27/04/2024

Ρεαλιστική Στρατηγική Προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) μετά το Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο

Vladimir Putin and Ursula von der Leyen 19 January 2020.

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*

 

Η ηγεσία της Ρωσίας δεν ένιωσε ποτέ μεγαλύτερη σιγουριά ότι ο ολοένα και πιο ικανός στρατός της θα μπορούσε να αναπτυχθεί για να καταλάβει την Ουκρανία με τη βία. Οι επενδύσεις στον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό έχουν ενισχύσει σημαντικά τις δυνατότητες του ρωσικού στρατού να προβάλλει ισχύ στη Μαύρη Θάλασσα. Η προσάρτηση των Ουκρανικών νοτιοανατολικών εδαφών, αυτού που θεωρεί ότι είναι ρωσική επαρχία και η υλοποίηση του στόχου της για την επίτευξη εθνικής επανένωσης παραμένουν η υψηλότερη πολιτική προτεραιότητα του Πούτιν.

Η Ρωσία θα παραμείνει μια από τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, που θα σύρεται πίσω από τις ΗΠΑ, την Κίνα και την ΕΕ όσον αφορά την πολιτική επιρροή και την οικονομική ευημερία. Η άσκηση εξαναγκασμού με τη χρήση σκληρής ισχύος θα παραμείνει σχετικά εύκολη για τη Μόσχα. Προς το παρόν, η στρατιωτική της ισχύς επιτρέπει στη Ρωσία να ξεπεράσει το πολιτικό και οικονομικό της βάρος. Αλλά η διατήρηση των λιγοστών συμμάχων της, πόσο μάλλον η προσέλκυση νέων, θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη καθώς άλλες δυνάμεις θα θέσουν στο τραπέζι πιο ελκυστικές πολιτικές και οικονομικές προσφορές.

Αναδύονται πλέον τα εξής ερωτήματα: Θα τονώσει αυτό τη Μόσχα να εξερευνήσει μια πιο συνεργάσιμη, αντί για μια συγκρουσιακή υψηλή στρατηγική; Ή θα συνεχίσει να εξισώνει το καθεστώς της μεγάλης δύναμης με τη διεκδίκηση και την επιθετικότητα;

Οι βασικές αρχές των ρεαλιστικών θεωριών των διεθνών σχέσεων είναι πολύτιμες έννοιες που μπορούν να βοηθήσουν στην απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Οι ρεαλιστές υποστηρίζουν ότι τα κράτη ανταγωνίζονται για σχετική ισχύ και επιβίωση σε αυτό που είναι εγγενώς ένα άναρχο διεθνές σύστημα όπου δεν υπάρχει ανώτερη αρχή που να μπορεί να επιβάλει κανόνες και συμφωνίες ή να επιλύσει διαφορές. Δεδομένων αυτών των συνθηκών, τα κράτη πρέπει να βασίζονται στην «αυτοβοήθεια» γιατί τελικά σε κανέναν άλλον εκτός από τους εαυτούς τους δεν μπορεί να βασιστεί κανείς για την ασφάλειά τους.

Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, υπάρχει πάντα ένα φωτεινό νήμα της ανθρώπινης φύσης που διατρέχει τις διαφορές που χαρακτηρίζουν διαφορετικές ιστορικές στιγμές. Η ιστορία ως μια μοναδική αλυσίδα γεγονότων, φυσικά, δεν θα επαναληφθεί. Ωστόσο, ορισμένα επεισόδια της Ιστορίας αποσκοπούν στην αποκάλυψη καθολικών φαινομένων. Η ιστορία και τα διδάγματα είναι ουσιαστικά αχώριστα. Ομοίως, η αφήγηση του Πελοποννησιακού Πολέμου, του Θουκυδίδη είναι οχήματα για γνώσεις ή διδάγματα.

Η μοίρα της νήσου Μήλου στο Αιγαίου τον 5ο αιώνα π.Χ. στα χέρια των ισχυρών Αθηναίων στρατιωτικών, όπως αφηγείται ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι μια κλασική μελέτη περίπτωσης πολιτικού ρεαλισμού. Αφού οι Μήλιοι απέρριψαν το τελεσίγραφο των Αθηναίων να παραδώσουν την ελευθερία τους, οι Αθηναίοι υπέταξαν βάναυσα τους ασθενέστερους Μήλιους, πρώην αποίκους της Σπάρτης, παρά τις εκκλήσεις των Μήλων ότι ήθελαν να παραμείνουν ουδέτεροι στη σύγκρουση. Δυστυχώς για τους Μήλιους, οι ελπίδες τους ότι οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους θα έρχονταν σε βοήθειά τους δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Για την Αθήνα, η κατάκτηση της Μήλου κατέδειξε τις ικανότητες του στρατού της σε όλη την περιοχή και υπογράμμισε την προθυμία της να χρησιμοποιήσει αποφασιστική δύναμη για την επίτευξη των πολιτικών της στόχων. Η ξεκάθαρη παραδοχή των Αθηναίων ότι «ισχυροί αποσπούν ό,τι μπορούν, και οι αδύναμοι παραχωρούν ό,τι πρέπει» αποτυπώνει την ουσία του πώς βλέπουν οι ρεαλιστές την αλληλεπίδραση μεταξύ των εθνικών κρατών.

Όπως η Αθήνα απαιτούσε την ενσωμάτωση της Μήλου στην αυτοκρατορία της, έτσι και η  Ρωσία επιθυμεί υβριστικά να κάνει το ίδιο για περιοχές της Ουκρανίας. Εάν η Διεθνής Κοινότητα θέλει πραγματικά να αποτρέψει το ρωσικό αναθεωρητισμό, θα λάβει υπόψη τις κύριες αρχές των ρεαλιστικών θεωριών κατά την ανάπτυξη και την εφαρμογή των πολιτικών της. Συνοπτικά, οι πόροι και η υποστήριξη των Ευρωπαίων θα πρέπει να επικεντρωθούν στο να βοηθήσουν την Ουκρανία να βοηθήσει τον εαυτό της, χτίζοντας τις δυνατότητές της με τρόπους που θα εμποδίζουν ένα ισχυρό κράτος όπως η Ρωσία να υπολογίσει ότι «μπορεί» να προσαρτήσει αυτό το de facto ανεξάρτητο κράτος με τη βία. Αυτό απαιτεί δράση και έμφαση, παρά ρητορική, στην οικοδόμηση μεγαλύτερης αυτοδυναμίας έναντι της εξάρτησης στο μέλλον.

Η αποσαφήνιση της δέσμευσης των συμμάχων να υπερασπιστούν την ευρωπαϊκή κυριαρχία σε περίπτωση επίθεσης, όπως έχουν ζητήσει ορισμένοι σεβαστοί επαγγελματίες της πολιτικής, θα μπορούσε να δώσει ένα σημαντικό μήνυμα αποφασιστικότητας της ΕΕ. Όμως, όπως θα υποστήριζαν οι ρεαλιστές, και η ιστορία των συμμαχιών και των πολέμων μπορεί να επιβεβαιώσει, τέτοιες εκπεφρασμένες δεσμεύσεις δεν μπορούν να επιβληθούν αξιόπιστα. Ο καλύτερος τρόπος για να αποτραπεί η επίθεση είναι να καταστήσουμε την απόφαση να το πράξει αβάσιμη για την Ρωσία με βάση τη βεβαιότητα της αποτυχίας και την επιβολή ιλιγγιώδους κόστους. Όσο λιγότερο οι Ευρωπαίοι θα βασίζονται στις αποφάσεις των ξένων ηγετών και στην υποστήριξη από το εξωτερικό του στρατού τους για να το πετύχουν, τόσο καλύτερα είναι για όλους όσοι ελπίζουν να δουν αυτή την ακμάζουσα δημοκρατία να συνεχίζει να ανθίζει.

Οι νέες απειλές στην Ευρώπη είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν, αλλά τις περισσότερες από αυτές μπορούμε να τις διαχειριστούμε μόνο με εξαιρετικά συνεργάσιμο τρόπο, χωρίς να αποκλείουμε καμία χώρα στην Ευρώπη. Για να είμαστε σαφείς, η Ευρώπη απέχει πολύ από το σημείο να μπορεί να αμυνθεί από επίθεση και το χάσμα δυνατοτήτων διευρύνεται, δεν κλείνει. Τα συμφέροντα μας εξυπηρετούνται καλά με το να είμαστε αταλάντευτοι στις αναθεωρητικές δυνάμεις ότι δεν θα ανεχθούμε τη χρήση βίας για την αλλαγή συνόρων και αποδεικνύοντας αξιόπιστα ότι η συμμαχία είναι έτοιμη να επέμβει στρατιωτικά για να βοηθήσει όποιον απειλείται να αμυνθεί στην περίπτωση που δέχεται επίθεση.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν επίσης να αναζητήσουν τρόπους για να ενθαρρύνουν τους συμμάχους και τους εταίρους στην περιοχή συμβάλλοντας στην αποτροπή της σύγκρουσης με οποιονδήποτε αναθεωρητή εκτός από στρατιωτική επέμβαση, για παράδειγμα, δεσμευόμενη να αυξήσει το οικονομικό και διπλωματικό κόστος που θα ανέμενε να υποστεί ο αναθεωρητής εάν επέλεγε να επιτεθεί.

Είναι σημαντικό, ωστόσο, οι ΗΠΑ να παρέχουν κίνητρα και αντικίνητρα που να ενθαρρύνουν τις ικανότητες της EE για «αυτοβοήθεια», την οποία οι ρεαλιστές περιγράφουν ως τον μόνο αξιόπιστο τρόπο για να αμυνθούν τα κράτη. Ενθαρρυντικά, το ΝΑΤΟ, με την τρέχουσα στρατηγική για άμυνα έναντι μιας ρωσικής εισβολής, είναι μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση που στοχεύει στην ανάπτυξη αυτής της αυτοδυναμίας. Απαιτεί την ανάπτυξη και την εφαρμογή μιας ασύμμετρης αμυντικής στάσης που αξιοποιεί τα εγγενή αμυντικά πλεονεκτήματα που μπορεί να εκμεταλλευτεί η ΕΕ για να αρνηθεί την ικανότητα των αναθεωρητικών δυνάμεων να εισβάλουν επιτυχώς και να ασκήσουν πολιτικό έλεγχο.

 

*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Είναι επιστημονικός συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security (INIS). Δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024