27/04/2024

Μεγάλες ή Μικρές Προσδοκίες  για την εφαρμογή των ΜΟΕ;

 

Δημήτριος Τσαϊλάς* 

 

Η πολιτική της Τουρκίας στις θαλάσσιες περιοχές που την περιβάλλουν -του Ευξείνου Πόντου (Μαύρης Θάλασσας), του Αιγαίου Πελάγους και της Μεσογείου- είναι αποτέλεσμα όχι μόνο μιας περίπλοκης σχέσης με την Ελλάδα, την Κύπρο και τη Ρωσία, αλλά και μιας δύσκολης σχέσης με τη Δύση. Ειδικότερα, οι πολιτικές των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μεσόγειο έχουν σημαντικό αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο η Άγκυρα τοποθετείται στις ανωτέρω θαλάσσιες περιοχές.

Κατ’ αρχάς το σημαντικό χαρακτηριστικό της περιοχής του Ευξείνου Πόντου (Μαύρης Θάλασσας) ήταν και είναι το κοινό όραμα της Τουρκίας και της Ρωσίας για μια περιφερειακή τάξη πραγμάτων που αποκλείει εξωτερικούς παράγοντες. Αυτό είναι εμφανές στον τρόπο με τον οποίο η Τουρκία ερμήνευσε τη Συνθήκη του Μοντρέ μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και πώς προέκυψε η Πρωτοβουλία για τα Σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας. Η Συνθήκη του Μοντρέ δίνει στην Άγκυρα έναν κρίσιμο ρόλο στον περιορισμό των εξωπεριφερειακών Στόλων στη Μαύρη Θάλασσα. Από τη μία, αυτό προκύπτει από τον τουρκικό έλεγχο των στενών. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν συμβατικά καθορισμένα όρια εισόδου/εξόδου για πολεμικά πλοία από μη συνοριακά κράτη που επιτρέπεται να παραμείνουν προσωρινά στη Μαύρη Θάλασσα.

Στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, οι ελιγμοί της Άγκυρας με τον Ελληνισμό, συμβάλλουν σημαντικά στο γεγονός ότι η Δύση είναι άβολη με τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Ωστόσο, η Άγκυρα δεν αμφισβητεί τις αξίες της πολιτικής ασφαλείας της συμμετέχοντας στο ΝΑΤΟ.

Στα καθ’ ημάς, εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι ένα μνημόνιο Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας είναι ένα είδος θεραπείας για τις διαφορές στη θάλασσα μεταξύ των δύο ναυτικών δυνάμεων;

Ας θέσουμε το βασανιστικό ερώτημα. Θα συμβιβαζόντουσαν στην Άγκυρα με μια συμφωνία του τύπου: «Οι κυβερνήτες αεροσκαφών των μερών θα επιδεικνύουν τη μέγιστη προσοχή και σύνεση όταν πλησιάζουν αεροσκάφη και πλοία του άλλου μέρους που επιχειρούν στη θάλασσα και πάνω από αυτά. Θα αποφεύγονται παραβιάσεις και υπερπτήσεις εθνικού χώρου προς το συμφέρον της αμοιβαίας ασφάλειας. Θα αποφεύγονται επιθέσεις με προσομοίωση χρήσης όπλων κατά αεροσκαφών και πλοίων ή εκτέλεση διαφόρων σχηματισμών πάνω από πλοία ή ρίψη διαφόρων αντικειμένων κοντά τους με τρόπο που να είναι επικίνδυνο για τα πλοία ή να συνιστά κίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα κα την αεροπλοΐα. Θα  Υποχρεούνται οι επιχειρούσες μονάδες να ενεργοποιούν τα IFF για αναγνώρισή τους» Μπλά-μπλά-μπλά……

Μα τι λέμε τώρα. Περίπου αυτά τα μέτρα προβλεπόντουσαν με το μνημόνιο Παπούλια-Γιλμάζ, ωστόσο, τα λόγια στα προηγούμενα ΜΟΕ δεν έκαναν πολλά για να εμποδίσουν τα τουρκικά επιθετικά αεροσκάφη να εκτελούν επανειλημμένα παραβιάσεις και υπερπτήσεις. Ούτε απέτρεψε την αμφισβήτηση νησιών. Ούτε το τουρκικό πολεμικό ναυτικό έδειξε σεβασμό στην έκδοση ΝΟΤΑΜ. Αυτά γίνονται ως μια σκόπιμη πρόκληση με κορυφαία το casus belli.

Γιατί όμως επιδεικνύεται αυτή η συμπεριφορά;

Φαίνεται ότι η γεωπολιτική σχετικά με τις κλειστές, ημι-κλειστές και ανοικτές θάλασσες που εφαρμόζεται από άλλες δυνάμεις (όπως για παράδειγμα Ρωσία-Κίνα) σε άλλες γεωγραφικές περιοχές (Σινική θάλασσα-Αρκτική ζώνη) ενθαρρύνει την Τουρκία, να σκεφτεί και το Αιγαίο με ιδιόκτητους όρους. Πέραν του συγχρωτισμού από ισχυρές θαλάσσιες δυνάμεις, το Αιγαίο και η Μεσόγειος Θάλασσα ήταν ανέκαθεν μια αρένα ναυτικών συγκρούσεων από την κλασική αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν δύο παραδείγματα, το ελληνικό και το τουρκικό. Στην εποχή μετά τις νικηφόρες ναυμαχίες του 1912-13 μέχρι το 1974, ο Ελληνισμός έβλεπε τον εαυτό του ως το νόμιμο φύλακα των θαλασσών του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Ποιο είναι όμως το τουρκικό μοντέλο; Ο αποκλεισμός των Ελλήνων πέραν του 25ου μεσημβρινού του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου με την ανακήρυξη αυτών των θαλασσίων περιοχών ως  «Γαλάζια Πατρίδα». Αυτό ακούγεται ύποπτα σαν η Άγκυρα να θεωρεί αυτά τα ύδατα εσωτερικά, που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο. Έτσι απομονώνεται ο Ελληνισμός από τη γεωστρατηγική ζώνη αυτή και στραγγαλίζεται η ελευθερία των θαλασσών. Επίσης ακούμε διάφορες παραλλαγές περί ανοιχτής ημίκλειστης και κλειστής θάλασσας, με όρους υπεροχής τουρκικής στρατιωτικής ισχύος. Βέβαια δεν ξεχνάμε ότι στους παράγοντες αυτής της εξίσωσης βρίσκεται και η Ρωσία. Αφού η γεωγραφία της Μαύρης Θάλασσας δίνει στην Τουρκία, το ρόλο του κλειδοκράτορα. Ανοίγει-κλείνει την πύλη των στενών προς το Αιγαίο. Η προοπτική αποκοπής από τη Μεσόγειο και από εκεί από τον Ατλαντικό Ωκεανό και την Ερυθρά Θάλασσα, θα μπορούσε να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπει η Μόσχα αυτό το θαλάσσιο καταφύγιο.

Η γεωπολιτική του Αιγαίου ως ο σημαντικός κρίκος από τη λεκάνη της Μαύρης Θάλασσας μέχρι τη Μεσόγειο, λοιπόν, αξίζει να διερευνηθεί και να συγκριθεί με τη γεωπολιτική και των άλλων περιορισμένων θαλασσών. Τα ΜΟΕ δεν αποτελούν δείκτη συμπεριφοράς. Η ανάλυση και της στάσης της Μόσχας, του Πεκίνο και των ΗΠΑ απέναντι στις θαλάσσιες ζώνες μπορεί να μας προσφέρει ένα μέτρο, και πιστεύω ότι προς αυτή τη κατεύθυνση πρέπει να οδεύσουμε.

Ποια είναι όμως η στάση της Τουρκίας;

Για πάνω από μια δεκαετία, η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας αντιλαμβάνεται την παγκόσμια πολιτική κατάσταση ως πολυπολική και ότι η γεωπολιτική της αξία είναι αναβαθμισμένη. Αυτή η άποψη αντικατοπτρίζεται και στην κοινή γνώμη στην Τουρκία. Έτσι βλέπει τη Ρωσία, την ΕΕ, τις ΗΠΑ και την Κίνα ως απαραίτητο εταίρο με τον οποίο η Τουρκία πρέπει να συνεργαστεί στρατηγικά. Ωστόσο, η Τουρκία δεν θεωρείται απαραίτητα ότι έχει την ίδια στρατηγική σημασία στην αντίληψη των εταίρων της.

Η ρητορική του Ερντογάν έχει σίγουρα συνεισφέρει πολύ στη σύγχυση των Δυτικών σχετικά με τους στρατηγικούς στόχους της Τουρκίας. Η σχέση μεταξύ Τουρκίας και Δύσης είναι αναμφίβολα αμφίθυμη. Εξαιτίας αυτού, έχει αναπτυχθεί ένας ιδιαίτερος ρόλος στην αυτοαντίληψη της Τουρκίας, ως περιφερειακή δύναμη που συναλλάσσεται με τη Δύση και την Ανατολή. Ωστόσο, αυτό εκτιμάται ότι δεν ισχύει για την πολιτική ασφάλειας της χώρας. Το ΝΑΤΟ είναι δύσκολο να αντικατασταθεί για την Τουρκία. Αντίθετα, η παραμονή της Τουρκίας είναι επίσης σημαντική για το ΝΑΤΟ. Η έξοδος της Άγκυρας όχι μόνο θα είχε σοβαρές συμβολικές και επιχειρησιακές συνέπειες για τη συμμαχία, αλλά θα περιέπλεκε επίσης τη συμμαχική αποτροπή. Οπότε αυτό το κλίμα θα παραμείνει έτσι όσο δεν καταρρεύσουν οι σχέσεις ασφάλειας της Άγκυρας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου, η τουρκο-αμερικανική σχέση είναι ουσιώδης για την πολιτική ασφάλειας της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι τόσο η Άγκυρα όσο και η Ουάσιγκτον βλέπουν η μία τις περιφερειακές πολιτικές της άλλης ως πρόκληση για τα δικά τους συμφέροντα, είτε πρόκειται για το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο ή την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Αυτές οι εντάσεις είναι πιθανό να συνεχιστούν, αλλά θα πρέπει να είναι διαχειρίσιμες.

Συνεκτιμώντας όλα αυτά, πιστεύεται ότι τα ΜΟΕ θα συντελέσουν προς αυτή τη κατεύθυνση. Εάν υπάρχει ένα μάθημα που πρέπει να αντληθούμε από τις γεωπολιτικές αποκλίσεις μεταξύ της Άγκυρας και των δυτικών εταίρων της, είναι ότι η Τουρκία, σε αντίθεση με τη Ρωσία, δεν επιδιώκει μια θεμελιώδη αντιπαράθεση με τη Δύση. Κατά συνέπεια, υπάρχουν συστημικές διαφορές για την αντιδυτική σκέψη στην Τουρκία. Ειδικά στον τομέα της πολιτικής ασφαλείας, ο στρατηγικός προσανατολισμός της Τουρκίας επικεντρώνεται στο ΝΑΤΟ ή παραμένει περιορισμένος σε αυτό.

Όσον αφορά τις θαλάσσιες ζώνες, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τον ειδικό ρόλο της Τουρκίας που προκύπτει από την ένταξη της στο ΝΑΤΟ και τις σχέσεις της με τη Ρωσία. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο λόγοι για αυτό:

Πρώτον, οι διμερείς σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας υπήρχαν ήδη και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Και ανεξάρτητα από την περαιτέρω πορεία του πολέμου στην Ουκρανία, η Τουρκία είναι απίθανο να αλλάξει τις σχέσεις της με τη Ρωσία.

Δεύτερον, ο διάλογος της Άγκυρας με τη Μόσχα δεν είναι άμοιρος ούτε για τη Δύση. Δεν ήταν μόνο η γεωγραφική θέση της Τουρκίας που έδωσε στην Άγκυρα το προβάδισμα στην Πρωτοβουλία για τα Σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας. Η σχέση της με τη Μόσχα ήταν επίσης ένας σημαντικός παράγοντας. Επιπλέον, δεν πρόκειται μόνο για τη συμφωνία σιτηρών.

Δεδομένου ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επίσης υπερπεριφερειακές επιπτώσεις, αποφασίστηκε η Ελλάδα να εξετάσει το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας πλατφόρμας διαλόγου με την Τουρκία που δεν θα επισκιάζεται από τη διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Υπάρχουν διάφορα μοντέλα που θα μπορούσαν να εξεταστούν, για παράδειγμα το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας για την εφαρμογή των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Μια τέτοια πλατφόρμα δίνει στην Τουρκία και την Ελλάδα την ευκαιρία να αντιμετωπίσουν διμερή ζητήματα και να διερευνήσουν ευκαιρίες συνεργασίας σε περιοχές κοινού ενδιαφέροντος. Οι συμφωνίες των ΜΟΕ είναι καλές για την αποτροπή κλιμάκωσης κατά τη διάρκεια πραγματικών παρεξηγήσεων και μόνο. Το πολύ πολύ θα ήταν κάτι το ανακουφιστικό. Οι πολεμικές πράξεις είναι εντελώς διαφορετικό θέμα.

 

 

*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security(INIS), και του Strategy International (SI). Συγγραφέας του βιβλίου «Ο Σύγχρονος Πόλεμος» Προκλήσεις για την Ελληνική Ασφάλεια. Εκδόσεις Ινφογνώμων.

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024