27/04/2024

Η αποτυχία της αποτροπής από τη Δύση έφερε τον Πόλεμο

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*

 


Η αποτροπή πρέπει να γνωρίζουμε ότι είναι προϊόν πολλαπλασιασμού τριών μεταβλητών. Της ικανότητας μας, της αποφασιστικότητας να χρησιμοποιήσουμε αυτή την ικανότητα για να πραγματοποιήσουμε την αποτρεπτική μας απειλή και της πίστης του αντιπάλου στην ικανότητα και την αποφασιστικότητά μας. Αυτό μεταφράζεται σε βούληση για την ικανότητα να επικοινωνούμε τη δύναμη και την αποφασιστικότητά μας σε έναν αντίπαλο που έχει την τάση να μας αψηφά. Αν οι αντίπαλοί μας, πειστούνε, θα τους αποτρέψουμε. Όμως προσοχή, αν κάποια από αυτές τις μεταβλητές πάει στο μηδέν, τότε και η αποτροπή μηδενίζεται. Μπορούμε να είμαστε στρατιωτικά υπέρτεροι, εντελώς αποφασιστικοί και να αποτύχουμε να αποτρέψουμε εάν ο αντίπαλος δεν πιστεύει στις ικανότητές μας, την αποφασιστικότητα ή και τα δύο.

Έτσι φαίνεται, ότι επειδή η αντίδραση της Δύσης στην επιθετικότητά της Ρωσίας από το 2014 κατά της Ουκρανίας και η σταδιακή επιστροφή στις συνήθεις δραστηριότητες, μεταξύ άλλων μέσω διαφόρων ευρωπαϊκών προγραμμάτων, δημιούργησε εσφαλμένες αντιλήψεις στο Κρεμλίνο ότι η Δύση δεν ήταν έτοιμη να κόψει τους δεσμούς με τη Ρωσία. Επίσης η άρνηση πολλών ευρωπαϊκών χωρών να παράσχουν στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία πριν από την εισβολή είχε παγιώσει περαιτέρω αυτές τις ψευδείς αντιλήψεις. Ως εκ τούτου, οι προσδοκίες ήταν ότι η στρατιωτική συσσώρευση γύρω από την Ουκρανία θα ήταν αρκετή για να τρομάξει τη Δύση να πιέσει την Ουκρανία να αποδεχθεί τη ρωσική εκδοχή των συμφωνιών του Μίνσκ.

Εξίσωση του Clausewitz

Η εξίσωση του Clausewitz υποστηρίζει ότι κάθε κυβέρνηση εκτιμά τους πολιτικούς της στόχους και θα πρέπει να υπολογίζει το μέγεθος και τη διάρκεια της προσπάθειας που χρειάζεται να καταβάλλει για την επίτευξη αυτών των στόχων. Κάθε πλευρά εκτελεί τους δικούς της υπολογισμούς. Επειδή οι χώρες έχουν διαφορετικά συμφέροντα, κατοικούν σε διαφορετικά γεωγραφικά τμήματα και βλέπουν τον κόσμο μέσω διαφορετικών ιστορικών και πολιτιστικών φακών, οι υπολογισμοί αξίας αντικειμενικών σκοπών και στόχων τείνουν να διαφέρουν. Οι πλευρές αποκλίνουν. Οι διαφορετικές προτεραιότητες περιπλέκουν τις προσπάθειες ευθυγράμμισης των ωφελειών προς την ίδια ή σχεδόν την ίδια κατεύθυνση, επιτυγχάνοντας διαφορετικούς σκοπούς, στρατηγική και στρατιωτικές επιχειρήσεις. Τότε έχουμε το “παιγνίδι μηδενικού αθροίσματος”.

Υπό τη σκέψη αυτής της εξίσωσης, η ρωσική ηγεσία, και συγκεκριμένα το καθεστώς Πούτιν, ήταν βέβαιοι ότι η Δύση θα προτιμούσε να υποταχθεί η Ουκρανία στη Ρωσία παρά να διακινδυνεύσει έναν συμβατικό πόλεμο πλήρους κλίμακας στην Ευρώπη. Όταν η Δύση δεν υποχώρησε, αλλά συνέχισε να σηματοδοτεί αδυναμία και διχασμό, αυτό συνέβαλε κατά κάποιο τρόπο στην ενδυνάμωση της ιδέας της εισβολής και στην αλλαγή στρατηγικής, από την απειλή του πολέμου σε έναν πραγματικό πόλεμο. Αυτός ο συνδυασμός πεποιθήσεων (ότι ο ουκρανικός στρατός ήταν αδύναμος, η ουκρανική ηγεσία ήταν δειλή και η Δύση ήταν αναποφάσιστη και κατακερματισμένη) έκανε την επιλογή πολέμου «προτιμότερη» για το Κρεμλίνο σε σύγκριση με την επιλογή των διπλωματικών συνομιλιών.

Σε αυτή την απόφαση συνετέλεσε η Δύση καθώς υπονόμευσε την αποτροπή έναντι της Ρωσίας. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, το έκανε αυτό στέλνοντας αντιφατικά μηνύματα, λαμβάνοντας σταδιακές προσεγγίσεις προς τη Ρωσία, επιδεικνύοντας διαφωνίες σχετικά με το πώς να απαντήσουν στη Ρωσία, ενώ οι πρωτεύουσες της ΕΕ αναζήτησαν οικονομικά οφέλη από τη Ρωσία ενώ μπλοκάραν αποτελεσματικές πολιτικές εναντίον της. Όταν οι ΗΠΑ έκαναν αποφασιστικές δηλώσεις κατά της επιθετικότητας της Ρωσίας, υπονόμευσαν το αντιληπτό κόστος αυτών των δηλώσεων, τονίζοντας ότι η Ουκρανία θα πολεμούσε μόνη της. Αυτό οδήγησε τη ρωσική πολιτική ηγεσία να κάνει ιστορικές αναλογίες με την εισβολή της στη Γεωργία το 2008. Πιθανότατα ενθάρρυνε τη σκέψη ότι μια «γρήγορη εισβολή» στην Ουκρανία θα αυξήσει τα διακυβεύματα για την Ουκρανία και τη Δύση και θα επέτρεπε στη Ρωσία να επιτύχει τους πολιτικούς της στόχους.

Γιατί φτάσαμε σε αυτό το αδιέξοδο;

Αφού απέτυχε, και από δικά της σφάλματα να αποτρέψει τον πόλεμο η Δύση, σήμερα πλέον στοχεύει στην ανάσχεση της ρωσικής στρατιωτικής εκστρατείας στην Ουκρανία, και για το σκοπό αυτό, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ηγείται μιας διεθνούς προσπάθειας για ουσιαστική αναβάθμιση της ποιότητας και της ταχύτητας παράδοσης βαρέων όπλων προς τους Ουκρανούς μαχητές. Ταυτόχρονα, είναι σαφές στη Δύση ότι υπάρχει μια επικέντρωση της Ρωσίας να επιτύχει προς στιγμή μικρότερους και περιορισμένους στόχους στον πόλεμο σε σχέση με τους αρχικούς. Ωστόσο το καθεστώς Πούτιν δεν σκοπεύει να υποχωρήσει ακόμη και από την αρχικούς τους σκοπούς, απειλώντας και με πυρηνικό ολοκαύτωμα. Ως εκ τούτου ο πόλεμος αυτός θα είναι μακρύς και δύσκολος. Επιπλέον τούτου, είναι επίσης πιθανό η αμερικανική κυβέρνηση και οι ευρωπαϊκές χώρες να εξετάσουν το ενδεχόμενο σημαντικής κλιμάκωσης στο επιχειρησιακό πεδίο στο εγγύς μέλλον με σκοπό την αποτροπή του πολέμου σε ευρωπαϊκά εδάφη. Σε αυτό το στάδιο, η Δύση πιθανότατα δεν θα παρεκκλίνει από την απόφασή της να αποφύγει μια άμεση στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία και δεν θα το διακινδυνεύσει επιχειρώντας με τις δικές της δυνάμεις στον πόλεμο αυτόν. Ωστόσο έχει ήδη αποδειχθεί ότι ενέργειες που φαινόταν ασύλληπτες στα αρχικά στάδια του πολέμου έγιναν αργότερα μια ρεαλιστική πιθανότητα. Για την Ελλάδα, η πρόσκληση σε συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ δείχνει ότι η Ουάσιγκτον θεωρεί την Ελλάδα ως μέρος των διεθνών προσπαθειών. Είναι πιθανό, εφόσον η εκστρατεία παραταθεί, και η Ουκρανία χρειαστεί πρόσθετη στρατιωτική βοήθεια, η πίεση στην Ελλάδα σε αυτό το πλαίσιο να αυξηθεί.

Συμπεράσματα

Αυτά τα διδάγματα της αποτυχημένης αποτροπής κατά της Ρωσίας υποδηλώνουν την ανάγκη σημαντικής ανανέωσης της στρατηγικής αντιμετώπισης του Κρεμλίνου. Η Δύση θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ταχεία μείωση των δυνατοτήτων του ρωσικού στρατού και στην αποφασιστικότητά του να συνεχίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να πραγματοποιηθούν μόνο αφού αναληφθούν σημαντικές ενέργειες στρατιωτικού και οικονομικού χαρακτήρα που επηρεάζουν τόσο τις στρατιωτικές δυνατότητες όσο και την πολιτική αποφασιστικότητα της Ρωσίας. Κάθε αποτυχία να ωθήσει την αποχώρηση της Ρωσίας θα πρέπει να ακολουθείται από ένα άλλο κύμα στρατιωτικών και οικονομικών ενεργειών που οδηγούν σε απώλεια της αποφασιστικότητας της Ρωσίας.

Το μήνυμα θα πρέπει να είναι ότι η Δύση και η Ουκρανία δεν φοβούνται να συνεχίσουν τον πόλεμο και θα πρέπει να περιγράφει το συγκεκριμένο κόστος που είναι έτοιμοι να επιφέρουν στο επόμενο κύμα στρατιωτικών και πολιτικών ενεργειών, σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων. Μόνο τότε το Κρεμλίνο θα συνειδητοποιήσει ότι η πολεμική επιλογή είναι πολύ δαπανηρή για να διατηρηθεί.

 

*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Είναι επιστημονικός συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security (INIS). Δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου.

Σημείωση: Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη free press της Θεσσαλονίκης Κarfitsa

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024