26/04/2024

Β΄ΠΠ: Η Συνωμοσία της 20ης Ιουλίου

Eπιμέλεια κειμένου για το Gepolitics & Daily News: Γιώτα Χουλιάρα

 

Η συνωμοσία της 20ης Ιουλίου πρόκειται για αποτυχημένη απόπειρα ανωτάτων αξιωματικών της «Βέρμαχτ» να δολοφονήσουν τον Αδόλφο Χίτλερ. Συνέβη στις 20 Ιουλίου 1944, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και εντασσόταν στο σχέδιο του πραξικοπήματος με την κωδική ονομασία «Βαλκυρία», που είχαν εκπονήσει με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας και τη διαπραγμάτευση ευνοϊκών όρων ειρήνης με τους Συμμάχους.

Άγαλμα προς τιμήν των συνωμοτών του σχεδίου Βαλκυρία, στο Βερολίνο

Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘30 χρονολογούνται οι προσπάθειες διαφόρων ομάδων της γερμανικής αντίστασης να δολοφονήσουν τον Αδόλφο Χίτλερ και να απαλλάξουν τη χώρα τους Ναζιστές. Ο Χίτλερ, όμως, γινόταν ολοένα και περισσότερο καχύποπτος και απροσπέλαστος. Πολύ συχνά άλλαζε απότομα σχέδια, ματαιώνοντας έτσι πολλές απόπειρες κατά της ζωής του.

Στα τέλη του 1943 μία ομάδα ανώτατων αξιωματικών του γερμανικού στρατού («Βέρμαχτ»), συναισθανόμενοι ότι ο Χίτλερ οδηγεί τη Γερμανία στον όλεθρο, αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Κατάστρωσαν ένα σχέδιο πραξικοπήματος με την κωδική ονομασία «Βαλκυρία», που στόχευε στη δολοφονία του Χίτλερ και την ανατροπή των εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος. Στις προθέσεις τους ήταν ο σχηματισμός μιας πολιτικοστρατιωτικής κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας, η οποία θα διαπραγματευόταν συνθήκη ειρήνης με τους Συμμάχους.

Στους επικεφαλής της συνωμοσίας συμπεριλαμβάνονταν ο στρατηγός Λούντβιχ Μπεκ (1880-1944), πρώην αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, o υποστράτηγος Χένινγκ φον Τρέσκοφ (1901-1944), ο στρατηγός Φρίντριχ Όλμπριχτ (1888-1944) και πολλοί άλλοι ανώτατοι αξιωματικοί. Ο στρατάρχης Έρβιν Ρόμελ (1891-1944), από τους επιφανέστερους στρατιωτικούς ηγέτες της Γερμανίας, τάχθηκε επίσης με το μέρος των συνωμοτών, αλλά δεν πήρε ενεργό μέρος μετά τον σοβαρό τραυματισμό του στις 17 Ιουλίου 1944, στη διάρκεια συμμαχικής αεροπορικής επιδρομής.

Το μνημείο στο σημείο της εκτέλεσης του φον Στάουφενμπεργκ

Ο πιο σταθερός και πιο αποφασιστικός από τους συνωμότες ήταν ο αντισυνταγματάρχης Κλάους φον Στάουφενμπεργκ (1907-1944), επιτελάρχης του Εφεδρικού Γερμανικού Στρατού. Επιπλέον ήταν ο μόνος από τους συνωμότες που είχε πρόσβαση στον Χίτλερ. Έτσι, ανέλαβε αυτός να φέρει σε πέρας την αποστολή.

Claus_Schenk_Graf_von_Stauffenberg

Ο Κλάους Φίλιπ Μαρία Σενκ Κόμης του Στάουφενμπεργκ (Claus Philipp Maria Schenk Graf von Stauffenberg, 15 Νοεμβρίου 1907 – 21 Ιουλίου 1944) ήταν αξιωματικός του Γερμανικού Στρατού (Βέρμαχτ), αριστοκρατικής καταγωγής και ο αποφασιστικός μοχλός της συνωμοσίας της 20ής Ιουλίου 1944, η οποία απέβλεπε στη δολοφονία του Αδόλφου Χίτλερ και την κατάληψη της εξουσίας στη Γερμανία.

 

Το πρωί της 20ης Ιουλίου, ο Στάουφενμπεργκ τοποθέτησε ένα χαρτοφύλακα, που περιείχε μία βόμβα, κάτω από το τραπέζι της αίθουσας συσκέψεων «Βόλφσχαντσε» («Λημέρι του Λύκου») στο Ράστενμπουργκ τής Ανατολικής Πρωσίας (σημερινό Κεντσίν Πολωνίας), όπου ο Χίτλερ είχε συνάντηση με ανώτατους στρατιωτικούς παράγοντες. Ο Στάουφενμπεργκ προφασιζόμενος ότι ήθελε να κάνει ένα τηλεφώνημα βγήκε από την αίθουσα λίγα λεπτά πριν από την έκρηξη.

Στις 12:42 ο χαρτοφύλακας εξερράγη και ο Στάουφενμπεργκ, βέβαιος ότι ο Χίτλερ σκοτώθηκε, πέταξε στο Βερολίνο για να συναντήσει τους άλλους συνωμότες, οι οποίοι επρόκειτο να καταλάβουν την εκεί έδρα τής Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης και να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους για την κατάληψη της εξουσίας με την εξουδετέρωση των SS και των λοιπών εθνικοσοσιαλιστικών οργανώσεων.

Για κακή τους τύχη, ο Χίτλερ διασώθηκε από τη δολοφονική απόπειρα με ελαφρά τραύματα, επειδή ένας αξιωματικός, που ενοχλούνταν από τη θέση του χαρτοφύλακα, τον μετακίνησε πίσω από ένα δρύινο υποστήριγμα του τραπεζιού της σύσκεψης. Μάλιστα, το απόγευμα της ίδιας ημέρας ήταν σε θέση να υποδεχτεί και να συνομιλήσει με τον Μουσολίνι. Από την έκρηξη σκοτώθηκαν μία στενογράφος και τρεις αξιωματικοί και πολλοί άλλοι τραυματίστηκαν.

Στο μεταξύ, οι άλλοι συνωμότες, επειδή δεν ήταν βέβαιοι αν ο Χίτλερ είχε σκοτωθεί ή όχι, απέφυγαν να δράσουν, ώσπου να φθάσει ο Στάουφενμπεργκ στο Βερολίνο. Ήταν όμως πολύ αργά, καθώς είχαν περάσει πάνω από τρεις ώρες. Οι φήμες για τη διάσωση του Χίτλερ έκαμψαν την απόφαση πολλών από τους βασικούς παράγοντες της συνωμοσίας. Ένας από αυτούς, ο στρατηγός Φρίντριχ Φρομ (1888-1945), διοικητής του εφεδρικού στρατού, θέλησε να επιδείξει τη νομιμοφροσύνη του συλλαμβάνοντας μερικούς από τους κυριότερους συνωμότες, οι οποίοι και εκτελέστηκαν την επομένη με τυφεκισμό (Στάουφενμπεργκ και Όλμπριχτ) ή διατάχθηκαν να αυτοκτονήσουν (Μπεκ).

Στις ημέρες που ακολούθησαν, η Γκεστάπο συνέλαβε και τους υπόλοιπους συνωμότες, πολλοί από τους οποίους βασανίστηκαν άγρια για να αποκαλύψουν τους συνεργάτες τους και σύρθηκαν μπροστά στο «Φολκσγκερίχτσχοφ» («Δικαστήριο του Λαού), όπου κατακεραυνώθηκαν από τον διαβόητο ναζιστή δικαστή Ρόλαντ Φράισλερ. Από τους συνωμότες 180 – 200 τυφεκίστηκαν ή απαγχονίστηκαν, ενώ κάποιοι άλλοι εκτελέστηκαν απάνθρωπα, καθώς στραγγαλί­στηκαν με χορδές πιάνου ή καρφώθηκαν σε τσιγκέλια κρεοπωλείου. Ακόμη και ο Φρομ συνελήφθη, παραπέμφθηκε σε δίκη κι εκτελέστηκε.

Ο Χίτλερ διέταξε να κινηματογραφηθούν μερικές από τις πιο φρικαλέες σκηνές των εκτελέσεων και παρακολούθησε τις ταινίες, παρέα με εξέχοντες Ναζί. Σε δηλώσεις του χαρακτήρισε τους συνωμότες «μια μικρή κλίκα φιλόδοξων, ασυνείδητων, εγκληματιών και κουτών αξιωματικών».

Γιατί απέτυχε η απόπειρα 

Κάποιοι ερευνητές διατείνονται ότι, αν ο Στάουφενμπεργκ είχε τοποθετήσει σε διαφορετικό σημείο τον χαρτοφύλακα με την βόμβα (όχι τόσο κοντά στο χοντρό πόδι του δρύινου τραπεζιού), το ωστικό κύμα της βόμβας θα είχε επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, σκοτώνοντας τον Χίτλερ. Αυτό είναι αλήθεια, γιατί όσοι βρίσκονταν κοντά στον Χίτλερ με την έκρηξη της βόμβας είτε σκοτώθηκαν είτε τραυματίσθηκαν πολύ σοβαρά. Η μόνη εξήγηση του ελαφρού τραυματισμού του Χίτλερ (έσπασε το τύμπανο σε ένα από τα αυτιά του και τραυματίστηκε ελαφρά στον ώμο) βρίσκεται στην προστασία του από το δρύινο τραπέζι.

Διατείνονται, επίσης, ότι αν ο Στάουφενμπεργκ είχε φέρει μαζί του και τη δεύτερη βόμβα (την είχε αφήσει στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του) έστω και όχι οπλισμένη, η έκρηξη της πρώτης θα πυροδοτούσε και την δεύτερη, με αποτέλεσμα να μην μείνει κανείς ζωντανός στο Καταφύγιο. Αυτό, ωστόσο, δεν θα ήταν εκ των πραγμάτων δυνατόν, καθώς ο Στάουφενμπεργκ ήταν πλέον μονόχειρ και δεν θα του ήταν δυνατό να μεταφέρει δύο χαρτοφύλακες με ένα – ακρωτηριασμένο – χέρι.

Μετά την απόπειρα

Σκληρά αντίποινα περιμένουν και ολόκληρη την οικογένεια Στάουφενμπεργκ: Συλλαμβάνονται και φυλακίζονται όλα της τα μέλη (μεταξύ των οποίων και τα τρία ανήλικα παιδιά του Κλάους) και ο Φύρερ διατάσσει την εξάλειψη του ονόματος αυτού “από όλα τα ληξιαρχεία του Ράιχ”. Μερικές ώρες αργότερα, σε συνάντησή του με τον Μουσολίνι, ο Χίτλερ διατείνεται ότι ήταν η θεία Πρόνοια που τον εφύλαξε.

Ο αδελφός του Κλάους, Μπέρτχολντ, συνελήφθη επίσης και στις 10 Αυγούστου προσήχθη σε δίκη ενώπιον “λαϊκού δικαστηρίου” (Volksgerichtshof) μαζί με άλλους επτά συνωμότες (μεταξύ των οποίων και ο Στρατάρχης Βιτσλέμπεν). Το λαϊκό αυτό δικαστήριο (πρόεδρος του οποίου ήταν ο Ρόλαντ Φράισλερ (Roland Freisler)) είχε συγκροτηθεί κατ΄εντολή του Χίτλερ ειδικά για τους συμμετέχοντες στην εναντίον του απόπειρα. Όλοι – και ο Μπέρτχολντ – καταδικάζονται σε αργό μαρτυρικό θάνατο, καθώς τους κρεμούν από χορδές πιάνου στη φυλακή του Πλέτσενζέε (Plötzensee) του Βερολίνου, την ίδια ημέρα. Αρκετές εκατοντάδες συμμετέχοντες ή γνώστες της συνωμοσίας επίσης συλλαμβάνονται και εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες.

Η σύζυγος του Κλάους, Νίνα (πατρικό όνομα Νίνα Φράιιν φον Λέρχενφελντ), με την οποία είχαν αποκτήσει τέσσερα παιδιά, ήταν έγκυος. Αδιαφορώντας γι’ αυτό, την κλείνουν στο Στρατόπεδο του Στούτχοφ, όπου και γεννήθηκε το πέμπτο παιδί της οικογένειας, η Κοστάντσε (Kostanze). Τα υπόλοιπα παιδιά τους, Μπέρτχολντ, Χάιμεραν, Φραντς-Λούντβιχ και Βάλερι υποχρεώνονται σε κατ’ οίκον περιορισμό, χωρίς να τους ανακοινωθεί γιατί, μέχρι το τέλος του πολέμου. Τα υποχρεώνουν, επίσης, να αλλάξουν το επώνυμό τους, καθώς με εντολή του Χίτλερ, το όνομα Στάουφενμπεργκ είναι πλέον μη αποδεκτό σε όλο το Ράιχ. Η Νίνα απεβίωσε το 2006 σε ηλικία 92 ετών. Ο Μπέρτχολντ έγινε Στρατηγός του Δυτικογερμανικού Στρατού ενώ ο Φραντς-Λούντβιχ διετέλεσε βουλευτής τόσο στο Γερμανικό όσο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024