεσα τον αδελφό µου και τους φίλους του µέσα στο σπίτι για να µη κρυώνουν έξω. «∆εν γίνεται τώρα, ίσως αργότερα» µου είπαν. Στη συνέχεια µε τη σειρά φύλαξαν σκοπιά µπροστά στο σπίτι. Μας φύλαξαν από εκείνο το αγριεµένο πλήθος. Οι εύποροι Ρωµιοί που έµεναν στην πίσω γειτονιά έπαθαν µεγάλη ζηµιά. Λεηλατήθηκαν τα σπίτια και τα µαγαζιά τους. Οι εκκλησίες δεν έπαθαν τίποτα. Αυτοί που ήρθαν φαίνονταν κουρασµένοι γιατί ήρθαν από άλλα µέρη και ήταν οµάδες που λεηλατούσαν»

 

πηγή: http://www.omogeneia-turkey.com/arsiv/id/Septemvriana1955-gr.pdf

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024