26/04/2024

Εκτιμήσεις και Συστάσεις Γεωστρατηγικής για το 2023

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*

 


Το 2023 πρέπει να είμαστε στρατηγικά προβλέψιμοι, αλλά επιχειρησιακά απρόβλεπτοι

 

Το 2023 είμαστε πιο σίγουροι για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε και έχουμε μεγαλύτερη επίγνωση της ευπάθειας και της αλληλεξάρτησης μας. Ωστόσο, το μέλλον είναι πάντα αβέβαιο, και όπως τόνισε ο Θουκυδίδης πριν από 2 χιλιετίες το μέλλον είναι συχνά απρόβλεπτο και βίαιο. Οι σημερινές αμφιβολίες είναι λιγότερες για το τι και περισσότερο για το πώς, ποιος και μέχρι πότε. Το πρόβλημα δεν είναι πλέον η διάγνωση. Τα δεδομένα και τα συμπεράσματα αφθονούν σχετικά με τη σημασία της παρούσας στιγμής και τις μεγάλες μεταβάσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη στον γεωστρατηγικό τομέα. Όμως, η αποτυχία εύρεσης ειρηνευτικών διευθετήσεων στα αναδυόμενα προβλήματα συλλογικά και χωρίς αποκλεισμούς μας αφήνει σε ένα ραγισμένο τοπίο, όπου διακρίνεται η στρατικοποίηση της πολιτικής. Το κλειδί στη συζήτηση είναι τα ερωτήματα γύρω από το πού βρίσκεται το σημείο χωρίς επιστροφή, ποιο είδος ηγεσίας είναι καλύτερα εξοπλισμένο ή έχει τη μεγαλύτερη νομιμότητα για να καθοδηγήσει τις διαπραγματεύσεις και πώς θα πρέπει να χειριστούμε τη διαδικασία για να διασφαλιστεί ότι το κόστος είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερο.

Τι ιδιαίτερο θα έχει το 2023;

Εκτιμάται ότι πλέον αντιμετωπίζουμε μια αυξημένη παγκόσμια αναταραχή, που χαρακτηρίζεται από την παρακμή της μακροχρόνιας διεθνούς τάξης που βασιζόταν σε διεθνείς κανόνες δημιουργώντας ένα πιο περίπλοκο και ασταθές περιβάλλον ασφαλείας από οποιοδήποτε άλλο έχουμε βιώσει στην πρόσφατη ιστορία μας.

Τα νέα εξοπλιστικά προγράμματα που προχωρούν θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι κάποια στιγμή οι νέες τεχνολογίες θα αυξήσουν όχι μόνο τις πιθανότητες νίκης αλλά και την ενίσχυση των επενδύσεων. Ως εκ τούτου, ένα από τα κύρια θέματα του έτους θα είναι η πολυαναμενόμενη ανάκαμψη της εθνικής μας ισχύος και διαχείριση όλων όσων μπορεί να την υποθάλψουν (ενεργειακή κρίση, γεωπολιτικές εντάσεις, άσχημα νέα στον τομέα της υγείας). Σε αυτή τη διαδικασία επανεκκίνησης μετά την πανδημία, θα είναι σαφές ότι ο κόσμος όχι μόνο προχωρά με διαφορετικές ταχύτητες, αλλά ότι ορισμένες κοινωνικές ομάδες θα αντιδράσουν, όσον αφορά την κινητικότητα και τις ανθρωπιστικές κρίσεις. Από τις πιο συχνές ερωτήσεις φέτος θα είναι αφενός, αν έχουμε μάθει από την πανδημία να αντιμετωπίζουμε τις παγκόσμιες προκλήσεις με μεγαλύτερη προσμονή, φιλοδοξία και αλληλεγγύη. Αφετέρου, κατά πόσον εφαρμόσαμε μια νέα στρατηγική ανθεκτικότητας με σκοπό την ισχυροποίησή μας.

Ο ελληνοτουρκικός στρατηγικός ανταγωνισμός, θα είναι πλέον το πρωταρχικό μέλημα για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας. Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΕΔ) έχουν το προκαθορισμένο στόχο για νίκη στο πεδίο της μάχης.

 

 

https://www.hellenicnavy.gr/el/polymesa/fotografies/epixeiriseis-askiseis.html

Η στρατηγική μας επαναπροσανατολίζει τις ΕΕΔ στις επιχειρήσεις αποτροπής στον ανταγωνισμό με την Τουρκία συνεπικουρούμενες με αμυντικές συνεργασίες ως πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας. Αυτός ο στρατηγικός ανταγωνισμός δεν μπορεί να κερδηθεί μόνο από τις ΕΕΔ, αλλά σε συντονισμό με μια ισχυρή, σύγχρονη και ευέλικτη δύναμη που θα μπορεί να ανταποκριθεί γρήγορα στις περιφερειακές κρίσεις και ευκαιρίες παρέχει στους διαμορφωτές πολιτικής ένα ισχυρό εργαλείο. Προς αυτή την κατεύθυνση η Στρατηγική Εθνικής Άμυνας σχεδιάζει μια πορεία για να κερδίσει τον τουρκικό αναθεωρητισμό μέσω τριών γραμμών προσπάθειας: οικοδόμηση αναπτυγμένης αμυντικής ισχύος την ενίσχυση των συμμαχιών και τη μεταρρύθμιση με την υιοθέτηση της νέας τεχνολογίας για μεγαλύτερη απόδοση και οικονομική ανάπτυξη. Επίσης, καθορίζει μια σκόπιμη προσέγγιση για τη στάση της ισχύος μας: το μέγεθος των ΕΕΔ, τον εξοπλισμό, και τις έννοιες της απασχόλησης σε επιχειρήσεις που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για την αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού που προσπαθεί να ανατρέψει το διεθνές σύστημα.

Οπότε, η στρατηγική μας το 2023 θα βασίζεται στην ανάπτυξη της ισχύος ώστε να αντικατοπτρίζει τις στρατηγικές προτεραιότητες της Ελλάδας και τη δυναμική χρήση των ΕΕΔ για να αποτρέψει τους αναθεωρητές ανταγωνιστές και περιφερειακούς επιτιθέμενους. Οι ΕΕΔ και οι ολοκληρωμένες ενέργειές μας με τους συμμάχους και εταίρους χρειάζεται να αποδείξουν τη δέσμευσή να αποτρέψουμε την τουρκική επιθετικότητα, ενώ η δυναμική μας απασχόληση, η στρατιωτική στάση και οι επιχειρήσεις μας πρέπει να εισάγουν το απρόβλεπτο στους αντιπάλους μας. Έτσι, θα προκαλέσουμε τους ανταγωνιστές να βρεθούν σε δυσμενείς θέσεις, απογοητεύοντας τις προσπάθειές τους, αποκλείοντας τις επιλογές τους ενώ επεκτείνουμε τις δικές μας προτεραιότητες και αναγκάζοντάς τους να αντιμετωπίσουν τη σύγκρουση κάτω από αντίξοες συνθήκες.

Ένας ακόμη παράγοντας της στρατηγικής μας είναι η δυναμική απασχόληση των ΕΕΔ. Αυτό σημαίνει η ενεργοποίηση πιο ευέλικτων δυνάμεων για να διαμορφώσουν προληπτικά το στρατηγικό περιβάλλον, διατηρώντας παράλληλα την ετοιμότητα να ανταποκριθούν σε απρόοπτα συμβάντα και να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμη πολεμική ετοιμότητα.

Για ορισμένους, η πιθανότητα πολέμου, όσο απομακρυσμένη κι αν είναι, υπάρχει αρκετά σοβαρός λόγος για να ενισχύσουμε τη στάση αποτροπής στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια ισχυρή αποτρεπτική στάση μπορεί να βοηθήσει ώστε να δοθεί κίνητρο στην Άγκυρα να αποφύγει ποτέ να σκεφτεί μια επίθεση. Αλλά οι ακριβείς εκτιμήσεις των τουρκικών προθέσεων έχουν σημασία. Η υποτίμηση ενός αναθεωρητή και αυταρχικού αντιπάλου, όπως έπραξε στο σύνολό της η Δύση με τον Πούτιν, μπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκείς προετοιμασίες και πιθανή καταστροφή του θύματος της επιθετικότητας, όπως συμβαίνει στην Ουκρανία. Από την άλλη όμως, η υπερεκτίμηση της προθυμίας ενός αντίπαλου κράτους να διακινδυνεύσει τη σύγκρουση έχει τα δικά της μειονεκτήματα. Μια υπερβολική αίσθηση κινδύνου μπορεί να επιδεινώσει τις εντάσεις και να κατευνάσει τις αντιλήψεις για εχθρική πρόθεση. Αυτό θα μπορούσε με τη σειρά του να δώσει κίνητρο σε έναν αντίπαλο να υιοθετήσει μια πιο επιθετική συμπεριφορά και έτσι να επιταχύνει ένα δίλημμα ασφαλείας. Εννοώ ότι τηρώντας μια τέτοια συμπεριφορά ο Ελληνισμός θα μπορούσε να δώσει στην Τουρκία μεγαλύτερη μόχλευση στη σχέση από ό,τι δικαιολογείται. Από την επιθυμία να μειώσουμε τον κίνδυνο του πολέμου που θεωρείται ότι είναι υψηλότερος από ό,τι πραγματικά είναι, η Αθήνα μπορεί να συρθεί σε διαπραγματεύσεις και να προβεί σε παραχωρήσεις που μπορεί να μην είναι απαραίτητες. Και τέλος, το κόστος της ευκαιρίας που προκαλείται από έναν υπερβολικό φόβο πολέμου, επίσης μπορεί να είναι σημαντικό. Δεδομένων των ανταγωνιστικών απαιτήσεων για στρατιωτικούς πόρους και των αυστηρότερων δημοσιονομικών περιορισμών, οι τεράστιες επενδύσεις σε αποτρεπτικές ικανότητες θα πρέπει να γίνουν εις βάρος των πόρων που θα μπορούσαν να είχαν διατεθεί αλλού.

 

Image by 8photo on Freepik

Συμπεράσματα

Η δυναμική απασχόληση παρουσιάζει μια ευκαιρία να αλλάξει ριζικά ο τρόπος με τον οποίο κατανέμονται οι ΕΕΔ για να ανταποκριθούν σε κρίσεις και να εκμεταλλευτούμε προληπτικά τις περιφερειακές στρατηγικές ευκαιρίες.

Η ταχεία και μεταβλητή ανάπτυξη των ΕΕΔ μπορεί να αποτρέψει τη σύγκρουση και να προκαλέσει σύγχυση και παράλυση στους αντιπάλους, καθιστώντας την ένα ισχυρό εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον περιφερειακό ανταγωνισμό με την Τουρκία. Ωστόσο, υπάρχουν πιθανές παγίδες που σχετίζονται με τη δυναμική απασχόληση που το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας πρέπει να αντιμετωπίσει ως μέρος της εφαρμογής της. Για παράδειγμα οι υπηρεσίες πρέπει να αναπτύξουν μοντέλα ανάπτυξης δύναμης, διατήρησης και ετοιμότητας που να ανταποκρίνονται στην απαιτούμενη κατανομή μαχητικής ισχύος, να επιτρέπουν τη διατήρηση εξοπλισμού και δυνάμεων για συντήρηση, εκπαίδευση και βελτίωση ετοιμότητας και να παρουσιάζουν ετοιμότητα με ικανό αριθμό δυνάμεων για να εκτελέσουν τις απρόβλεπτες και προληπτικές επιχειρήσεις.

Παρά την αυξανόμενη στρατιωτική ισχύ της Τουρκίας, εξακολουθούν να υπάρχουν τρομερά αντικίνητρα και εσφαλμένοι υπολογισμοί για να σκεφτεί ποτέ να ακολουθήσει το δρόμο της στρατιωτικής σύγκρουσης. Οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες του πολέμου παραμένουν τεράστιοι και τα πιθανά κέρδη είναι συζητήσιμα, ειδικά δεδομένης της πιθανότητας κλιμάκωσης ενός πολέμου σε καταστροφικά επίπεδα, όχι μόνο για τους αντιπάλους αλλά και για τη συμμαχία του ΝΑΤΟ.

Είναι σημαντικό να παρακολουθούμε στενά τις τουρκικές στρατιωτικές εξελίξεις και να διασφαλίζουμε την κατάλληλη αποτροπή. Αλλά είναι επίσης σημαντικό να μην υπερεκτιμάμε την απειλή και, ως εκ τούτου, να εκτιμήσουμε εσφαλμένα την κατάσταση. Μια πιο ακριβής αντίληψη του νοήματος και της λογικής των τουρκικών δηλώσεων και συμπεριφοράς είναι σίγουρο ότι θα βοηθήσει τον Ελληνισμό και τους εταίρους μας συμμάχους να λάβουν πολύ ενημερωμένες και λογικές απαντήσεις στις εξελίξεις.

Τέλος, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία θα πρέπει να ενημερώσουν τους συμμάχους και τους εταίρους ότι αυτή η δυναμική απασχόληση των ΕΕΔ δεν αποτελεί κάλυμμα για μια απομονωτική εξωτερική πολιτική, αλλά μάλλον ένα πιο αποτελεσματικό μέσο για την ανάπτυξη δυνάμεων όπου και όποτε απαιτηθεί για να έχει στρατηγικό αποτέλεσμα στις επιχειρούμενες στρατιωτικές ενέργειες προς όφελος των μερισματούχων ειρήνης.

 

*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Είναι επιστημονικός συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security (INIS) και του Think Tank, Strategy International. Δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024