26/04/2024

Το πρόβλημα της Γερμανίας με τη Ρωσία: Η κρίση της Ουκρανίας δοκιμάζει τη γερμανική κυβέρνηση

Guy Chazan  και Max Seddon*
Financial Times 

 

Κάτω από την εντεινόμενη πίεση για παροχή περισσότερης βοήθειας στην Ουκρανία, καθώς η χώρα προετοιμάζεται για μια πιθανή ρωσική εισβολή, η γερμανική κυβέρνηση πρότεινε  αυτό που θεωρούσε πως ήταν μια θαρραλέα νέα πρωτοβουλία: να προμηθεύσει το Κίεβο με 5.000 κράνη.

Η ανακοίνωση αντιμετωπίστηκε με ένα τείχος χλεύης. «Τι είδους στήριξη θα στείλει την επόμενη φορά η Γερμανία; Μαξιλάρια;» διερωτήθηκε ο δήμαρχος του Κιέβου, Vitali Klitschko.

Στην πρώτη κρίση της μετά-Μέρκελ εποχής, η Γερμανία ζορίζεται. Η περίπλοκη «κληρονομιά» του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου λειτουργεί ως βαρίδι στις προσπάθειές της να καταρτίσει μια συνεκτική πολιτική αναφορικά με τη Ρωσία. Μια νέα κυβέρνηση που βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας μόλις επτά εβδομάδες τραβιέται προς τη μια κατεύθυνση από το ισχυρό φιλειρηνικό lobby και προς την άλλη κατεύθυνση από την Ουάσινγκτον.

Γερμανοί αξιωματούχοι λένε πως η κυβέρνηση παίζει σημαντικό ρόλο για να παραμείνουν ανοικτά τα διπλωματικά κανάλια με τη Ρωσία. Αλλά οι επικριτές λένε πως το Βερολίνο έχει αποτύχει να καταλάβει πόσο τεράστια απειλή είναι για την Ουκρανία η Ρωσία. Ανησυχούν πως η Γερμανία, που παίρνει το 55% του εισαγόμενου αερίου της από τη Ρωσία, νοιάζεται περισσότερο για την επίπτωση που θα έχουν στη δική της οικονομία οι κυρώσεις παρά για τον σχηματισμό ενός ενιαίου μετώπου έναντι της Μόσχας. Κάποιες χώρες του ΝΑΤΟ μάλιστα έχουν αρχίσει να αμφισβητούν πως το Βερολίνο είναι ένας αξιόπιστος εταίρος.

«Πόσοι στο Βερολίνο αντιλαμβάνονται πραγματικά την τεράστια ζημιά που κάνει η μπερδεμένη πολιτική μας για την Ουκρανία, όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε ολόκληρη την ΕΕ;» λέει ο Wolfgang Ischinger, πρώην κορυφαίος Γερμανός διπλωμάτης και επικεφαλής της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου.

Σε βασικά ζητήματα της κρίσης, η θέση της Γερμανίας παραμένει θολή, τουλάχιστον δημοσίως. Αμφιταλαντεύεται ως προς το αν θα πρέπει να επιβάλλει κυρώσεις για τον Nord Stream 2, τον νέο αγωγό φυσικού αερίου της Βαλτικής, στην περίπτωση που υπάρξει ρωσική εισβολή. Έχει αμφισβητήσει την σοφία της αναστολής της συμμετοχής της Μόσχας στο διεθνές σύστημα πληρωμών Swift. Και έχει αρνηθεί ξεκάθαρα να στείλει στην Ουκρανία αμυντικά όπλα.

«Η κυβέρνηση Biden κάνει το παν για να συνεργαστεί με τη Γερμανία και ανησυχεί με το χάλι που προέρχεται από το Βερολίνο», λέει η Constanze Stelzenmüller, που κατέχει την έδρα Fritz Stern του Brookings Institution στην Ουάσινγκτον.

Η τεράστια ανάπτυξη στρατευμάτων από τη Ρωσία στα ουκρανικά σύνορα έρχεται σε μια δύσκολη στιγμή για τη Γερμανία. Η Angela Merkel αποχώρησε τον Δεκέμβριο μετά από 16 χρόνια ως καγκελάριος και ο διάδοχός της, Olaf Scholz, προεδρεύει ενός εύθραυστου κυβερνητικού συνασπισμού τριών κομμάτων που έχουν μεγάλες διαφορές σε ότι αφορά την εξωτερική πολιτική. Για τους Πράσινους, τα ανθρώπινα δικαιώματα συχνά έχουν προτεραιότητα έναντι των οικονομικών συμφερόντων, ενώ το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του Scholz θεωρεί πως το ΝΑΤΟ είναι ο επιτιθέμενος και η Ρωσία το θύμα.

«Η κυβέρνηση δεν είχε χρόνο να προσανατολιστεί και να αποκτήσει σταθερό πάτημα», αναφέρει η Sabine Fischer, του Γερμανικού Ινστιτούτου για Διεθνή Θέματα και Θέματα Ασφάλειας (SWP). «Μόλις λίγες εβδομάδες στην κυβέρνηση και αντιμετωπίζει αυτή την τεράστια κρίση ασφάλειας».

Αλλά η διαμάχη αναφορικά με την πολιτική για την Ουκρανία έχει διαφωτίσει το κεντρικό ερώτημα αναφορικά με τη γερμανική εξωτερική πολιτική στην μετά-Μέρκελ εποχή. Θα καταφέρει ο Scholz, που κέρδισε τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου με μια ατζέντα εγχώριων ζητημάτων, να προσφέρει την ίδια σιωπηρά αποφασιστική ηγεσία στη δυτική πολιτική ασφαλείας όπως έκανε η Merkel; Ή θα παίξει πάλι έναν πιο παθητικό, αντιδραστικό ρόλο που θα διαψεύδει την οικονομική και πολιτική σημασία της χώρας;

Ο Friedrich Merz, ηγέτης της αντιπολίτευσης, φοβάται πως θα γίνει το δεύτερο. Σε μια συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Πέμπτη στην Bundestag, ο νέος επικεφαλής της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης είπε πως το «απελπιστικά διχασμένο αμερικανικό κογκρέσο» είναι τώρα «ενωμένο ως προς την άποψή του πως η Γερμανία είναι μπερδεμένη και αναξιόπιστη».

«Και αυτή είναι δική σας ευθύνη κ. Καγκελάριε, αυτή είναι η δική σας πολιτική», είπε στον Scholz. «Δεν ηγείστε, ούτε στη Γερμανία, ούτε στην Ευρώπη».

Το Βερολίνο αντιτείνεται πως έχει παίξει ρόλο-κλειδί στις προσπάθειες της Δύσης να αποτρέψει τη Μόσχα από το να εισβάλει, υποσχόμενο οικονομική και πολιτική στήριξη για την Ουκρανία και προειδοποιώντας τη Ρωσία για το «υψηλό τίμημα» που θα πληρώσει στην περίπτωση που επιτεθεί στους δυτικούς συμμάχους τους. O Scholz θα συναντηθεί με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Joe Biden στην Ουάσινγκτον στις 7 Φεβρουαρίου για να συζητήσει την κρίση. (σημείωση:  το αρθρο γράφτηκε πρν τη χθεσινή συνάντηση τους). 

«Τονίζαμε με συνέπεια την φόρμουλα της αποτροπής και του διαλόγου» λέει ο Nils Schmid, εκπρόσωπος εξωτερικής πολιτικής των Σοσιαλδημοκρατών. «Οι κυρώσεις που έχουν συζητήσει οι σύμμαχοι πρέπει να ισχύουν, αλλά ο διάλογος πρέπει τώρα να παίξει ακόμα μεγαλύτερο ρόλο».

Σημειώνει πως το Βερολίνο ηγήθηκε της αναβίωσης των διαπραγματεύσεων του «σχήματος της Νορμανδίας» μεταξύ της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας αναφορικά με την επίλυση της σύγκρουσης στην περιοχή Ντονμπάς στα ανατολικά σύνορα της Ουκρανίας, οι οποίες ξεκίνησαν εκ νέου την περασμένη εβδομάδα στο Παρίσι. «Η εμπλοκή της Γερμανίας ήταν που άνοιξε ξανά αυτό το μικρό παραθυράκι για διπλωματία», υποστηρίζει.

Το Βερολίνο συνεχίζει να πιστεύει πως ασκεί μοναδική επιρροή στο Μόσχα, την οποία δεν έχουν οι σύμμαχοί του. «Η Γερμανία έχει πείσει τον εαυτόν της, με ενθάρρυνση από τη Ρωσία, πως έχει μια ειδική σχέση με τη Μόσχα και μια ειδική ευθύνη για τη διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη», σύμφωνα με τον Ian Bond, διευθυντή εξωτερικής πολιτικής στο think tank Centre for European Reform. «Και βλέπει το ενδιαφέρον που εκφράζει ελεύθερα η Ουκρανία να έρθει πιο κοντά στη Δύση ως ένα δευτερεύον θέμα».

Αλλά ήδη έχουν αρχίσει να γίνονται μη κολακευτικές συγκρίσεις μεταξύ του Scholz και της Merkel, που ηγήθηκε της δυτικής αντίδρασης στην προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και στην στρατιωτική επέμβαση στην Ντονμπάς το 2014, διατηρώντας έναν διάλογο με τον Vladimir Putin ενώ ταυτόχρονα περνούσε σκληρές κυρώσεις κατά της Μόσχας που παραμένουν σε ισχύ.

Υπό τη Merkel, «το Βερολίνο ήταν ένα σημείο κλειδί της πολιτικής της Δύσης έναντι της Ρωσίας και της Ουκρανίας’, έγραψε την Πέμπτη στην εφημερίδα του Βερολίνου Tagesspiegel ο σχολιαστής Christoph von Marschall. «Σε σχέση με αυτό, ο Scholz μοιάζει με αποτυχία».

Τα ακανθώδη ζητήματα της Γερμανίας

Οι αμφιβολίες αναφορικά με τη στάση της Γερμανίας για την Ουκρανία τροφοδοτούνται από τη έλλειψη συνεκτικής γραμμής της γερμανικής κυβέρνησης ως προς τον Nord Stream 2, τον αγωγό των 9,5 δισ. ευρώ που θα περνά κάτω από τη Βαλτική Θάλασσα, ο οποίος έχει ολοκληρωθεί, αλλά αναμένει ακόμα την ρυθμιστική έγκριση.

Οι επικριτές του αγωγού, που θα φέρει ρωσικό αέριο κατ’ ευθείαν στη Γερμανία, παρακάμπτωντας την Ουκρανία, λένε πως θα δώσει στη Μόσχα περισσότερο πλεονέκτημα έναντι του Κιέβου και θα κάνει την Ευρώπη ακόμα πιο εξαρτημένη από τις ρωσικές ενεργειακές εξαγωγές απ’ όσο είναι ήδη σήμερα. Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ έχει πει πως ο αγωγός «δεν θα προχωρήσει» αν η Ρωσία εισβάλλει στην Ουκρανία.

Ωστόσο, ο Scholz επέμεινε αρχικά πως ο Nord Stream 2 ήταν ένα «αποκλειστικά εμπορικό project» που δεν έχει καμία σχέση με την κρίση στην Ουκρανία. Νωρίτερα τον Ιανουάριο είχε αλλάξει στάση, λέγοντας πως μια ρωσική εισβολή θα θέσει εν αμφιβόλω το μέλλον του αγωγού. Τώρα αναμένεται ευρύτερα πως ο αγωγός θα αποτελέσει μέρος ενός πακέτου κυρώσεων της Δύσης στην περίπτωση πολέμου.

O Nord Stream 2 αποτελεί την επιτομή του διλήμματος που αντιμετωπίζει η Γερμανία. Η βιομηχανία της εξαρτάται σε τεράστιο βαθμό από το ρωσικό αέριο και αυτή η εξάρτηση θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο, καθώς η χώρα θα σταματά σταδιακά τη χρήση πυρηνικής ενέργειας και άνθρακα. «Για χρόνια είχαμε μια στενή αμοιβαία εξάρτηση», λέει ο Markus Krebber, διευθύνων σύμβουλος της γερμανικής ενεργειακής εταιρείας RWE. «Χρειαζόμαστε το ρωσικό φυσικό αέριο και η Ρωσία χρειάζεται ξένο συνάλλαγμα. Είχαμε εντάσεις στο παρελθόν, αλλά το αέριο πάντα ερχόταν».

Αυτό εξηγεί τις ευαισθησίες της Γερμανίας αναφορικά με το ζήτημα των κυρώσεων. «Σήμερα η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη δυτική δύναμη με πραγματικό, ουσιαστικό συμφέρον για οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία», λέει ο Dmitri Trenin, επικεφαλής του Carnegie Moscow Centre. «Έτσι θα χάσει τα περισσότερα μέσω των κυρώσεων στη Ρωσία, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, που δεν θα χάσουν σχεδόν τίποτα».

Η Γερμανία επικρίθηκε επίσης έντονα για την στάση της ως προς την πώληση όπλων στο Κίεβο. Το Βερολίνο έχει μια αυστηρή απαγόρευση στις εξαγωγές «θανατηφόρων» όπλων σε εμπόλεμες ζώνες και λέει πως δεν θα κάνει εξαίρεση για την Ουκρανία. Αλλά επίσης αποτρέπει και άλλες χώρες από το να εξοπλίσουν το Κίεβο.

Στις αρχές Ιανουαρίου, καθώς οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο έστελναν βιαστικά τόνους «θανάσιμης βοήθειας για την ασφάλεια» στην Ουκρανία, προέκυψε πως η Γερμανία είχε εμποδίσει την Εσθονία να στείλει κάποια howitzer δεκαετιών στο Κίεβο, τα οποία ανήκαν προηγουμένως στον στρατό της Ανατολικής Γερμανίας.

Οι υπουργοί δεν έχουν ακόμα αποφασίσει αν θα πρέπει να εγκρίνουν ή να σταματήσουν την προμήθεια όπλων. Αλλά η πράξη και μόνο μιας καθυστέρησης έχει προκαλέσει κραυγές διαμαρτυρίας στην ανατολική Ευρώπη. Ο υπουργός Άμυνας της Λετονίας Artis Pabriks, περιέγραψε ως «ανήθικη» την απροθυμία της Γερμανίας να δώσει το πράσινο φως για το φορτίο.

«Αν κάποιος περπατά σε ένα σκοτεινό σοκάκι και βλέπει να δέρνουν κάποιον και λέει ‘όταν σε δείρουν θα πάρω τηλέφωνο για ασθενοφόρο’, δεν είναι σωστό», λέει ο Pabriks.

Αλλά η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Annalena Baerbock, υπεραμύνθηκε της απαγόρευσης που επέβαλε η χώρα της στην εξαγωγή όπλων προς την Ουκρανία, λέγοντας πως αν το επέτρεπε τότε αυτό θα συνιστούσε «στροφή 180 μοιρών στην εξωτερική μας πολιτική» και θα κινδύνευε να «κλείσει την πόρτα της αποκλιμάκωσης που μόλις άνοιξε και πάλι με τόσο διστακτικό τρόπο».

Η Ρωσία χαιρετίζει τη Γερμανική προσέγγιση στην κρίση. «Η συγκρατημένη στάση της Γερμανίας είναι ένας πολύ σοβαρός παράγοντας για τη διαδικασία της συμφιλίωσης και της εδραίωσης της εμπιστοσύνης και της σταθερότητας», λέει ο Ρώσος βουλευτής Sergei Gavrilov. «Δεν θέλουν να συμμετέχουν στις προκλητικές ενέργειες της Ουκρανίας, δεν θέλουν να προμηθεύσουν όπλα για τη σύγκρουση στην Ντονμπάς και δεν χρησιμοποιούν αυτή την επιθετική, προκλητική ρητορική όπως κάνουν οι Αμερικάνοι και οι Άγγλοι».

Αλλά Γερμανοί αξιωματούχοι, κατ’ ιδίαν, γνωρίζουν τη ζημιά που προκαλεί το θέμα των όπλων. «Είναι η κλασική περίπτωση όπου οι γερμανικές αρχές συγκρούονται με την πολιτική της συμμαχίας», λέει ένας εξ αυτών. «Εγείρει το ερώτημα του τι σόι σύμμαχος είσαι».

Το βάρος της ιστορίας

Το ζήτημα των όπλων χτυπάει κατ’ ευθείαν στην καρδιά της γερμανικής ενοχής για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η προοπτική Ρώσοι στρατιώτες να σκοτωθούν για μια ακόμα φορά από όπλα από τη Γερμανία, είναι κάτι που πολλοί στο Βερολίνο βλέπουν με φρίκη.

Αλλά το επιχείρημα για την πολεμική ενοχή της Γερμανίας εξοργίζει τους Ουκρανούς, που τονίζουν ότι η Ουκρανία ήταν αυτή που επωμίστηκε το βάρος των θηριωδιών της Wehrmacht και των SS μεταξύ του 1941 και του 1944, καθώς υπέστη περισσότερες απώλειες πολιτών απ’ ότι η Ρωσία και έτσι διεκδικεί πολύ περισσότερη συμπάθεια από τη Γερμανία.

«Δεν μπορούμε να καταλάβουμε αυτό το επιχείρημα της ιστορίας», λέει ο πρέσβης της Ουκρανίας στο Βερολίνο, Andrij Melnyk. «Αν μιλάς για ιστορία, τότε θα μπορούσες να πεις πως η Γερμανία έχει ιστορική ευθύνη έναντι της Ουκρανίας».

Η Baerbock έχει προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τις ευαισθησίες της Ουκρανίας για το ζήτημα. «Έχουμε καθήκον απέναντι σε όλες τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης λόγω της τρομερής οδύνης που επιφέραμε σε εκατομμύρια ανθρώπους εκεί κατά το παρελθόν»,  δήλωσε πρόσφατα.

Αλλά τα σχόλια της επισκιάστηκαν από ένα σκάνδαλο στο γερμανικό ναυτικό που αποκάλυψε πόσο ελάχιστα υπολογίζουν την Ουκρανία ορισμένοι ανώτεροι Γερμανοί αξιωματούχοι. Ο επικεφαλής του ναυτικού Kay Achim Schönbach αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 22 Ιανουαρίου, καθώς κατεγράφη σε φιλμ να λέει πως στον Πούτιν αξίζει να του συμπεριφέρεται η Δύση ως ίσο, ενώ ισχυρίστηκε πως η χερσόνησος της Κριμαίας δεν θα επιστραφεί ποτέ στον έλεγχο του Κιέβου.

«Αυτό που θέλει πραγματικά ο Πούτιν είναι σεβασμός» είπε σε Ινδικό think tank. «Και μα τον Θεό, το να δώσεις σε κάποιο σεβασμό δεν κοστίζει… είναι εύκολο να του δώσεις τον σεβασμό που πραγματικά απαιτεί –και πιθανότατα αξίζει».

Οι Ρώσοι χάρηκαν με τα σχόλια αυτά. «Η απόλυτη πλειονότητα των Γερμανών μοιράζεται τη θέση του, απλώς δεν θέλουν να το πουν δυνατά», είπε ο βουλευτής της Δούμα, Gavrilov.

Αλλά οι Ουκρανοί αξιωματούχοι ήταν έξω φρενών. «Αυτή η συγκαταβατική συμπεριφορά θυμίζει στους Ουκρανούς τους τρόμους της Ναζιστικής κατοχής όταν τους συμπεριφέρονταν σαν υπανθρώπους», είπε ο πρέσβης Melnyk.

Ορισμένοι Γερμανοί, όμως, έσπευσαν να υπερασπιστούν τον Schönbach. Ο Harald Kujat, πρώην γενικός επιθεωρητής της Bundeswehr, είπε πως ο ναύαρχος απλώς δήλωνε το προφανές –πως οποιαδήποτε υπόνοια πως η Κριμαία θα μπορούσε να επιστραφεί στον έλεγχο της Ουκρανίας είναι «παντελώς βλακώδης». Και δεν υπάρχει τίποτα κακό με το να αφήνεις να εννοηθεί πως η Δύση θα πρέπει να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία επί ίσοις όροις –«αυτό ακριβώς είναι που κάνουν οι Αμερικάνοι», είπε.

Ο Kujat πήγε ακόμα παραπέρα, όμως, αποκαλύπτοντας μια εντυπωσιακή προθυμία να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του Πούτιν. «Η Ουκρανία δεν πρέπει να γίνει το φυλάκιο της Δύσης ενάντια στη Ρωσία και αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει αυτή τη στιγμή», δήλωσε στον ραδιοφωνικό σταθμό RBB.

Η σκιά της Ostpolitik

Το σχόλιο αυτό είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της στάσης που τηρεί ο στρατός των Γερμανών συμπαθούντων τον Putin –πολλοί εξ αυτών Σοσιαλδημοκράτες- ως προς την κρίση της Ουκρανίας. Η φιλορωσική τάση στο SPD προσωποποιείται από τον πρώην καγκελάριο Gerhard Schröder, ο οποίος έγινε επικεφαλής της επιτροπής μετόχων του Nord Stream λίγο αφού αποχώρησε από τη θέση του καγκελάριου το 2005 και έγινε πρόεδρος του ελεγχόμενου από το Κρεμλίνο ρωσικού πετρελαϊκού ομίλου Rosneft το 2017.

Αλλά ο Schröder, που κάποτε αναφέρθηκε στον Putin ως «άψογο δημοκράτη», και την περασμένη εβδομάδα καταδίκασε την Ουκρανία ότι «κραδαίνει το σπαθί» στην κρίση με τη Ρωσία, δεν είναι ο μόνος. Τις απόψεις του για τη Ρωσία τις μοιράζονται και άλλοι επιφανείς Σοσιαλδημοκράτες, όπως ο Matthias Platzeck, πρώην πρόεδρος του SPD που τώρα ηγείται του Γερμανο-Ρωσικού Φόρουμ.

«Αν θέλεις να πετύχει η διπλωματία, πρέπει να πεις (στη Ρωσία), ναι, αναγνωρίζουμε τις ανάγκες σου στον τομέα της ασφάλειας, της ανησυχίες σου για την ασφάλεια και θα τις αντιμετωπίσουμε», είπε τον Ιανουάριο στην γερμανική τηλεόραση. «Εδώ και τριάντα χρόνια δεν το κάνουμε αυτό».

Τέτοιες απόψεις είναι διαδεδομένες στο SPD, και καθιστούν δύσκολο για τον Shcolz –που έχασε τη μάχη για την ηγεσία του κόμματος το 2019 και εξακολουθεί να μην χαίρει της εμπιστοσύνης της αριστερής πτέρυγας του SPD- να υιοθετήσει μια πιο συγκρουσιακή προσέγγιση έναντι της Ρωσίας.

Το έργο του περιπλέκεται επίσης από τη νοσταλγία των Σοσιαλδημοκρατών για την Ostpolitik, την πολιτική της επαναπροσέγγισης και επανεμπλοκής με το Σοβιετικό μπλοκ που επιδίωξε ο καγκελάριος Willy Brandt στα τέλη των δεκαετιών 1960 και 1970. Ορισμένοι εξακολουθούν να πιστεύουν ακράδαντα πως αυτό επίσπευσε το τέλος του ψυχρού πολέμου, και όχι η κούρσα των εξοπλισμών του Ronald Reagan την δεκαετία του 1980.

Το αποτέλεσμα είναι πως η Ρωσία συνεχίζει να παίζει έναν τεράστιο ρόλο στην Γερμανική κοσμοθεωρία. «Η Ρωσία είναι πιο παρούσα ως παράγοντας στη Γερμανία απ’ ότι αλλού –λόγω της ιστορίας και της κουλτούρας μας, λόγω του ρόλου που έπαιξε ο Mikhail Gorbachev στην επανένωση της Γερμανίας, λόγω των βαθιών οικονομικών δεσμών μεταξύ των δυο χωρών», λέει ο Schmid.

Εν τούτοις, ακόμα και στο SPD του Schmid, η συμπάθεια για τη Ρωσία φθίνει τα τελευταία χρόνια, εν μέσω της αυξανόμενης δυσαρέσκειας με την στροφή της προς τον αυταρχισμό και την απειλητική της στάση έναντι των γειτόνων της. «Δεν υπάρχει πλέον ειδική σχέση μεταξύ της Ρωσίας και της Γερμανίας – οι Ρώσοι την κατέστρεψαν το 2014» λέει ο Γερμανός αξιωματούχος. «Οι Ρώσοι έχουν υποτιμήσει το σοκ που προκάλεσε στη Γερμανία η προσάρτηση της Κριμαίας».

Η στροφή στο κλίμα είναι προφανής στη συμφωνία που κατάρτισε ο Sholz με τους Πράσινους και τους φιλελεύθερους για τον κυβερνητικό συνασπισμό, που περιλαμβάνει πολύ σκληρότερη ρητορική για τη Ρωσία από οποιαδήποτε συμφωνία διαπραγματεύτηκε η Merkel στα 16 χρόνια της στην καγκελαρία, με έντονη κριτική των επιδόσεών της για την Ουκρανία και τα δημοκρατικά δικαιώματα.

«Ο λόγος στη Γερμανία αναφορικά με τη Ρωσία έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία 10-12 χρόνια –έχει γίνει πολύ πιο επικριτικός» αναφέρει η Sabine Fischer του SWP. Επικαλείται την γερμανική απόφαση του 2020 να περιθάλψει τον Alexei Navalni, τον αρχηγό της ρωσικής αντιπολίτευσης, μετά τη δηλητηρίαση του με νευροτοξίνη – που ο ίδιος ισχυρίζεται πως ήταν απόπειρα δολοφονίας που διέταξε το Κρεμλίνο.

«Η δηλητηρίαση του Navalny είχε τεράστια απήχηση στη γερμανική κοινωνία» λέει η Fischer «όπως έχει και ολόκληρη η καταστολή της κοινωνίας στη Ρωσία».

Εν τούτοις, σε επίσημο επίπεδο, ο τόνος εξακολουθεί να δείχνει σεβασμό, ακόμα και ευλάβεια. Επιτομή αυτού υπήρξε η σύντομη ομιλία που παρέθεσε η Baerbock στο πρώτο της ταξίδι στη Μόσχα τον Ιανουάριο, όταν μίλησε για την «ντροπή και δέος» που αισθάνθηκε όταν κατέθετε στεφάνι στον τάφο του Άγνωστου Στρατιώτη κοντά στο Κρεμλίνο. «Τίποτα δεν μπορεί να αναπληρώσει τα δεινά και την καταστροφή που επιφέραμε εμείς οι Γερμανοί στους λαούς της Σοβιετικής Ένωσης», είπε.

Οι επιδόσεις της Baerbock στη Μόσχα επαινέθηκαν για την σιγουριά τους, και η ίδια έτυχε εγκάρδιας υποδοχής από τον ομόλογό της Sergei Lavrov. Αλλά οι παρατηρητές λένε πως ο σεβασμός της Ρωσίας για τις γερμανικές ευαισθησίες επίσης φαίνεται πως φθίνει από τότε που έφυγε από την εξουσία η Merkel. Ένας ευρωπαίος διπλωμάτης στη Μόσχα σημείωσε πως η Ρωσία δημοσιοποίησε το προσχέδιο των προτάσεων για την ασφάλεια, που περιελάμβαναν τον τερματισμό της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς και την άρνηση μελλοντικής συμμετοχής της Ουκρανίας στη συμμαχία, μόλις εννέα ημέρες αφότου αποχώρησε από το αξίωμα της η Merkel.

«Δεν θα τολμούσαν ποτέ να το κάνουν αυτό όταν ήταν στην εξουσία η Merkel» αναφέρει ο διπλωμάτης. «Δεν θα το ανεχόταν ποτέ. Τώρα δεν τους νοιάζει πια».

 

*Ο Guy Chazan γράφει από τη Γερμανία για τους FT από το 2016 και τον περασμένο Οκτώβριο διορίστηκε επικεφαλής του γραφείου της εφημερίδας στο Βερολίνο. Ο Max Seddon είναι  Αμερικανός δημοσιογράφος επικεφαλής του γραφείου της εφημερίδας στη Μόσχα.

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024