Η καθιέρωση του εορτασμού των Χριστουγέννων την 25η Δεκεμβρίου
Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα
Ο Δεκέμβριος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τον εορτασμό των Χριστουγέννων στις 25 του μήνα. Ο κύριος λόγος που έκανε την Εκκλησία να προσδιορίσει τον εορτασμό τους τη συγκεκριμένη ημερομηνία είναι η προσπάθεια των Πατέρων, όπως αναφέρει ο Πάπας Γρηγόριος Α΄, «να μετατραπούν βαθμιαίως οι γιορτές των εθνικών (δηλαδή των πιστών της παλαιάς θρησκείας) σε Χριστιανικές», αφού η 25η Δεκεμβρίου ήταν για τη Ρώμη η κεντρική εορτή των Σατουρναλίων και της γέννησης του «αήττητου ηλίου», η γνωστή ως «Dies Natalis Invicti Solis» δηλαδή Ημέρα Γέννησης του Ανίκητου Ήλιου που αργότερα ταυτίστηκε με τον εορτασμό του θεού Μίθρα.
Τα Σατουρνάλια ήταν η αρχαιότερη γιορτή των Ρωμαίων και την απέδιδαν στον Ρωμύλο και στους Πελασγούς. Η γιορτή ήταν αφιερωμένη στο θεό Σατούρνους, ο οποίος αντιστοιχεί στον Κρόνο, της ελληνικής μυθολογίας. Λάμβανε χώρα κατά την περίοδο του χειμερινού ηλιοστασίου και διαρκούσε περίπου μια εβδομάδα.
Στη ρωμαϊκή μυθολογία, ο Σατούρνους ήταν κύρια θεότητα της γεωργίας. Ξεχώρισε όμως από τις άλλες αγροτικές γιορτές το 217 π.Χ.
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι πριν την επιρροή του ελληνικού πολιτισμού στους Ρωμαίους, η Ρώμη είχε τους δικούς της θεούς, οι οποίοι αναφέρονταν ως Numina, που σημαίνει δυνάμεις ή επιθυμίες.
Οι πρώτοι λοιπόν Ρωμαίοι δεν απέδιδαν στους θεούς τους ανώτερες ιδιότητες, αλλά τους έβλεπαν με περισσότερο πρακτικό τρόπο, ως μέρος της καθημερινής τους ζωής. Τέτοιες θεότητες ήταν οι Λάρες και οι Πενάτες (αρχαίες Ρωμαϊκές θεότητες που προστάτευαν την οικία και την οικογένεια).
Ο Σατούρνους ήταν αρχικά μια από αυτές τις θεότητες και προστάτευε τους καρπούς της Γης. Σύζυγός του ήταν η Οπς, η οποία στην ελληνική μυθολογία ταυτίζεται με την Ρέα και όπως η ελληνική θεότητα ήταν η μητέρα των θεών. Αργότερα, όταν οι Ρωμαίοι επηρεάστηκαν από τον ελληνικό πολιτισμό, το πάνθεόν τους δανείστηκε στοιχεία από την ελληνική μυθολογία. Τότε, ο Σατούρνους ταυτίστηκε με τον Κρόνο και δημιουργήθηκαν οι μύθοι γύρω από αυτόν.
Ως ανάμνηση, λοιπόν, της Χρυσής Εποχής της ανθρωπότητας, μιας μυθικής περιόδου που άρχοντας ήταν ο Σατούρνους, κατά τους χειμερινούς μήνες και κατά την περίοδο του χειμερινού ηλιοστασίου, πραγματοποιούνταν προς τιμή του τα Σατουρνάλια.
Οι χειμερινές αυτές γιορτές απέκτησαν πανηγυρικό χαρακτήρα και με τη μυστηριακή τους υπόσταση είχαν κατακτήσει ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο της εποχής. Άρχιζαν με τα Βρουμάλια περίπου γύρω στις 24 Νοεμβρίου έως τις 17 Δεκεμβρίου και ακολουθούσαν τα Σατουρνάλια από τις 17 έως τις 24 Δεκεμβρίου. Κατά την κεντρική ημέρα της γιορτής του «αήττητου ηλίου», στις 25 Δεκεμβρίου δηλαδή, εορταζόταν και το χειμερινό ηλιοστάσιο. Ήταν η χρονική στιγμή όπου οι ημέρες ξεκινούσαν να μεγαλώνουν ξανά και οι ζωογόνες ακτίνες του Ήλιου έκαναν τη Γη να καρποφορήσει.
Κατά τη διάρκεια του εορτασμού των Σατουρναλίων εκτός από τις τυπικές θυσίες, η γιορτή περιλάμβανε δημόσια αργία, καθώς και διάφορα έθιμα, όπως την ανταλλαγή μικρών δώρων ή υπαίθριες αγορές. Μάλιστα, επιτρέπονταν τα τυχερά παιχνίδια ακόμα και για τους δούλους. Επίσημα ενδύματα δεν φοριούνταν, ενώ οι δούλοι δεν μπορούσαν να τιμωρηθούν κι αντιμετώπιζαν με χλευασμό τους κυρίους τους.
Γενικότερα, οι ρόλοι αντιστρέφονταν ανάμεσα σε δούλους κι ιδιοκτήτες, κάτι που οδηγούσε σε ξέφρενο γλέντι, άφθονη οινοποσία και ακολασίες: γι’ αυτό το λόγο, με την έλευση του Χριστιανισμού, η λέξη σατουρνάλια ήταν ταυτόσημη με τα όργια.
Εκείνη ακριβώς την περίοδο, οι πρώτοι χριστιανοί, οι οποίοι ζούσαν στην Ρώμη, ήταν εκτός νόμου. Οι συναντήσεις τους γίνονταν κρυφά και σε μικρές ομάδες στις κατακόμβες τους, όπου και τελούσαν τις θρησκευτικές τους εορτές. Για να αποφύγουν, λοιπόν, τους διωγμούς αποφάσισαν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, όταν οι Ρωμαίοι ήταν απασχολημένοι με τον εορτασμό των Σατουρναλίων.
Αργότερα, και συγκεκριμένα στα μέσα περίπου του 4ου μ.Χ. αιώνα, η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε ως ημέρα εορτασμού των Χριστουγέννων, ενώ κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την Ανατολή.
Ο εορτασμός, όμως, των Χριστουγέννων την ίδια ημέρα που οι εθνικοί γιόρταζαν τα δικά τους Σατουρνάλια ή Κρόνια είχε και δυσμενείς επιπτώσεις στον εορταστικό κύκλο της νέας θρησκείας. Διότι σταδιακά, (ιδιαίτερα μάλιστα μεταξύ του 5ου και του 8ου αιώνα), πολλά από τα «απαράδεκτα» για την εκκλησία έθιμα των εθνικών πέρασαν και στο πνεύμα των χριστιανικών εορτασμών.
Αυτό συνέβη ιδιαίτερα στο Βυζάντιο «όπου ο λαός τα ακολουθούσε με υπερβολή και γι’ αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας ή οι Κανόνες των Συνόδων τα πολεμούσαν». Συγκεκριμένα, το 729 μ.Χ. ο Πάπας Ζαχαρίας αναγκάστηκε να απαγορεύσει με αυστηρότητα τους εορτασμούς των Χριστουγέννων του τύπου των αρχαίων Καλενδών.
Καλένδες ή Καλάνδες ονομάζονταν οι πρώτες ημέρες των ρωμαϊκών μηνών. Οι Καλένδες επίσης διακρίνονταν σε fasti (εργάσιμες, δικάσιμες ημέρες) και σε nefasti (αποφράδες) όπου απαγορεύονταν η εργασία και αντ’ αυτής γινόντουσαν εορτές προς τιμή της Ήρας και του Ιανού (Ρωμαίου αμφιπρόσωπου Θεού προς τιμή του οποίου πήρε το όνομά του ο μήνας Ιανουάριος).
Από αυτές περιφημότερες ήταν οι Καλένδες του Ιανουαρίου (calendae Januariae). Κατά τη διάρκεια αυτών γίνονταν αμοιβαίες επισκέψεις συγγενών και φίλων με ανταλλαγή δώρων, των λεγόμενων strena (κυρίως μέλι, ξερά σύκα και χουρμάδες) ως και μικρών νομισμάτων. Κατά τη διάρκεια αυτών των κοινωνικών επισκέψεων, οι άνθρωποι πρόσεχαν τις εκφράσεις τους και τις κινήσεις τους ώστε να μην αποβούν κακοί οιωνοί στο νέο έτος. Επίσης, κατά την ίδια περίοδο ο Αυτοκράτορας, καθήμενος στον ηγεμονικό θρόνο των ανακτόρων, δεχόταν την επίσημη επίσκεψη των ανώτερων αξιωματούχων του κράτους καθώς και πολιτών σε «φάλαγγα κατ’ άνδρα» οι οποίοι και του απέδιδαν νομίσματα.
Πολλά από τα έθιμα των Σατουρναλίων και των Καλενδών, που διαρκούσαν 12 συνολικά ημέρες, διατηρούνται ακόμη και σήμερα στους εορτασμούς του «Δωδεκαημέρου» του χρονικού δηλαδή διαστήματος μεταξύ των δυο μεγάλων ακινήτων εορτών της Χριστιανοσύνης, των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου, και των Θεοφανείων στις 6 Ιανουαρίου.
Η νίκη του Θεού Ήλιου και η γέννηση του Χριστού
Ο εορτασμός της 25ης Δεκεμβρίου από τους αρχαίους είχε μία σπουδαία αστρονομική σημασία. Μέχρι τις 21 – 22 Δεκεμβρίου, ο Ήλιος βρίσκεται στο νοτιότερο ύψος του επί έξι μήνες – κάθε μέρα χαμηλώνει όλο και περισσότερο στον ουρανό, ανατέλλοντας όλο και πιο αργά και δύοντας καθημερινά νωρίτερα. Μετά τις 22 Δεκεμβρίου όμως, ο Ήλιος αρχίζει σιγά-σιγά να αναρριχάται και πάλι στον ουρανό, και οι μέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν.
Έτσι, τα μεσημέρια ο Ήλιος φαίνεται όλο και πιο ψηλά στον ουρανό. Ονομάζουμε την 22α Δεκεμβρίου ημέρα της «χειμερινής τροπής του Ηλίου», οπότε ο Ήλιος σταματάει την προς Νότο κίνησή του και τρέπεται στην αντίθετη φορά, προς Βορρά. Επειδή, μάλιστα, για μερικές ημέρες πριν και μετά τη «χειμερινή τροπή» ο Ήλιος φαίνεται να αργοστέκεται σαν να είναι έτοιμος να σταματήσει, η χειμερινή τροπή ονομάζεται επίσης και «χειμερινό ηλιοστάσιο». Η ημέρα αυτή επισημαίνει επίσης την αρχή της εποχής του Χειμώνα.
Από τους Ελληνιστικούς Χρόνους ήταν γνωστή μία γιορτή άγνωστης προέλευσης, το «Τριέσπερον» που είχε σχέση με το «χειμερινό ηλιοστάσιο» (22-24 Δεκεμβρίου). Σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα, η γιορτή περιείχε «λιτανείες», χορούς και συμπόσια. Αργότερα οι Ρωμαίοι επέβαλαν δικό τους τρόπο εορτασμού προσθέτοντας και ρωμαϊκά έθιμα.
O αυτοκράτωρ Αυρηλιανός, το 274, (ένα χρόνο πριν τη δολοφονία του) θέλησε να ενώσει όλους τους λαούς με μία κεντρική διοίκηση και μία θρησκεία.
Έτσι, στις 25 Δεκεμβρίου του 274 εορτάστηκε η «ημέρα της Γέννησης του Ανίκητου Ήλιου» (του ήλιου που δεν θα νικηθεί ποτέ από τα σύννεφα ή από το βαρύ χειμώνα). Ήταν μια λατρεία που ένωνε το ελληνικό «Τριέσπερο» με την αιγυπτιακή εορτή της «Γέννησης του Όσιρη» και την περσική τριήμερη εορτή της «Γέννησης του Μίθρα».
Ο Μίθρας ήταν περσικός θεός του φωτός και της σοφίας και η προέλευσή του ανάγεται σε μια αρχαιότερη βεδική θεότητα. Μετά την κατάληψη της Ασσυρίας, τον 7ο αιώνα π.Χ. και της Βαβυλωνίας τον 6ο αιώνα π.Χ., ο Μίθρας ταυτίστηκε με το θεό του Ήλιου και η λατρεία του Ήλιου αποδιδόταν πλέον σε εκείνον.
Πέρα από την Ανατολία, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας συνέβαλαν στη διάδοση της λατρείας του Μίθρα καθώς τον ταύτιζαν με τον αρχαϊκό ελληνικό θεό Ήλιο. Στη Ρώμη έφτασε γύρω στο 68 π.Χ. από Κιλίκιους πειρατές. Κατά την πρώιμη περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επεκτάθηκε ταχύτατα σε όλη την Ιταλία και τις ρωμαϊκές επαρχίες, και ταυτίστηκε με τον Αήττητο Ήλιο.
Σύμφωνα με την εξηγητική παράδοση της Καινής Διαθήκης, στην οποία τονίζεται η προσκόλληση στην ανάμνηση της θυσίας του υιού του ανθρώπου, οι Χριστιανοί δεν έδιναν σημασία στα γενέθλια ενός ανθρώπου, άλλωστε ήταν νωπό το παρελθόν της εορτής της γενέθλιας ημέρας του Ρωμαίου Αυτοκράτορα. Επίσης, για τον ίδιο λόγο, οι Ιουδαίοι απέρριπταν τον εορτασμό των γενεθλίων καθώς θεωρούνταν παγανιστική συνήθεια και αυτή τη στάση ακολούθησαν και οι Χριστιανοί κατά τους δύο πρώτους αιώνες της χριστιανικής εκκλησίας.
Ο χρονικός προσδιορισμός της έναρξης εορτασμού των γενεθλίων του Ιησού δεν μπορεί να γίνει με βεβαιότητα. Για μερικούς ερευνητές, τις πρώτες αναφορές περί εορτασμού της Γέννησης του Χριστού (στις 6 Ιανουαρίου), τις συναντάμε στα κείμενα του Πάπα Τελεσφόρου, στοιχεία που από άλλους δεν θεωρούνται αυθεντικά, αλλά μεταγενέστερες παρεμβολές.
Σε άλλες περιπτώσεις, έναρξη εορτασμού της Γέννησης του Χριστού πιθανολογείται γενικά ο δεύτερος ή και ο τρίτος αιώνας. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ο εορτασμός των Χριστουγέννων έγινε για πρώτη φορά στην Αντιόχεια κατά τον 4ο αιώνα από τους Ευσταθιανούς, ένα χριστιανικό κίνημα που είχε άμεση σχέση με την Εκκλησία της Ρώμης.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε πως με τις ριζικές αλλαγές που επήλθαν τον 3ο αιώνα στην Εκκλησία από τον ηλιολάτρη αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, φαίνεται πως παραμερίστηκαν οι αντιρρήσεις όσον αφορά τον εορτασμό των γενεθλίων του Χριστού-Θεού, κατά το πρότυπο του εορτασμού των γενεθλίων του θεού Ήλιου στις 25 Δεκεμβρίου.
Μερικοί πιστεύουν ότι αυτό έγινε καθώς η πλειονότητα των Χριστιανών ήταν πλέον Εθνικοί (δηλαδή μη Ιουδαίοι), οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους νομοταγείς Ρωμαίους και τα γενέθλια ήταν απλά μέρος της κουλτούρας τους. Εντούτοις, ακόμη και στις αρχές του 5ου αιώνα, κάποιοι Χριστιανοί αρνούνταν να αποδεχτούν τον εορτασμό των Χριστουγέννων!
Οι ιστορικές πηγές υποδεικνύουν ότι ο εορτασμός των Χριστουγέννων άρχισε να τηρείται στη Ρώμη γύρω στο 335 μ.Χ., αν και κάποιοι ερευνητές, βασιζόμενοι σε αρχαίους ύμνους με χριστουγεννιάτικη θεματολογία, θεωρούν ότι τα πρώτα βήματα που οδήγησαν στον εορτασμό αυτό έγιναν μέσα στον 3ο αιώνα.
Η παράδοση θεωρεί ότι η αρχαιότερη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων εκφωνήθηκε από τον Μεγάλο Βασίλειο στην Καισαρεία της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ.
Επί Πάπα Ιουλίου Α’ (336-332), τα Χριστούγεννα σταμάτησαν να γιορτάζονται μαζί με τα Θεοφάνεια και θεσπίσθηκε ως επέτειος η 25η Δεκεμβρίου, κατόπιν έρευνας των αρχείων της Ρώμης, όπως πιστεύεται, επί της απογραφής που έγινε επί αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, σε συνδυασμό με τη ρήση του που διαβάζουμε στην Καινή Διαθήκη και αποδίδεται στον Ιωάννη τον Προδρόμο για το τον Χριστό: «Εκείνος δει αυξάνειν, εμέ δε ελατούσθαι» (Ιωάνν. γ’30).
Με βάση αυτή την υποθετική πηγή, η Γέννηση του Χριστού ορίσθηκε κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, όπου και αρχίζει η αύξηση των ημερών. Μία από τις πολλές ερμηνείες για τον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημερομηνίας εορτασμού, αναφέρεται στην επιθυμία του Χριστιανισμού να εκχριστιανίσει σκόπιμα τις αρχαίες ειδωλολατρικές γιορτές όπως τη μεγάλη εθνική εορτή του ακατανίκητου θεού Ήλιου (Dies Invictis Solis) και τον εορτασμό των γενεθλίων του Μίθρα που ήταν διαδεδομένα σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο εορτασμός αυτής της ημέρας, ως ημέρας γέννησης του Χριστού, έπρεπε να συντελέσει στον εξοβελισμό σημαντικών παγανιστικών (μη χριστιανικών) γιορτών που τηρούνταν εκείνον τον καιρό, όπως τα Σατουρνάλια και τα Μπρουμάλια.
Με τον τρόπο αυτό οι Χριστιανοί επιβεβαίωσαν την επικράτηση της πίστης τους ενάντια στις ειδωλολατρικές θεότητες, δίνοντας ένα εντελώς νέο, χριστιανικό περιεχόμενο στις γιορτές αυτές: ο Ήλιος της Δικαιοσύνης ήταν ο Χριστός της Παλαιάς Διαθήκης.
Από τη Δύση ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου πέρασε και στην Ανατολή γύρω στο 376. Με τον χρόνο επικράτησε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο εκτός της Αρμενικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που συνεχίζει τον συνεορτασμό με τα Θεοφάνια.
Χαρακτηριστικό είναι το Απολυτίκιο της εορτής της Γεννήσεως το οποίο παρουσιάζει την νίκη του Χριστιανισμού εναντίον του παλαιού κόσμου και αναφέρει:
ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως·
εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες,
υπό αστέρος εδιδάσκοντο, σε προσκυνείν,
τον Ήλιον της δικαιοσύνης,
και σε γινώσκειν εξ ύψους ανατολήν,
Κύριε δόξα Σοι.