27/04/2024

Η συνεργασία Μόσχας-Άγκυρας είναι «μια ιστορική ανωμαλία»;

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*


Μαύρη Θάλασσα μια νέα αρχιτεκτονική περιφερειακής ασφάλειας όπου η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευθεί την πολιτική του εκκρεμούς

 

Με το ξέσπασμα του ρωσικού πολέμου στην Ουκρανία, πολλά έχουν αλλάξει στη γεωστρατηγική αλληλεπίδραση σφαιρών επιρροής και ενδιαφέροντος στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Η Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος) έχει μετατραπεί σε πεδίο έντασης. Είναι το νέο σκηνικό της αντιπαράθεσης Ρωσίας-ΝΑΤΟ και μια οθόνη προβολής για τις ρωσικές και τουρκικές ιδέες περιφερειακής τάξης. Ο ιδιαίτερος ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή προκύπτει κυρίως από την εφαρμογή της Συνθήκης του Μοντρέ, η οποία μείωσε τις μονομερείς σφαίρες επιρροής και υπεροχής. Για την Τουρκία, η Συνθήκη του Μοντρέ θεωρείται ένας παράγοντας ισχύος. Η Τουρκία προσβλέπει τη Συνθήκη ως μέσο περιφερειακής ασφάλειας που εξυπηρετεί μόνο τα δικά της συμφέροντα, ωστόσο η συμμαχία του ΝΑΤΟ επιθυμεί να υποστηρίζει τα συμφέροντα των παρόχθιων και των μη παρόχθιων κρατών.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 έδωσε στην Τουρκία τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει αυτό το μέσο ακόμη περισσότερο στην υπηρεσία των δικών της στρατηγικών συμφερόντων. Τα περιθώρια δράσης του ΝΑΤΟ, από την άλλη πλευρά, έχουν περιοριστεί στην κατάσταση που έχει προκύψει. Είναι αλήθεια ότι η Τουρκία αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο στη συλλογική άμυνα της συμμαχίας. Ωστόσο, από το ξέσπασμα του ρωσικού επιθετικού πολέμου κατά της Ουκρανίας, το ΝΑΤΟ δεν είναι πλέον παρόν στη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό σημαίνει ότι λείπει ένας σημαντικός πυλώνας αποτροπής και άμυνας. Από αυτή την άποψη, υπάρχει μια δυαδικότητα εννοιών τάξης στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας σε δύο διαφορετικά επίπεδα: το περιφερειακό και το παγκόσμιο.

Τα Στενά δεν έρχονται στο προσκήνιο για πρώτη φορά στο πλαίσιο της ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία. Στον απόηχο της σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και Γεωργίας το 2008, η Ρωσία ήταν αυτή που αναζήτησε ενεργοποίηση μέτρων απαγόρευσης της Σύμβασης του Μοντρέ, για να επικρίνει την παρουσία πολεμικών πλοίων των συμμάχων του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα. Μια παρόμοια διαμάχη σχετικά με την παρουσία πολεμικών πλοίων των ΗΠΑ προέκυψε μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας, μετά την (παράνομη) προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Αυτές οι ιστορικές διαφωνίες για την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας εξακολουθούν να διαμορφώνουν τις δυτικές αντιλήψεις για τη σχέση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Ως εκ τούτου, ορισμένοι ειδικοί της Δύσης θεωρούν την τρέχουσα συνεργασία Μόσχας με την Άγκυρα ως «μια ιστορική ανωμαλία».

https://www.britannica.com/place/Black-Sea

 

Η γεωστρατηγική σημασία της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας (Ευξείνου Πόντου)

Οι εμπορικοί δρόμοι αιώνων μέσω της Μαύρης Θάλασσας και κατά μήκος των ακτών της  έχουν καταστήσει την περιοχή γύρω από τα εσωτερικά ύδατα στρατηγικό σημαντικό κόμβο μεταξύ της ανατολικής άκρης της Ευρώπης και του Καυκάσου. Η Σύμβαση του Μοντρέ ρυθμίζει τη διέλευση ξένων πλοίων μέσω των Στενών, που  αποτελούνται από τα στενά των Δαρδανελίων, τη θάλασσα του Μαρμαρά και τον Βόσπορο (Στενό της Κωνσταντινούπολης). Η Σύμβαση προβλέπει χωριστούς κανόνες για τα εμπορικά και τα πολεμικά πλοία, ενώ ορίζει διαφορετικά καθεστώτα σε καιρό ειρήνης, σε καιρό πολέμου, όταν η Τουρκία είναι σε εμπόλεμη κατάσταση σε καιρό πολέμου, και όταν η Τουρκία δεν είναι σε εμπόλεμη κατάσταση. Τέλος, υπάρχουν διατάξεις για τις στιγμές που «η Τουρκία θεωρεί ότι απειλείται με άμεσο κίνδυνο πολέμου». Ο κανονισμός εν καιρώ ειρήνης για τα εμπορικά πλοία παρέχει «πλήρη ελευθερία διέλευσης και ναυσιπλοΐας στα Στενά». Από την άλλη, το καθεστώς σχετικά με τη διέλευση πολεμικών πλοίων είναι περιοριστικό. Ως εκ τούτου, έχουν παραχωρηθεί ορισμένα προνόμια στα παρόχθια κράτη της Μαύρης Θάλασσας για τη διασφάλιση της ασφάλειάς τους.

Σήμερα ως αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, η περιοχή γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα έχει πλέον γίνει κύριος κόμβος για τις ρωσικές εξαγωγές πρώτων υλών, οι οποίες είναι σημαντικές για τη Ρωσία. Ταυτόχρονα, η περιοχή βρίσκεται στο επίκεντρο της κινεζικής πρωτοβουλίας «Belt and Road», του λεγόμενου νέου Δρόμου του Μεταξιού, επειδή οι εμπορικοί δρόμοι προς την Ευρώπη, τη Μεσόγειο Θάλασσα και τη Βόρεια Αφρική συναντώνται εκεί. Συγκεκριμένα, η εμπορική οδός προς την Ευρώπη διέρχεται είτε μέσω της Μαύρης Θάλασσας είτε μέσω των γειτονικών χωρών προς την Ανατολική Ευρώπη. Οι διαδρομές μεταφοράς εμπορευμάτων του Belt and Road διασχίζουν επίσης τους ρωσικούς αγωγούς φυσικού αερίου και πετρελαίου στην ίδια περιοχή.

Αυτή η γεωστρατηγικά σημαντική περιοχή, χρησιμεύει και μεταξύ των κρατών της Βαλτικής και της Αδριατικής Θάλασσας, ενώ βρίσκονται μικρές και μεσαίες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που στο παρελθόν υπήρξαν σημεία ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης και της Ρωσίας. Στη σύγκρουση Ανατολής-Δύσης, ήταν κυρίως περιοχές επιρροής της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Σήμερα, τα περισσότερα από αυτά τα κράτη ανήκουν στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και αγωνίζονται για μεγαλύτερη επιρροή στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας Τριών Θαλασσών, γνωστή και ως Πρωτοβουλία Βαλτικής, Αδριατικής, Μαύρης Θάλασσας .

Επίσης, η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας είναι το σκηνικό πολλών εδαφικών και εθνοτικών συγκρούσεων. Εδώ πρέπει να αναφερθεί κυρίως η Υπερδνειστερία στη Δημοκρατία της Μολδαβίας, η Νότια Οσετία και η Αμπχαζία στη Γεωργία και η διαμάχη μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Αυτές οι εντάσεις υπάρχουν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, που με τα χρόνια έπαιξαν όλο και πιο σημαντικό ρόλο στη σχέση μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Από τη σκοπιά της Μόσχας, αυτές οι περιοχές θεωρούνται ως μια γεωστρατηγική ουδέτερη ζώνη, την οποία προστατεύει με στρατιωτική παρουσία. Η δύση με τη σειρά της, αφιερώνει την προσοχή στις μετασοβιετικές ανατροπές κυρίως στο πλαίσιο της στρατηγικής της για τη Ρωσία. Η αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ έχει επομένως άμεσο αντίκτυπο σε αυτές τις συγκρούσεις, γεγονός που εμποδίζει την ανάπτυξη μιας ανθεκτικής αρχιτεκτονικής ασφάλειας.

Η Τουρκία από τη μεριά της παρουσιάζεται με δύο αντιφατικές πολιτικές. Από τη μια, η κυβέρνηση στην Άγκυρα φροντίζει να μην προκαλεί τη Ρωσία με τις πολιτικές της. Από την άλλη, ενδιαφέρεται να εξασφαλίσει τον ηγετικό ρόλο της χώρας της στην περιοχή έναντι του ΝΑΤΟ. Επίσης, μια άλλη ανησυχία της τουρκικής κυβέρνησης είναι πως θα αντιμετωπίσει την παρουσία των ΗΠΑ. Δεν είναι λοιπόν η παρουσία του ΝΑΤΟ στην περιοχή αυτή καθαυτή που είναι ιδιαίτερα προβληματική για την Άγκυρα, αλλά οι επιπτώσεις της πολιτικής των ΗΠΑ. Σε αυτόν τον προβληματισμό, εντάσσεται και η βάση των ΗΠΑ στην Αλεξανδρούπολη, καθώς θεωρείται ως σημείο εξισορρόπησης. Οι διμερείς σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ είναι έντονα τεταμένες αυτή τη στιγμή. Τόσο η Άγκυρα όσο και η Ουάσιγκτον θεωρούν η μία την άλλη ως αντίπαλους των δικών τους περιφερειακών συμφερόντων, είτε στη Μέση Ανατολή, στην ανατολική Μεσόγειο ή ακόμα και στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Εξαιτίας αυτού, η Τουρκία ακολουθεί έναν ιδιαίτερο δρόμο μεταξύ των κρατών του ΝΑΤΟ, ο οποίος είναι επίσης ορατός στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Πλέον δεν υπάρχουν περιθώρια και εκτιμάται ως μια κατάλληλη στιγμή για όλες τις δημοκρατικές ευρωπαϊκές χώρες να αντιληφθούνε ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν επιβιώνει έως ότου σταματήσουμε να ζητάμε την άδεια είτε της Ρωσίας ή της Τουρκίας για τη διατήρησή της. Όταν θα γίνει κατανοητό αυτό, η διπλωματία τότε θα μπορεί να εκτελέσει τον κλασικό της ρόλο. Δηλαδή να διευκρινίσει, να προειδοποιήσει, να βρει κοινό έδαφος εάν υπάρχει ή να αποδείξει ότι δεν υπάρχει.

Παραδοσιακά, οι χώρες θεωρούσαν τον πόλεμο ως μια πράξη εναλλακτική της διπλωματίας και τη στρατιωτική στρατηγική ως την επιστήμη της νίκης. Σήμερα, ωστόσο, στον κόσμο όπου τα όπλα εξελίσσονται σε φονικότητα, η στρατιωτική ισχύς δεν ασκείται τόσο πολύ όσο απειλείται όταν έχει απέναντι της μια αξιόπιστη αποτροπή. Είναι, η διαπραγματευτική δύναμη και η εκμετάλλευση αυτής της δύναμης, για καλό ή κακό, για τη διατήρηση της ειρήνης ή για την απειλή πολέμου, είναι η διπλωματία της βίας. Επικεντρωνόμαστε στον τρόπο με τον οποίο οι στρατιωτικές δυνατότητες χρησιμοποιούνται, επιδέξια ή αδέξια, ως διαπραγματευτική δύναμη.

Σήμερα, υποβαλλόμαστε στη βάσανο των ρωσικών ή τουρκικών τελεσιγράφων. Δεν είναι πλέον δυνατό να προσποιούμαστε ότι αυτά τα αυταρχικά κράτη επιδιώκουν κάτι λιγότερο από μια χονδρική αναδιατύπωση των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων ασφάλειας, που να υποστηρίζονται από νέες «εγγυήσεις» που θα αντικαθιστούσαν εκείνες στις οποίες βασιζόμαστε. Με άλλα λόγια, η διπλωματία είναι απαραίτητη, όχι επαρκής, προϋπόθεση ασφάλειας. Γνωρίζουμε ότι για τους Ευρωπαίους σε οποιαδήποτε πολυμερή μορφή (ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΟΑΣΕ) η διπλωματία είναι αποτελεσματική μόνο με σαφείς στόχους, εμφανή πολιτική βούληση και την αποτρεπτική σκληρή ισχύ, που μπορεί να αλλάξει τον στρατηγικό λογισμό των άλλων παραγόντων.

Η διπλωματία, είτε πολιτική ή στρατιωτική, είναι μια αλληλουχία αιτιών και αποτελεσμάτων, η πορεία των οποίων μπορεί να αναλυθεί και να γίνει κατανοητή από μια πνευματική προσπάθεια, αλλά όχι κατευθυνόμενη από τη φαντασία. Εξάλλου, δεν είναι μόνο μια μαζική, πολυδιάστατη κρίση που απαιτεί συλλογική δράση. Είναι επίσης ένα γεγονός που μεγεθύνει πολλές προϋπάρχουσες δυνάμεις που ωθούν τη γεωπολιτική σε μια περισσότερο συνεργατική και πιο συγκρουσιακή κατεύθυνση. Ωστόσο, ας είμαστε προσεκτικοί  ενάντια στον «ακραίο ρεαλισμό» επειδή παρέχει τους λόγους για σκόπιμη ή ουσιαστική δράση και επειδή προσφέρει ένα συνεχή αγώνα για ισχύ που καθιστά αδύνατη κάθε είδους διεθνούς κοινωνίας.

Στις περισσότερες περιπτώσεις όταν επιδεικνύουμε αποφασιστικότητα στη περιοχή των συγκρουσιακών καταστάσεων, αναμένεται η επόμενη στρατηγική κίνηση.  Ο πόλεμος κατά του τουρκικού εξαναγκασμού είναι μέρος της στρατηγικής της αντίθεσης σε τέτοιες κινήσεις ισχύος (ή της ικανότητας, ή της ίδιας της απόφασης, να κινηθούν), μαζί με μια προσπάθεια να αδειάσουμε τον αντίπαλο από τη μελλοντική παρουσία και να μειωθεί η συνολική επιθυμία για περιφερειακή επιρροή του.

Είναι σημαντικό για τους επαγγελματίες της εθνικής ασφάλειας να αναλύσουν και να κατανοήσουν τον πόλεμο κατά της ασφάλειας ως στοιχείο της ειρήνης καθώς και της στρατηγικής εν καιρώ πολέμου, αν θέλουμε να τους αντιμετωπίσουμε όταν απαιτείται. Εάν επιθυμούμε ο Ελληνισμός να αναπτύξει και να διατηρήσει την ικανότητα να νικήσει -και έτσι να έχουμε την ικανότητα να αποτρέψουμε- εξελιγμένες στρατηγικές κατά της διακυβέρνησης μας που απειλούν να μειώσουν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, να επηρεάσουν ή να έχουν πρόσβαση σε αμφισβητούμενες περιοχές, απαιτείται μια συντονισμένη, αρθρωτή και επίμονη ενδοκυβερνητική προσέγγιση, και όχι μόνο με το σχεδιασμό των Υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας.

Τα λογικά πρώτα βήματα προς τη δημιουργία μιας τέτοιας διυπηρεσιακής προσέγγισης περιλαμβάνουν την αναγνώριση και την ανάλυση του προβλήματος, την εξέταση των συνεπειών του, τον εντοπισμό αμοιβαίων υποστηρικτικών ενεργειών και την περιγραφή διαδικασιών με τις οποίες μπορεί να συντονιστεί μια προσέγγιση. Φαίνεται τελικά, ότι βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή όσον αφορά την ευρωπαϊκή ασφάλεια η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και με την εθνική ασφάλεια και του Ελληνισμού. Δυστυχώς ούτε το ΝΑΤΟ ούτε η ΕΕ παρουσιάζονται προετοιμασμένοι για το νέο σύστημα ασφαλείας. Όσο η Ευρώπη υποχωρεί, η πραγματικότητα και η θρασύτητα των απαιτήσεων θα αυξάνονται. Το «Ευρωπαϊκό δόγμα» δεν είναι ούτε αποτρεπτικό ούτε αμυντικό. Οι προειδοποιήσεις για περισσότερες κυρώσεις είναι απίθανο να κρυώσουν το αίμα είτε του Κρεμλίνου ή της Άγκυρας. Για να αποτρέψουμε τις αναθεωρητικές χώρες, πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε με αυτό που φοβούνται. Είμαστε ικανοί για αυτό; Εάν ναι, τα περιθώρια για διπλωματία θα αυξηθούν. Αν όχι, τότε οι κίνδυνοι πολέμου θα αυξηθούν.

Συμπεράσματα

Από την ημέρα εισβολής στην Ουκρανία, κάθε μορφή συνεργασίας μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας έχει σταματήσει σε πολλές ευρωπαϊκές θαλάσσιες περιοχές. Όχι μόνο οι οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις είναι η απάντηση της Δύσης στην παραβίαση του διεθνούς δικαίου από τη Ρωσία, αλλά και κάθε εμπιστοσύνη στη Ρωσία έχει κλονιστεί για τις επόμενες δεκαετίες. Ιδιαίτερα στη Μαύρη Θάλασσα οι φιλοδοξίες της μεγάλης δύναμης συναντούν τις περιφερειακές ιδέες τάξης. Για την Άγκυρα και τη Μόσχα, αντιπροσωπεύει ένα είδος άτυπης συγκυριαρχίας. Από το τέλος της σύγκρουσης Ανατολής-Δύσης, υπήρξε συμφωνία μεταξύ των δύο για το πώς θα πρέπει να είναι η περιφερειακή τάξη. Η Μαύρη Θάλασσα είναι μια από τις ζώνες προνομιακού ενδιαφέροντος τόσο για τη Ρωσία όσο και για την Τουρκία. Θα ήθελε κανείς να κρατήσει έξω τους εξωτερικούς παράγοντες. Με κοινή συναίνεση και σε μια συνεχή αλληλεπίδραση υπεράσπισης των συμφερόντων τους, η Μαύρη Θάλασσα έχει γίνει ένας χώρος ελεγχόμενος, κυριαρχούμενος και κλειστός από τη Ρωσία και την Τουρκία.

Η σημερινή αντίληψη για τις σχέσεις Άγκυρας-Μόσχας κυριαρχείται από την ηγετική διπλωματία μεταξύ Ερντογάν και Πούτιν. Από τη μια πλευρά, αυτό είναι κατανοητό. Ωστόσο, μια σταθερά μπορεί να παρατηρηθεί ιδιαίτερα στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, η οποία αντέχει πέρα από προσωπικές συνθήκες. Ο έλεγχος του Στενού ήταν ένα αιώνιο μήλο έριδος στην ιστορία των ρωσοτουρκικών σχέσεων. Η ανταγωνιστική σχέση εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά η προτεραιότητα και για τους δύο είναι η διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας που διασφαλίζεται από τη Συνθήκη του Μοντρέ και ο περιορισμός της στρατιωτικής παρουσίας των δυτικών. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιθυμία να γίνει η Μαύρη Θάλασσα μια θαλάσσια περιοχή ελεγχόμενη από το ΝΑΤΟ δεν φαίνεται εφικτό στο άμεσο μέλλον. Η Τουρκία ειδικότερα θα εμείνει στις ιδέες της για την περιφερειακή τάξη για την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.

https://www.britannica.com/place/Black-Sea

 

Επίλογος

Ενώ η συνεργασία Ρωσίας-Τουρκίας είναι στενή, δεν είναι συμμαχία. Για τη Ρωσία, η Τουρκία παραμένει κατά κύριο λόγο μέλος του ΝΑΤΟ. Από τη σκοπιά της Μόσχας, η χώρα στον Βόσπορο είναι σοβαρός παίκτης, ακριβώς λόγω της ένταξής της στο ΝΑΤΟ. Στην εξισορροπητική πράξη της Τουρκίας μεταξύ της αποτροπής και του διαλόγου με τη Ρωσία, το πρώτο δεν είναι λιγότερο σημαντικό από το δεύτερο. Σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκο-ρωσική σχέση μπορεί καλύτερα να γίνει κατανοητή ως μια λειτουργική και διαδραστική κοινότητα ευκολίας. Ανάλογα με την κατάσταση, αυτό συχνά ακολουθεί μια ρεαλιστική προθυμία για συνεργασία. Ο στόχος αυτής της αμοιβαίας σχέσης είναι να διατηρήσει τη Μαύρη Θάλασσα ως κλειστό χώρο, με την έννοια των δικών της περιφερειακών ιδεών τάξης. Ταυτόχρονα, το ΝΑΤΟ παραμένει μια σημαντική εναλλακτική θέση για την Τουρκία προκειμένου να εξουδετερώσει τη ρωσική προσπάθεια για επιρροή και σε περίπτωση που οι σχέσεις με τη Μόσχα επιδεινωθούν σημαντικά. Στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, η Τουρκία χρησιμοποιεί τον ειδικό της ρόλο και τις δικές της διασυνδέσεις για να διεκδικήσει τη φωνή της στη Δύση. Ως εκ τούτου, η τουρκική εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας μοιάζει περισσότερο με εκκρεμές, ταλαντεύεται ανάμεσα στους δύο πόλους αποτροπής και διαλόγου απέναντι στη Ρωσία. Ανάλογα με την κατάσταση, το εκκρεμές κινείται πάντα περισσότερο προς την κατεύθυνση από την οποία μπορεί να αντλήσει το μεγαλύτερο πολιτικό κέρδος.

 

*Ο Υποναύαρχος ε.α. Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.

 

Ο πόλεμος φέρνει επαναχάραξη θαλασσίων ζωνών στη λεκάνη της Μαύρης Θάλασσας

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024