26/04/2024

Το φαινόμενο της πειρατείας στα ύστερα χρόνια του Βυζαντίου (13-15ος αι.)

Depiction of the Saracen fleet sailing towards Crete in the 820s. From the Madrid Skylitzes. Fol. 38v

Γράφει ο Γεώργιος  Ιωάννης Αντωνόπουλος* 

Όταν ακούμε τη φράση πειρατεία, το μυαλό μας ταξιδεύει αυτόματα στην Καραϊβική και συγκεκριμένα στη «Χρυσή Εποχή» της πειρατείας, η οποία διήρκεσε την περίοδο μεταξύ του 1650 και του 1730. Πρόσφορο έδαφος για την άνθηση της προσφέρει η ραγδαία ανάπτυξη των νέων υπερπόντιων ευρωπαϊκών αποικιών, η ελλιπής και αναποτελεσματική διακυβέρνηση σε αυτές σε συνδυασμό με τις διευρωπαϊκές συγκρούσεις της εποχής. Σπουδαίοι πειρατές και επιδρομείς συμπεριλαμβανομένου του Blackbeard, του “Calico Jack” Rackham και του Henry Avery επωφελούνται από την έκδηλη κατάσταση αναρχίας και μετατρέπουν τις περιοχές της Καραϊβικής, της ανατολικής Αμερικανικής ακτογραμμής και τις ακτές της Δυτικής Αφρικής σε ζώνες υψηλού κινδύνου.

 

Η αιχμαλωσία του Blackbeard. Πίνακας του Jean Leon Gerome Ferris (1863-1930)

                                                               

 

Ωστόσο, γυρνώντας το χρόνο προς τα πίσω, παρατηρούμε ότι ένα παρόμοιο φαινόμενο συνέβη στην ανατολική Μεσόγειο από τις αρχές του 13ου αιώνα και εξής. Η χαώδης κατάσταση που επικράτησε στην ανατολική μεσόγειο μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1204, τον διαμελισμό των εδαφών της και τη δημιουργία λατινικών κρατιδίων στην Ανατολή δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για την εξάπλωση της πειρατείας. Στο διάστημα αυτό ανεξάρτητοι πειρατές ποικίλης καταγωγής που αναλάμβαναν ατομική δράση και επώνυμοι κουρσάροι που δρούσαν υπό την εξουσιοδότηση ισχυρών κρατών εκμεταλλεύτηκαν την απουσία θαλάσσιας αστυνόμευσης και πραγματοποιούσαν πειρατικές επιδρομές στη Μεσόγειο σπέρνοντας τον τρόμο στους θαλάσσιους ταξιδιώτες, στους εμπόρους και στους ελληνικούς πληθυσμούς των παραθαλάσσιων περιοχών και νησιών. Βασικό τους κίνητρο, ασφαλώς, ο πλούτος που απέρρεε από τη λεηλασία των καραβιών ή των παραθαλάσσιων οικισμών ενώ αναμφίβολα το πιο επικερδές αγαθό για τους πειρατές ήταν ο άνθρωπος. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι ανεξάρτητης κοινωνικής τάξης, ανώνυμοι και επώνυμοι, ακόμη και πλήθος ιερωμένων, αιχμαλωτίζονταν αδιακρίτως και μεταφέρονταν στα σκλαβοπάζαρα του ισλαμικού κόσμου στην Αίγυπτο, στη Μικρά Ασία καθώς επίσης και στις λατινοκρατούμενες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου και των βασιλείων της νοτιοδυτικής Ευρώπης.

 

Οι σαρακηνοί πειρατές πλέουν προς την Κρήτη. Μικρογραφία σε χειρόγραφο (Σύνοψις Ιστοριών Ιωάννου Σκυλίτζη, Ισπανία, Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη)

 

 

Ο διαρκώς αυξανόμενος κίνδυνος των συνθηκών της ναυσιπλοΐας οδήγησε αρκετούς έμπορους να διαθέτουν δικό τους οπλισμό, ώστε να μπορέσουν να ταξιδέψουν με ασφάλεια. Αρκετοί από αυτούς επιδόθηκαν στην καρποφόρα ενασχόληση της πειρατείας, εφόσον ήταν εξοικειωμένοι με τα πολυσύχναστα θαλάσσια περάσματα και είχαν πρόσβαση στις αγορές για να πουλήσουν τα λάφυρα τους. Έτσι, εμφανίστηκε ένας νέος τύπου εμπόρου, ο «πειρατής-έμπορος», καθιστώντας ρευστά τα όρια μεταξύ των δύο.

 

Από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερα στη διάρκεια του 12ου και 13ου αιώνα, αρκετοί κουρσάροι δρούσαν υπό την εντολή κάποιας μεγάλης πολιτικής δύναμης με στόχο να πλήξουν τα συμφέροντα των αντιπάλων της. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου με τον Κάρολο Α΄ τον Ανδεγαβό για την πολιτική επικράτηση στα αλβανικά παράλια και την επιβίωση της νεοσύστατης αυτοκρατορίας στο β΄ μισό του 13ου αιώνα, ο πρώτος μίσθωσε κουρσάρους με στόχο τη λεηλασία των κτήσεων του πολιτικού του αντιπάλου στην Κέρκυρα και την Αλβανία. Επίσης, στη διάρκεια του 13ου αιώνα ο ίδιος αυτοκράτορας στρατολόγησε Μονεμβασιώτες πειρατές στον βυζαντινό στόλο για να προκαλέσει εκτενείς ζημιές σε βενετικά εμπορικά πλοία στο θαλάσσιο εμπορικό δρόμο με αντάλλαγμα την πλούσια λεία από τα βενετικά εμπορεύματα.

 

Εμπορική γαλέρα (15ος αι.). Μικρογραφία από ένα χειρόγραφο του Μιχαήλ του Ρόδιου (1401-1445) που γράφτηκε το 1434.

                                    

 

Το φαινόμενο αυτό προσπάθησε να αντιμετωπίσει ο ίδιος ο βυζαντινός αυτοκράτορας ιδρύοντας έναν βυζαντινό στόλο μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261. Εντούτοις, η εξάλειψη της πειρατείας ήταν αδύνατη. Το γεγονός αυτό δεν οφειλόταν στην αδυναμία του νεοσύστατου βυζαντινού στόλου αλλά στη συνεχόμενη συνεργασία του Μιχαήλ με πειρατικούς κουρσάρους διάφορων εθνικοτήτων, οι οποίοι αναλάμβαναν δράση για λογαριασμό του Βυζαντίου με κίνητρο το κέρδος ή την απόκτηση κάποιου βυζαντινού αξιώματος.

 

Βενετσιάνικη γαλέρα μεταφέρει προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ (Conrad Grünenberg 1486/7).

                                                            

 

Από τον 14ο αιώνα και μετά εισέρχονται στο προσκήνιο οι τούρκοι πειρατές των νεοσύστατων παραλιακών εμιράτων του Αϊδινίου στην περιοχή της Εφέσου και της Σμύρνης, του Σαρουχάν στη Μαγνησία, του Καρασί στην Πέργαμο και του Μεντεσέ στην περιοχή της Μιλήτου της Μικράς Ασίας. Μετά την εδραίωση τους στις νότιες περιοχές και στα παράλια της Μικράς Ασίας κατασκεύασαν στόλο και μετέφεραν την ιδεολογία του ιερού πολέμου στη θάλασσα, λεηλατώντας συστηματικά τα νησιά του Αιγαίου και τα ελληνικά παράλια. Μάλιστα, για τον σκοπό αυτό στρατολόγησαν  μεταξύ άλλων και αρκετούς από τους έμπειρους των βυζαντινών πληρωμάτων που βρέθηκαν χωρίς δουλειά μετά την κατάργηση του βυζαντινού στόλου από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο.

 

Τα τουρκομανικά εμιράτα που προέκυψαν μετά τη διάλυση του Σελτζουκικού σουλτανάτου του Ρουμ το 1307.

                                           

 

Οι Βυζαντινές πηγές περιγράφουν με μελανά χρώματα τις παράνομες δραστηριότητες των επικίνδυνων αυτών πειρατών. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Ιωάννη Καντακουζηνού, οι τούρκοι πειρατές είχαν προκαλέσει εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες στα νησιά του Αιγαίου αιχμαλωτίζοντας μεγάλο ποσοστό του βυζαντινού πληθυσμού. Τα θύματα αυτών των επιδρομών συγκεντρώνονταν κατά χιλιάδες στα εμπορικά λιμάνια των εμιράτων για να καταλήξουν στη μουσουλμανική Μικρά Ασία και Αίγυπτο καθώς επίσης και στη δυτική Ευρώπη. Το βυζαντινό κράτος αδυνατούσε να απαντήσει στις απανωτές αυτές εισβολές. Όπως αναφέρουν οι ιστορικοί της εποχής Γεώργιος Παχυμέρης και Νικηφόρος Γρηγοράς, ο βασικός λόγος για την ανάπτυξη της πειρατείας και τη λεηλασία των βυζαντινών κτήσεων οφείλεται στη διάλυση του βυζαντινού ναυτικού από τον Ανδρόνικο Β΄ το 1284. Έκτοτε, κάθε μεταγενέστερη προσπάθεια του αυτοκράτορα να ξαναχτίσει τον βυζαντινό στόλο και να αντιμετωπίσει την απειλή αποδείχτηκε ανίκανη. Έτσι, οι μουσουλμάνοι πειρατές περνούσαν ανενόχλητοι τα στενά του Ελλησπόντου και πραγματοποιούσαν επιθέσεις στα παράλια της Θράκης φτάνοντας μέχρι και τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.

 

Μετά την επικράτηση του εμιράτου του Οσμάν στη Μικρά Ασία και την προσάρτηση από μέρους του των παραλιακών εμιράτων, οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν τους τούρκους πειρατές για την επιβολή της σφαίρας επιρροής τους στη Μεσόγειο θάλασσα. Με ορμητήριο την περιοχή της Περγάμου, του Αδραμυτίου και της αρχαίας Τροίας, συνέχισαν τις επιδρομές μέχρι το 1570, όταν έγιναν κυρίαρχοι στο Αιγαίο.

 

* Απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας του ΕΚΠΑ

 

Βιβλιογραφία

 

Charanis P., “Piracy in the Aegean during the Reinh of Michael VIII Palaelogus”, στο: Social, Economic and Political Life in the Byzantine Empire, ch. XII, London 1973, σ. 127-136

 

Καλλιγά X., Α. Μαλλιάρης A., Πειρατές και κουρσάροι, Ι΄ συμπόσιο ιστορίας και τέχνης: 20-22 Ιουλίου 1997.

 

Μεργιαλή-Σαχά Σ., “Πειρατές και ασκητές: Το φαινόμενο της πειρατείας μέσα από τα αγιολογικά κείμενα της παλαιολόγειας εποχής. Ιόνιος Λόγος, τ. Β (2010).

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024